γράφει η Αναστασία Ευσταθίου (απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο της Αναστασίας Ευσταθίου "Χρυσοπράσινοι Φίλοι", εκδ. Ηδύφωνο) ...
γράφει η Αναστασία Ευσταθίου (απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο της Αναστασίας Ευσταθίου "Χρυσοπράσινοι Φίλοι", εκδ. Ηδύφωνο)
Βρεθήκαμε με την οικογένειά μου και φέτος στις 8 Ιουλίου στις Κορφές Καλαβρύτων. Κυριακή το πρωί στην εκκλησία της Γέννησης της Θεοτόκου για το «καθιερωμένο» μνημόσυνο για τον ήρωα Σωτήρη Τζουρά. Θείος μου δηλαδή, ο αδικοχαμένος Σωτήρης. Εάν ζούσε σήμερα θα ήταν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου 53 χρονών. Έχω κι εγώ έναν ήρωα στην οικογένεια από την πλευρά της μαμάς μου. Και τώρα που μεγάλωσα, όπως καταλαβαίνεις, καμαρώνω. Ψάλθηκε και «απο…επι…υπο…,ε ε,επι-μνημόσυνη δέηση» ή κάπως έτσι, στο μνημείο των πεσόντων, αυτό το τελευταίο το κατάλαβα καλά, «υπέρ των ηρωικά μαχόμενων ηρώων εκ Καλαβρύτων», όπως ανέφερε ο δήμαρχος στην ομιλία του για κείνους που πολέμησαν στην Κύπρο το 1974.
Κόσμος πολύς είχε κατακλύσει την εκκλησία και τον περίβολο. Άγνωστοί μου άνθρωποι από κάποιον Σύλλογο Κυπρίων της Πάτρας ήταν εκεί κρατώντας ένα γαρίφαλο στο χέρι. Σοβαροί και συγκινημένοι όλοι τους.
Οι γυναίκες ντυμένες άψογα. Οι άντρες κι αυτοί με τα επίσημά τους. Οι θείες της μαμάς με τα μαντήλια όλη την ώρα βουρκωμένες να σκουπίζουν τα μάτια τους. Η γιαγιά να κοιτάζει αγέρωχη τη φωτογραφία του γιου της μπροστά στον δίσκο με τα κόλλυβα. Ένας στρατιώτης μέσα από την ασημένια φωτογραφία, με μπερέ στο κεφάλι και όμορφα χαρακτηριστικά ατένιζε το μέλλον χωρίς να φαντάζεται ότι το σχοινί του θα ήταν τόσο κοντό και τόσο ένδοξο για κείνον και την οικογένειά του.
Η μητέρα μου κατάγεται από τους Τζουραίους, ηρωική οικογένεια των αλαβρύτων. Παντρεύτηκε στην Ακράτα τον πατέρα μου, αλλά κάθε καλοκαίρι περνά με ένα δεκαήμερο του Ιουλίου στο χωριό της. Να φανταστείς ότι 11 άντρες από την οικογένεια της μητέρας μου είναι γραμμένοι στο ηρώο του χωριού. Το χωριό έχει όλους κι όλους 100 κατοίκους.
Ο θείος Σωτήρης ήταν, λέει η μαμά μου, καταδρομέας στην Κρήτη όταν έγινε το ραξικόπημα στην Κύπρο.
Με την εισβολή των Τούρκων βρέθηκε μαζί με άλλους καταδρομείς στο μοιραίο αεροπλάνο πάνω από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Μέσα στην κόλαση του πολέμου και στον πανικό, που είχε σκορπίσει η τούρκικη εισβολή, το αεροπλάνο καταρρίφθηκε από «φίλια καταιγιστικά πυρά». Όπως μου εξήγησε ο πατέρας μου, οι ελληνικές και κυπριακές δυνάμεις νομίζοντας ότι το αεροπλάνο ήταν εχθρικό, το κατέρριψαν. Πού να ’ξεραν οι έρμοι ότι ήταν γεμάτο με Έλληνες φαντάρους που πήγαινε να βοηθήσει;
Από τότε θρηνούμε τον θείο Σωτήρη και τον θυμόμαστε μαζί με τους στρατιώτες τελώντας αυτό το μνημόσυνο. Η τελετή, όπως τη λένε οι μεγάλοι, έχει τη σημασία της για το ορεινό χωριό της Αχαΐας. Στα πρόσωπά τους τιμούμε κάθε χρόνο τους 8 Αχαιούς μαχητές που δεν επέστρεψαν ποτέ στην Ελλάδα και τους 139 στρατιώτες που πολέμησαν στην Κύπρο τότε. Είναι ένα μήνυμα συμπαράστασης, συναδέλφωσης, ένα μήνυμα ειρήνης για όλους τους λαούς.
Η μητέρα κάθε τέτοια εποχή ανεβαίνει στο πατρικό της και μαζί με τις άλλες γειτόνισσες και τις συγγενείς της φτιάχνουν τα κόλλυβα για τον δίσκο -κυριολεκτικά τον κεντάνε-, ζυμώνουν ψωμιά και ψήνουν λαδάτους κουραμπιέδες για να τρατάρουν τον κόσμο που συρρέει στο μικρό χωριό για να τιμήσει τους νεκρούς. Φροντίζουν τους τάφους των νεκρών. Καλλωπίζουν το νεκροταφείο και το μνημείο των πεσόντων. Οι ετοιμασίες είναι πολλές. Η μητέρα μου πάνω από τον νεροχύτη, μπροστά σε ένα βουνό κατσαρολικά αφήνει τα δάκρυά της για τον μικρό της αδελφό να ανακατευτούν με τη ζάχαρη άχνη, τα αμύγδαλα, τον κόλιανδρο και τον μαϊντανό.
Είναι γεμάτη μνήμες και όλη την ώρα λέει στη γιαγιά: «Θυμάσαι, μάνα, τον Σωτήρη, που με έπαιρνε καλικούρα και με πήγαινε στο λιοστάσι; Θυμάσαι που ήρθε τότε να μας αποχαιρετίσει, τι ενθουσιασμό είχε που θα πήγαινε στην Κύπρο να ελευθερώσει τους αδελφούς μας; Τι όμορφος που ήταν, μάνα, ο Σωτήρης μας. Σαν άγγελος! Έλεγα ότι δε θα πεθάνει ποτέ με τόσα νιάτα που κουβαλούσε και τόση χαρά που είχε για τη ζωή». Η γιαγιά, που δεν είχε άλλα δάκρυα να χύσει για τον γιο της όλα αυτά τα χρόνια, συμφωνούσε κι έλεγε πικρά:
«Κι επειδή ήταν άγγελος, μας τον πήρε ο Θεός κοντά του, κόρη μου». Εγώ όταν ακούω κάτι τέτοια μουδιάζω ολόκληρη και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Η τρίχα μου σηκώνεται και αισθάνομαι αμήχανα από τις κουβέντες των μεγάλων. Δε μιλάω. Ακούω με τεντωμένα αυτιά και καμώνομαι ότι έχω δουλειά. Δε θέλω να συμμετέχω. Δε θέλω να με ρωτήσουν τίποτα.
Τον μεγάλο μου αδελφό τον βάφτισαν Σωτήρη για να θυμόμαστε τον θείο μας. Είναι σήμερα 20 χρονών και του μοιάζει πολύ. Η χαρά της γιαγιάς μου είναι απερίγραπτη όταν τον βλέπει. Τον καμαρώνει και κάθε φορά που έρχεται στο χωριό για να τους δει, όλο τον σταυρώνει και του μουρμουράει ευχές. Τον χαρτζιλικώνει κιόλας και με το παραπάνω, αλλά εμείς τα άλλα εγγόνια κάνουμε ότι δε βλέπουμε την αδυναμία της. Εμένα, πάντως, Μαριαλένα και Κυπριανή, εκείνο που μου κάνει εντύπωση στο χωριό είναι η χαραγμένη επιγραφή πάνω στην προτομή του θείου μου: «Τ’ αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται». Έχει μια γενναιότητα ο στίχος, αλλά κάθε φορά που τον λέω απ’ έξω, μου ’ρχεται η εικόνα της γιαγιάς μου με τα βουρκωμένα μάτια και τις ατέλειωτες ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια. Και η αμυδρή εικόνα του παππού μου που έφυγε «σκασμένος από το κακό που του ’λαχε», όπως σιγομουρμούριζε χρόνια τώρα η γιαγιά, πλέκοντας τις δαντέλες της και κουνώντας το κεφάλι της. Και σκέφτομαι ότι ο θάνατος κάθε ανθρώπου χαρίζει πόνο και δάκρυ, σκορπίζει ύπνο με πολλούς εφιάλτες, σαν αυτούς που έβλεπε η μητέρα μου χρόνια μετά τον άδικο χαμό του αδελφού της. Σκορπίζει πολλά «αχ» και «γιατί» που δε βρίσκουν απάντηση. Δεν τον ξεπέρασε ποτέ αυτό τον χαμό η μητέρα μου. Κι ας μη λογιέται ως θάνατος, όπως λέει ο ποιητής, παραμένει μια ανοικτή πληγή στους συγγενείς και στην οικογένεια. Γιατί, είναι, βλέπεις ο φόρος αίματος μεγάλος όταν χάνεται μια νέα ανθρώπινη ζωή.
«Έκανα όνειρα για τον Σωτήρη μου!» έλεγε η γιαγιά μέσα στα αναφιλητά της. Να της καλλιεργήσει τη γη, να προκόψει, να της χαρίσει εγγόνια πολλά εγγόνια, να τον έχει δίπλα της βοήθεια μεγάλη στα γεράματά της. Όλα αυτά τα όνειρα και οι προσδοκίες για τον γιο της πήγαν κατά κάποιον τρόπο όλα χαμένα. Πνίγηκαν σε ένα βαθύ πηγάδι γεμάτο πόνο και αρμυρό νερό από τα δάκρυα.
..απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο της Αναστασίας Ευσταθίου "Χρυσοπράσινοι Φίλοι", εκδ. Ηδύφωνο
Αναστασία Ευσταθίου
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.