Τα πτώματα των δολοφονηθέντων τριών γερμανών αιχμαλώτων [18-20.10.1943] μετά την ανάσυρσή τους από το πηγάδι Ξυδιάς Καλαβρύτων [φωτογρα...
Τα πτώματα των δολοφονηθέντων τριών γερμανών αιχμαλώτων [18-20.10.1943] μετά την ανάσυρσή τους από το πηγάδι Ξυδιάς Καλαβρύτων [φωτογραφία από Αρχείο Σμήναρχου Μίχου]. |
Η χρονολογική σειρά των γεγονότων πριν και μετά το Καλαβρυτινό Ολοκαυτωμα από τα Ντοκουμέντα του Ιστορικού Αρχείου Κανελλόπουλου (Ι.Α.Κ.).
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκεύαση απόδοσης του περιεχομένου της ιστορικής έρευνας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογραφίσεως ή άλλο, χωρίς γραπτή άδεια του Ι.Α.Κ. (Ν 2121/1993)
Σάββατο 11η Δεκεμβρίου 1943
Αυτοψία στον τάφο
των δολοφονηθέντων τραυματιών
Ο Πλωτάρχης Γιέρχαντ Γκρόμαν, ο Ταγματάρχης Βέμπερ και ο υπαξιωματικός Ντόνερτ (Τέρνερ) των SD Πελοποννήσου, διενεργούν σχετική ανάκριση για τις συνθήκες αιχμαλωσίας και εκτέλεσης των Γερμανών αιχμαλώτων. Ανακρίνονται οι Χρήστος Παπανδρέου, Αναστάσιος Κατσίνης, Παναγιώτης Χάμψας, Ντίνος Καλοβρεντής, Αλέκος Καλοβρεντής, Αδαμαντία Αγρίου, Θεόδωρος Παπαβασιλείου, Δημήτριος Σαμψαρέλος, Δωρόθεος Παπαδημητρίου, Αναστάσιος Οικονόμου, Τάκης Σπηλιόπουλος και Παναγιώτης Νικολαΐδης. Από τα στοιχεία του φακέλου της ανάκρισης, ο οποίος τηρείται στα Γερμανικά Αρχεία και αντίγραφο του οποίου κατατέθηκε από τη Γερμανική κυβέρνηση στο δικαστήριο της Χάγης (2011), οι ανακριθέντες αναφέρθηκαν στις ευθύνες του ΕΛΑΣ σχετικά με το θέμα των αιχμαλώτων και συσχέτισαν τα όλα γεγονότα τα οποία διαδραματίστηκαν στην Επαρχία Καλαβρύτων απόρροια της δολοφονίας των τριών Γερμανών αιχμαλώτων στο πηγάδι Ξυδιάς και με την εκτέλεση των 81 Γερμανών αιχμαλώτων στο Μάζι.
Σύμφωνα με τις διαταγές ανελήφθη επιθετική αναγνώριση στην περιοχή Μο(υ)ρόχοβας – Μονής Παναγίας – Δερβινής – Καλυβίων – Παραλογγών – Δεχουνίου – Βερσιτσίου – Λοπεσίου. Διερευνήθηκαν οι περιοχές Μορόχοβα – Πορετζό – Μονή Παναγίας – Παραλογγοί. Συγκεντρώθηκαν περίπου 100 αμνοί και μερικοί βόες και μεταφέρονται στη βάση. Οι οικίες στις οποίες βρέθηκαν όπλα και πολεμοφόδια καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ο οικισμός Μορόχοβα πυρπολήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του. Η 1η ΄Ιλη, που ενήργησε την αναγνώριση, παρέμεινε τη νύκτα της 11 προς 12/12/43 στα υψώματα της Δερβινής. Η 2η ΄Ιλη επέστρεψε το βράδυ από τους Παραλογγούς στα Τριπόταμα. Κατά τα άλλα κανένα ιδιαίτερο συμβάν.
Καλάβρυτα 9.12.1943 (φώτο Αρχείο Τσίλερ) |
Μετά το πέρας των ανακρίσεων για τις συνθήκες δολοφονίας των τριών γερμανών αιχμαλώτων στο πηγάδι Ξυδιάς και γενικά για την αιχμαλωσία των Γερμανών, ο Πτέραρχος Γκρόμαν και η ομάδα Βέμπερ και Ντόνερ, ζητούν την εκταφή των τριών Γερμανών που έχουν ταφεί στο νεκροταφείο Καλαβρύτων και τη διενέργεια νεκροψίας από δύο Γερμανούς ιατρούς τον Αρχίατρο Frang Miller και Alois Wiuppe και τους Καλαβρυτινούς ιατρούς Παναγιώτη Χάμψα και Ντίνο Καλογρεντή. Η εκταφή και η νεκροψία πραγματοποιήθηκε και συντάχθηκε σχετική έκθεση νεκροψίας στην οποία διαπιστώνετε ότι ο θάνατός τους προήλθε από ασφυξία και από τραυματισμό από μαχαίρι.
Μία από τις πρώτες ενέργειες των Γερμανών, μόλις ήρθανε στα Καλάβρυτα, θυμάμαι, ήταν να πάνε κατευθείαν στο νεκροταφείο. Είχα πάει κι εγώ εκεί, τότε ήμουν 12 χρονών παιδί. Είχα καβαλήσει πάνω στη μάντρα του νεκροταφείου και παρακολουθούσα. Οι Γερμανοί είχαν βάλει να σκάψουν, για να ξεθάψουν τους τρεις Γερμανούς αιχμαλώτους. Δεν είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Εκεί διέκρινα τους γιατρούς Χάμψα και Καλοβρεντή. Θυμάμαι τα πρόσωπα των Γερμανών∙ ήταν πολύ αγριεμένοι. Φοβήθηκα. Δεν έκατσα πολλή ώρα εκεί. Δεν κάθισα να τους βγάλουν. Πήδηξα κάτω από τη μάντρα και έφυγα τρέχοντας πανικόβλητος για το σπίτι μου.[1] Στο σπίτι μας έμενε ένας Αυστριακός που ‘χε φέρει δύο μουλάρια κάτω στην αυλή μας. Την Κυριακή αυτός είχε ανοίξει κουβέντα με τον μεγάλο μου αδελφό, τον Χρίστο, που ‘ξερε λίγα Γαλλικά. Μίλαγαν, λοιπόν, και κουβέντα στην κουβέντα... κι απ’ τα λόγια του αυστριακού, φαίνεται ότι ο αδελφός μου κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Πάντως το βράδυ εκείνο ο αυστριακός δεν ήρθε στο σπίτι μας. Το ότι το πράγμα κάπου πήγαινε ήταν ολοφάνερο. Οι Γερμανοί είχαν ζώσει τα Καλάβρυτα, είχαν κάψει τα σπίτια των ανταρτών κι είχαν βρει και τους τρεις αιχμαλώτους δολοφονημένους. Αλλά και η αγωνία και η ανησυχία του κόσμου που ‘βλεπε όλα αυτά, ήταν έκδηλη. Εμείς, η οικογένειά μου ‒οκτώ άτομα‒ είχαμε αμπαρωθεί μέσα στο σπίτι και δεν ανάσαινε άνθρωπος. Μόνο ο αδελφός μου ο μεγάλος με τον πατέρα μου μίλαγαν σιγανά. Οι υπόλοιποι δεν ανασαίναμε. Είχαμε καταλάβει ότι κάτι θα γίνει...
Εκείνο το οποίο θυμάμαι πάρα πολύ καλά είναι από την εκταφή των Γερμανών τραυματιών στο νεκροταφείο, το Σάββατο στις 11.12.43. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου συμμετείχε στην ομάδα εκταφής, μιας και ήταν ένας από τους γιατρούς που κούραρε τους τραυματίες μετά την αιχμαλωσία τους στο ξενοδοχείο «Παράδεισος», όπου νοσηλεύονταν. ΄Υστερα από την αυτοψία και το τελετουργικό που ‘χαν στήσει εκεί οι Γερμανοί ‒Επικήδειοι, απόδοση τιμών‒ επέστρεψε ο πατέρας μου στο σπίτι σαν πικρό χελιδόνι, αμίλητος και καταθορυβημένος. Αυτήν την ανησυχία και τον φόβο μας τα μετέδωσε, όσο κι αν προσπάθησε να αποκρύψει ή να διασκεδάσει.[2] Την άλλη μέρα, Κυριακή 12/12/43, το απόγευμα βρισκόμουν στο ξενοδοχείο. Ξαφνικά ακούστηκαν ριπές πολυβόλων, πολλοί και πυκνοί πολυβολισμοί. Ο εκκωφαντικός ήχος των πολυβόλων προέρχονταν από το χωράφι του Καπή – άγνωστο μέχρι τότε σε μένα, τουλάχιστον σαν ονομασία. Τρέχω στη τζαμαρία που ‘χε το ξενοδοχείο και που φαινόταν πολύ καθαρά ο τόπος του Καπή και βλέπω εκεί πάνω έναν Γερμανό αξιωματικό και το χώμα που «χόρευε» από τις σφαίρες των πολυβόλων. Στρατιώτες και όπλα δεν φαίνονταν. Η εικόνα ήταν πιστή μ’ αυτήν που βλέπαμε κρυφά ‒εμείς παιδιά τότε‒ επί ιταλικής κατοχής στο πεδίο βολής των Ιταλών. Είπα κάτι γίνεται εκεί πέρα. Το ‘πα στον πατέρα μου, ο οποίος γέλασε, αλλά δεν μου απάντησε. Την επομένη μέρα κατάλαβα τι γύρευαν οι Γερμανοί εκεί πάνω: πρόβαραν την εκτέλεση των πατεράδων μας και των αδελφών μας. Την παραμονή το βράδυ η οικογένειά μας ήτανε κομμένη στα δύο. Τα τρία παιδιά τα μεγάλα, τα αγόρια, εγώ δηλαδή, ο Μίμης και ο Βούλης κοιμόμαστε με τη θεία την Κατερίνη στο παλιό μας σπίτι που βρισκόταν κάτω απ’ το νεκροταφείο. Εκεί είχαμε και τα κατοικίδιά μας ‒αιγοπρόβατα, κοτερά‒ που τρέφαμε, για να συντηρηθούμε την περίοδο της κατοχής, είχαμε ζωικές τροφές, σκαπτικά εργαλεία κ.λπ. Λίγο πιο πέρα, κοντά στην εκκλησία βρισκόταν το ξενοδοχείο μας που ο πατέρας μου το είχε μετατρέψει σε νοσοκομείο. Εκεί εκείνο το βράδυ έμειναν ο πατέρας μου, η μάνα μου, τα δυο μικρά μου αδέρφια, ο Νίκος και η Μαρούλα, κι άλλη μία θεία μου. Το μοιραίο εκείνο βράδυ ο πατέρας μου γνώριζε απ’ το Διευθυντή των Φυλακών Καγιάφα το μακάβριο πρόγραμμα της επόμενης ημέρας. Του το ‘χε εκμυστηρευτεί ένας Γερμανός στρατιώτης ‒ίσως σε κάποια κρίση ανθρωπιάς‒ και ο Καγιάφας, προφασιζόμενος ότι η γυναίκα του ήταν άρρωστη, επισκέφθηκε τον πατέρα μου στο ξενοδοχείο και του μετέφερε αυτή την πληροφορία.
Η Α.Α. 116 Μάχιμη Μονάδα Αναγνωρίσεων με οδηγούς Μαζιώτες, με επί κεφαλής τον Πρόεδρο της Κοινότητας γιατρό Γεώργιο Καρκούλια, αναζητούν τα πτώματα των εκτελεσμένων αιχμαλώτων στου Μαγέρου. Περνάνε από τα Βρωσθαινίτικα Καλύβια, παίρνουν 2 άτομα μαζί τους και το βράδυ διανυκτέρευσαν στο χωριό μας. Στις 12.12.43 το πρωΐ, που ξεκίνησαν, πήραν μαζί τους τον χωριανό μας, Θανάση Παπαδημητρόπουλο (Σκάγκιο). Την ίδια μέρα του Αγίου Σπυρίδωνος οι Γερμανοί βρήκαν τα πτώματα των αιχμαλώτων στου Μαγέρου. Τα μάζεψαν σε δύο σωρούς και τα σκέπασαν με λίγο χώμα. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν επί τόπου τους δέκα πολίτες οδηγούς εκτός του γιατρού Γεώργιου Καρκούλια που οι Γερμανοί τον εξαίρεσαν. Τα ονόματα των εκτελεσθέντων πολιτών στου Μαγέρου είναι τα εξής:
Αναγνωστόπουλος Γ. Παναγιώτης (Κούρπας) μαθητής Γυμνασίου, 15 ετών, από Μαζέϊκα.
Γιαννούλιας Α. Αθανάσιος (Σκέρτσος), από Μαζέϊκα.
Γιαννούλιας Π. Γκολφίνος, από Μαζέϊκα.
Κοτσιάς Α. Δημήτριος (Ζές), από Μαζέϊκα.
Μητρόπουλος Γ. Θεόδωρος (Μπομπόκας), από Μαζέϊκα.
Οικονόμου Β. Παναγιώτης (Αζάν), από Μαζέϊκα.
Χασάμπαλης Θ. Γεώργιος (Μπουράκης), από Μαζέϊκα.
Παπαδημητρόπουλος Ι. Αθανάσιος (Σκάγκιος), από Πλανητέρου.
Αντωνόπουλος Κ. Γεώργιος από Βρώσθαινα.
Ζαφειρόπουλος Θ. Παναγιώτης από Βρώσθαινα.
Την ίδια μέρα έκαψαν το Βάλτο και τα μισά σπίτια του χωριού μας και το Σχολείο. Σε όσα σπίτια δεν κάηκαν κοιμόταν δύο, τρεις και πέντε οικογένειες.
----
[1] Μνήμες Ροδόπουλου Στέφανου.
[2] Μνήμες Χάμψα Γεώργιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.