Αξιωματικοί της ΑΑ 116 ομάδας αναγνωρίσεων GNASS στη θέση Διάσελο Κυνηγού, προς αναζήτηση των πτωμάτων των εκτελεσθέντων Γερμανών αιχμαλώτ...
Αξιωματικοί της ΑΑ 116 ομάδας αναγνωρίσεων GNASS στη θέση Διάσελο Κυνηγού, προς αναζήτηση των πτωμάτων των εκτελεσθέντων Γερμανών αιχμαλώτων
Τετάρτη 8η Δεκεμβρίου 1943
Ο Wolfinger εγκαταλείπει την Επιχείρηση Καλάβρυτα
Επιχείρηση «Καλάβρυτα». Η Α.Α. 116 Μάχιμη μονάδα Αναγνωρίσεων Gnass ξεκινώντας με μάχιμα τμήματα (ενισχυμένη Ομάδα Kockert) από τα Μαζέϊκα καταλαμβάνει με έφοδο το Μάζι (7 χλμ. βορειοανατολικά των Μαζέϊκων), για να απελευθερώσει τους 86 γερμανούς αιχμαλώτους. Με εξαίρεση ορισμένους φυγάδες, οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν στις 07/12 στα υψώματα βορειοανατολικά του Μαζίου. Ως άμεσα αντίποινα διετάχθησαν η δια τυφεκισμού εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού και η πυρπόληση των οικισμών. Τα αντίποινα στους Ρωγούς και στην Κερπινή επιβλήθηκαν από τη μάχιμη μονάδα Ebersberger. Τα μηχανοκίνητα τμήματα της ομάδας Gnass που είχαν την εντολή να παρεμποδίσουν τη διαφυγή του εχθρού προς Ν και ΝΔ έφθασαν στο Καστέλι επί της οδού Μαζέϊκων-Τριποτάμων. Η οδός τελεί υπό διαρκή αποκλεισμό. Το 965 Τάγμα Πεζικού Φρουράς στον Πύργο λαμβάνει διαταγή αποκλεισμού της γραμμής Νεμούτας – Λάλα – Δούκα με έναν ενισχυμένο λόχο (Επιχείρηση “Buffel”). Ο Αντισυνταγματάρχης Wolfinger τραυματίσθηκε σε ατύχημα. Την ηγεσία της Επιχειρήσεως «Καλάβρυτα» και της μάχιμης μονάδας Wolfinger αναλαμβάνει ο Ταγματάρχης Heber. Για την εξασφάλιση σημαντικών σιδηροδρομικών στόχων και συναγερμό των ομάδων ασφαλείας τοποθετήθηκαν, κατά μήκος της γραμμής, ελληνικά φυλάκια έγκαιρης προειδοποιήσεως.
Μάνεσι 8.12.1943. 08:00 (από το αρχείο Wolfinger)
O Wolfinger με τους επιτελείς του ετοιμάζει την πορεία του προς τα Καλάβρυτα αφού λίγα λεπτά πριν είχε λάβει την εντολή Le Souir να ισοπεδώσει τα Καλάβρυτα μετά την δολοφονία των 82 Γερμανών αιχμαλώτων (7.12.1943) στο Χελμό (Μαγείρου γερμανογκρέμι) από τον ΕΛΑΣ παρουσία της ομάδας SOE/133 των Άγγλων συνδέσμων.
Αναχώρηση από Μαζέϊκα (της Α.Α. 116) στις 02.00 (08.12.1943), ώστε να φθάσει στο Μάζι με την αυγή. Οι αντάρτες στις 14.00 της 7.12.1943 αποχώρησαν από το Μάζι με τους αιχμαλώτους μας. Δύο ένοπλοι αντάρτες συνελήφθησαν έξω από το Μάζι και τυφεκίσθηκαν μαζί με δύο άλλους υπόπτους. Επειδή στο Μάζι ανευρέθησαν πολεμοφόδια, εκρηκτικά και πολλές άθικτες εξαρτύσεις, το Μάζι καταστράφηκε εκ θεμελίων. Στο Πλανητέρο, κατά τη διάρκεια του πρωινού, ένας πρώην αιχμάλωτος Γερμανός στρατιώτης, βαριά τραυματισμένος και εντελώς εξαντλημένος, συνάντησε τυχαία την Α.Α. 116 Μάχιμη Ομάδα Αναγνωρίσεως και ανέφερε ότι οι αιχμάλωτοι είχαν εκτελεστεί από τους αντάρτες τρεις ώρες δρόμο βορειοανατολικά του Μαζίου και είχαν ριφθεί σε μια χαράδρα. Στις 07.12.1943 η Μάχιμη Ομάδα Kockert έλαβε μέσω ασυρμάτου την εντολή να εντοπίσει τον τόπο της εκτελέσεως και να ανασύρει τους νεκρούς. Η αναζήτηση των νεκρών, από τις 10.00 έως τις 17.00, στην περιοχή του Χελμού, η οποία είναι γεμάτη φαράγγια και δύσβατη, απέβη αυτή τη φορά άκαρπη. Στο Μάζι ακόμη ένας τραυματίας και επιζών των εκτελεσθέντων συνάντησε τυχαία τη μάχιμη ομάδα πριν από την αναχώρησή του και επιβεβαίωσε και αυτός την εκτέλεση, αφού οι αιχμάλωτοι ήδη, κατά τη διάρκεια της πορείας ήταν δεμένοι. Επιστροφή στα Μαζέϊκα στις 23.00.
Με βάση τις μαρτυρίες του πληθυσμού των Μαζέϊκων η Ομάδα Προελάσεως Kockert ξεκίνησε με μια διμοιρία του 3/670 και (δυσ) στις 02.00 για το Μάζι για να ακολουθήσει τους απαχθέντες αιχμαλώτους. Καθώς ως τις 08.00 δεν υπήρξε καμία αναφορά από την Ομάδα Προελάσεως Kockert, μια ίλη Ποδηλατιστών ανέλαβε τη λήψη επαφής. Κατά τη διάρκεια της επιχειρήσεως βρέθηκε εξαντλημένος ο Δεκανέας Donner του 1/749 Λόχου Κυνηγών. Κατέθεσε ότι στις 7.12.43, το βράδυ, οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν και ρίφθηκαν σε μία χαράδρα περίπου δύο ώρες βορειοανατολικά του Μαζίου. Ο ίδιος, λόγω του ότι κατά την εκτέλεση έπεσε σε μια χαράδρα, διασώθηκε. Η προσπάθεια να μεταφέρουν μαζί τον Donner ως οδηγό δεν απέδωσε, διότι ήταν εντελώς εξαντλημένος. Εν τω μεταξύ η Ομάδα Προελάσεως Kockert είχε αναφέρει την άφιξή της στο Μάζι. Το σημείο εκτελέσεως περιγράφηκε στον Λοχαγό Kockert μέσω ασυρμάτου, σύμφωνα με τις καταθέσεις του Δεκανέα Donner, και οι 11/737 και 13/737 Λόχοι Κυνηγών ανέλαβαν την έρευνα. Στην αναζήτηση του σημείου προετράπη επίσης να συμμετάσχει ο πληθυσμός των Μαζέϊκων και των γειτονικών χωριών. Με την έλευση του σκότους η επιχείρηση διακόπηκε από τον Λοχαγό Kockert και η Ομάδα Προελάσεως επέστρεψε στις 19.00 στα Μαζέϊκα με ακόμη έναν επιζώντα (τον στρατιώτη Walter του 1/749 Λόχου Κυνηγών, τραυματισμένο με διαμπερές τραύμα στο λαιμό, με ελαφρώς ψαύουσα βολή στο μάγουλο, τραύμα στο δεξί μπράτσο και ελαφρώς ψαύουσα βολή στο αριστερό χέρι). Ο τοπικός πληθυσμός προετράπη να συνεχίσει την αναζήτηση. Το Τμήμα Αναγνωρίσεως ξεκίνησε στις 10.00, σύμφωνα με τις διαταγές, προς αποκλεισμό της ορεινής διαβάσεως κοντά στην πραγματική συμβολή της οδού βόρεια του Καστελίου. Στις 13.30 έφθασε στην ορεινή διάβαση. Το σχεδιάγραμμα της οδού στο χάρτη 1:100.00 δεν ευσταθεί. Η πραγματική πορεία της οδού: συμβολή της οδού Μαζέϊκων-Καλαβρύτων-Μαζέϊκων-Ολυμπίας βόρεια του Καστελίου. Εκεί είναι το ύψωμα. Πορεία της οδού από το Καρνέσι: περίπου κατά μήκος του χαραγμένου δρόμου προς Καστέλι, από το Καστέλι προς βόρεια-βορειοανατολικά προς Συρμπάνι. Σύμφωνα με νέες διαταγές το Τμήμα Αναγνωρίσεως ξεκίνησε στις 15.00 προς Τριπόταμα για τον αποκλεισμό της προς Βορρά. Στις 17.20 άφιξη στο Σοπωτό. Παρέμεινε εκεί τη νύχτα της 8 προς 9.12.43. Η νύχτα παρήλθε χωρίς ιδιαίτερα συμβάντα. Η Ομάδα Προελάσεως Kockert έλαβε τη διαταγή να προωθηθεί με μηχανοκίνητα ως το Καστέλι και να διενεργήσει εκεί περαιτέρω αποκλεισμό.
Άντρες του ανεξάρτητου τάγματος ΕΛΑΣ Καλαβρύτων
Την 6ην πρωινήν της Τετάρτης 08 Δεκεμβρίου 1943 φθάσαμε στο χωρίον Πλανητέρον όπου οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τους μετέπειτα εκτελεσθέντας εις Μάζι Ρηγόγιαννην και Ιωάννην Τζιτζίκην (Παπαδημητρόπουλος). Προχωρήσαμε προς συνοικισμόν Μάζι χωρίς οι γερμανοί να συναντήσουν ουδεμίαν αντίσταση εκ μέρους των ανταρτών. Την 8ην πρωινήν της 8ης Δεκεμβρίου 1943 οι γερμανικές φάλαγγες έφθαναν στον συνοικισμό Μάζι. Συλλαμβάνουν αμέσως τον εκεί άμαχο πληθυσμό, εκ γυναικοπαίδων (300 άτομα περίπου), που είχεν καταφύγει εκεί από τα Μαζέϊκα όταν επληροφορήθη τον ερχομό των Γερμανών από την Τρίπολιν. Σε μας τους οδηγούς απηγόρευσαν να έλθουμε σε επικοινωνία με τους συλληφθέντας συμπατριώτας μας και να μιλήσουμε μ’ αυτούς. Την 8ην πρωινήν της αυτής ημέρας (08.12.1943) παρουσιάζεται στην μηχανοκίνητο φάλαγγα των γερμανών που είχεν σταθμεύσει στην θέση «Βράχος Βρωσθαίνης» 5-7 χιλιόμετρα έξω από τα Μαζέϊκα και προς το Πλανητέρον ο διασωθείς από την εκτέλεση γερμανός αιχμάλωτος (Ντόνερ) ο οποίος διηγείται τα συμβάντα στους συναδέλφους του και το μηχανοκίνητον τμήμα δίδει σήμα μ’ όλες τις λεπτομέρειες εκ της αφηγήσεως του διασωθέντος γερμανού. ΄Ετσι οι γερμανοί που βρίσκονται στο συνοικισμό Μάζι πληροφορούνται πλέον επίσημα την τύχη των γερμανών αιχμαλώτων. Αρχίζουν αμέσως να πυρπολούν τα σπίτια στο Μάζι, μαζεύουν τα ζώα, τα σφάζουν κ.λπ. Οι γερμανοί παίρνουν τότε τον Ηρακλή Μητρόπουλο και του ζητούν να τους οδηγήσει στη θέση «Μαγείρου» όπου και ο τόπος εκτελέσεως των γερμανών αιχμαλώτων. ΄Ολη την υπόλοιπο ημέρα της 8ης Δεκεμβρίου 1943 ο Ηρακλής Μητρόπουλος περιπλανούσε τους γερμανούς μέσα στο πυκνό ελατοδάσος γύρω από τον τόπο εκτελέσεως των αιχμαλώτων χωρίς να τους οδηγεί στα πτώματα των εκτελεσθέντων. Στην θέση «Κορδέλλες» οι γερμανοί συλλαμβάνουν αντάρτη-σύνδεσμο του ΕΛΑΣ ερχόμενο από την Γκούρα. Τον μεταφέρουν στο συνοικισμό Μάζι, τον δένουν σε μια μουριά και όλη την ημέρα τον τρυπούσαν με ξιφολόγχες. Βάζουν στην γραμμή τα γυναικόπαιδα και τους λίγους πολίτες και βάζουν σκοπό να τους επιβλέπει. Την 12.00 ώρα της αυτής ημέρας (08.12.1943) παρουσιάστηκε στο Μάζι και ο δεύτερος διασωθείς γερμανός αιχμάλωτος (Βαλτέρ) ο οποίος ενημέρωσε τον Επί κεφαλής γερμανό αξιωματικό για τις συνθήκες διαμονής των γερμανών αιχμαλώτων στα Μαζέϊκα κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. ΄Οταν είδε τους κρατούμενους, τριακόσιους (300) Μαζιώτες έξω από την οικία του Κων. Γεωργακόπουλου, στον πλάτανο Παπαγεωργίου, ζήτησε την απελευθέρωσή τους λέγοντας στον Επί κεφαλής Γερμανό Αξιωματικό ότι οι Μαζιώτες στη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους τους φέρθηκαν ανθρώπινα, φιλικά, τους έδιναν τροφή, τους φιλοξενούσαν στα σπίτια τους και γενικά τους φέρθηκαν πολιτισμένα. Αμέσως ο γερμανός αξιωματικός έρχεται σε επαφή με τον ασύρματο με τον Διοικητή του στα Μαζέϊκα και αμέσως διέταξε την απελευθέρωση των Μαζιωτών. Αμέσως οδηγούν εμπρός του τους κρατουμένους Ηρακλή Μητρόπουλο, Τζιτζικόγιαννη και Ρηγόγιαννη με σκοπό ν’ αναγνωρίσει ο διασωθείς γερμανός εάν ούτοι συμμετείχον στην εκτέλεση των γερμανών αιχμαλώτων ή ήσαν αντάρτες. Δεν γνωρίζω τι απήντησε ο διασωθείς γερμανός, αλλά βλέπω ότι αμέσως τους οδηγούν μαζί με τον συλληφθέντα σύνδεσμο για εκτέλεση. Ο Μητρόπουλος με ψυχραιμία θαυμαστή τρέπεται εις φυγή μέσα στο ελατοδάσος και διασώζεται ενώ οι υπόλοιποι εκτελούνται.
Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι παρέμειναν εις Κλειτορία επί ένα μήνα περίπου (πότε στην εκκλησία, σχολείο και μετά στο σπίτι του Αθ. Λουκόπουλου). Οι Μαζιώτες έπαιρναν 2-3 αιχμαλώτους στα σπίτια τους και τους έδιδαν τρόφιμα κρυφά από τον ΕΛΑΣ. ΄Οταν έγινε γνωστό ότι έρχονται Γερμανοί από την Τρίπολη οι αιχμάλωτοι μετεφέρθησαν προς τον Πριόλιθο (απογευματινές ώρες της Κυρακής 05 Δεκεμβρίου 1943) και απ’ εκεί τους οδήγησαν στο συνοικισμό Μάζι την Τρίτη 07 Δεκεμβρίου 1943. ΄Ηταν 80-85 άτομα, απλοί στρατιώτες και αξιωματικοί (Πολωνοί-Γερμανοί κ.λπ.). Την φρούρηση των αιχμαλώτων στο Μάζι ανέλαβε ο Αναστάσιος Ανδρούτσος (Ανδρουτσόπουλος). Από το Μάζι οι αντάρτες οδήγησαν τους γερμανούς προς την θέσιν «Μαγείρου», όπου και τους εξετέλεσαν. Η εκτέλεσις εγένετο την 07 Δεκεμβρίου 1943 την 5η απογευματινή επί παρουσία ΄Αγγλων συνδέσμων. Τους έπαιρναν ομαδικώς 5-10 άτομα, υπό την επίβλεψη του Ανδρούτσου (Κολοκοτρώνη). Στο μέσον του δρόμου προς «Μαγείρου» ο Κολοκοτρώνης τους παρέδιδε στο εκτελεστικό απόσπασμα (ομάδα Χρ. Στασινόπουλου του 11ου Συντάγματος ΕΛΑΣ Αρκαδίας), ο δε Ανδρούτσος (Κολοκοτρώνης) γύρισε στο Μάζι και έσφαξε μία προβατίνα για να φάνε μετά την εκτέλεση. Η εκτέλεσις των Γερμανών έγινε με πολυβόλο. Στον πανικό που εδημιουργείτο και λόγω της νυκτός οι γερμανοί έτρεχαν να σωθούν και εγκρεμίζοντο στο βράχο του «Μαγείρου». Γλύτωσαν 5-6 αλλά σκοτώθηκαν από αντάρτες βαδίζοντας προς Σουδενά. Επέζησαν τελικά μόνο δύο (2) που ενώθησαν με τους Γερμανούς που τους αναζητούσαν (Ντονέρ και Βαλτέρ). Οι Γερμανοί έφθασαν από την Τρίπολη στην Κλειτορία το ίδιο βράδυ που έγινε η εκτέλεσις των Γερμανών (Τρίτη 07 Δεκεμβρίου 1943). Εγκατεστάθησαν στο σπίτι του Φώτη Χρόνη, και την άλλη μέρα πρωί – πρωί και περί ώρα 8.00 (08.12.1943), έφθασαν στο Μάζι. Στη θέση «Βράχος» Γλάστρας εγκατέστησαν την μηχανοκίνητο φάλαγγα, ως και ασύρματο και απ’ εκεί με ζώα και βαρύ οπλισμό (πολυβόλα, κανόνια κ.λπ.) έφθασαν στο συνοικισμό Μάζι. Οι Γερμανοί είχαν επιστρατεύσει ως οδηγούς των, τους Δημ. Αποστολόπουλο, Δημ. Σμυρνή και Ευστάθιο Καραθάνο, γνησίους ΄Ελληνας και καλούς πατριώτας που αναγκάσθηκαν να ακολουθήσουν διότι δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Δεν γνωρίζω πως έμαθαν οι Γερμανοί ότι οι αιχμάλωτοι είχαν μεταφερθεί εις Μάζι. Οι αντάρτες στο στρατόπεδο του συνοικισμού Μάζι δεν διέθετον ασύρματο. ΄
Εχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι ο γερμανόφιλος γιατρός Γιώργος Καρκούλιας, Πρόεδρος της Κοινότητας, ειδοποιούσε τους γερμανούς συχνά με ασύρματο, ανήκε στην Αντικομμουνιστική Σταυροφορία υπό τον λοχαγό Καραχάλιο (Πύργος Ηλείας). ΄Οταν έφθασαν οι Γερμανοί στο Μάζι (08.12.1943) βρήκαν άμαχο πληθυσμό που είχε καταφύγει εκεί από Μαζέϊκα δια να διασωθεί. Συγκέντρωσαν τότε τον πληθυσμό στου Παπαγεωργίου τον πλάτανο, έξωθεν της οικίας Κων. Γεωργακόπουλου, και τον έθεσαν υπό κράτησιν, υπό την φρούρησιν γερμανού στρατιώτου. ΄Αρχισαν αμέσως ανακρίσεις δια να πληροφορηθούν την τύχη των αιχμαλώτων, αλλά ο άμαχος πληθυσμός δεν γνώριζε που είχαν οδηγήσει οι αντάρτες τους Γερμανούς. Περί ώραν 8η πρωινή της αυτής ημέρας (08.12.1943) ο ένας από τους δύο διασωθέντας, από την εκτέλεση, γερμανός αιχμάλωτος καταφθάνει στη θέση «Βράχος» Γλάστρας όπου είχε εγκατασταθεί το μηχανοκίνητο τμήμα των Γερμανών, και δίδει πληροφορίες περί του πώς εξετελέσθησαν οι λοιποί συνάδελφοί του αιχμάλωτοι.
Οι Γερμανοί του μηχανοκίνητου τμήματος δίδουν σήμα, δια του ασυρμάτου των, στα τμήματα που ευρίσκονται στο Μάζι, οι οποίοι ξεκινούν αμέσως δια την ανεύρεσιν των πτωμάτων στον τόπο εκτελέσεως «Μαγείρου». Καθ’ οδόν και έξω από το Μάζι στην εκκλησία ΄Αγιος Δημήτριος συλλαμβάνουν εμένα (Ηρακλή Μητρόπουλο) τον μοναδικό άνδρα που ευρίσκετο ελεύθερος εκείνη την ημέρα στο Μάζι. ΄Εβοσκα εκεί τα πρόβατά μου και δεν είχα ποτέ καμία ανάμειξη στο αντάρτικο κ.λπ.
Με σπασμένα ελληνικά μου δίδουν την εντολή να τους οδηγήσω προς του «Μαγείρου». Φθάσαμε στο διάσελο Μάζι και εκεί ζητούν να πληροφορηθούν ποιο μονοπάτι οδηγεί στην θέση «Μαγείρου». Τους είπα ότι ευρισκόμεθα σε απόσταση μιας ώρας από την τοποθεσία που ενδιαφέρονται. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι μαζί με 100 περίπου γερμανούς στρατιώτας. Βάδιζαν σε σχηματισμό φάλαγγος προς πορείαν, χωρίς καμία ιδιαίτερη προφύλαξη. Καθ’ οδόν με ρωτούσαν «που σκότωσαν οι Παρτιζάνοι τους αιχμαλώτους». Τότε άρχισα να υποψιάζομαι το τι είχε συμβεί και που με πήγαιναν. Βρέθηκα λοιπόν σε μεγάλο δίλημμα, αν δηλαδή θα έπρεπε να οδηγήσω τους Γερμανούς στου «Μαγείρου» όπου είχαν εκτελεστεί οι αιχμάλωτοι ή να βρω τρόπο να κερδίσω χρόνο με απώτερο σκοπό να σωθούν τα συλληφθέντα γυναικόπαιδα στο Μάζι, αλλά και τρόπο να ξεφύγω και εγώ γιατί αμέσως θα με σκότωναν όταν φθάναμε στου «Μαγείρου». Οπότε αλλάζω κατεύθυνση της φάλαγγος και την οδηγώ 300 μέτρα χαμηλότερα προς την «Καστανιά», κάτω από τον τόπο εκτελέσεως των γερμανών. Σαν φθάσαμε στην «Καστανιά», οι γερμανοί τοποθετούν στην θέση «Λαύρα Αλώνι» ασύρματο.
Άρχισαν να με κοιτούν περίεργα γιατί εκεί που τους οδήγησα δεν βρήκαν τίποτε. ΄Αρχισαν να συνεννοούνται μέσω ασυρμάτου, με τα τμήματα που είχαν παραμείνει στο Μάζι και το μηχανοκίνητο που ευρίσκετο στο «Βράχο» Γλάστρας και παίρνουν το δρόμο γυρίζοντας στο συνοικισμό Μάζι. Στο Μάζι ήδη οι Γερμανοί είχαν αρχίσει το κάψιμο των σπιτιών και λοιπών εγκαταστάσεων (στέγαστρα διαμονής ανταρτών, οικίαι Αν. Μαρίνη, Ηρ. Μητροπούλου - Μπιλίτση κ.λπ.). Συνολικώς πυρπόλησαν 30 οικίες στο Μάζι και εκτέλεσαν δύο αντάρτες (Κωστάκη εκ Γορτυνίας και Κορδέλη εκ Φενεού). Εν τω μεταξύ αναβρασμός επικρατούσε στον υπό κράτηση άμαχο πληθυσμό που εφρουρείτο από τον γερμανό στρατιώτη. Προφανώς είχαν καταλάβει τα γυναικόπαιδα τι τύχη τους περίμενε. Από την αμηχανία τους βγάζει ο γερμανός φρουρός που τους σκορπά μέσα στο ελατοδάσος και έτσι σώζονται 300 γυναικόπαιδα. Είχε καταφθάσει στο Μάζι ο διασωθείς από την δολοφονία Αλσατός αιχμάλωτος (Βαλτέρ), ο οποίος έδωσε πληροφορίες στον Γερμανό Αξιωματικό για την συμπεριφορά των Μαζιωτών απέναντι στους αιχμαλώτους. Αυτό συνετέλεσε να μην εκτελεστούν οι συμπατριώτες μου. Την ώρα που συζητούσε ο διασωθείς γερμανός αιχμάλωτος με τους λοιπούς γερμανούς, εγώ ευρισκόμην υπό κράτησιν σε παραπλήσιον σημείον μαζί με τους επίσης συλληφθέντας Τζιτζικόγιαννη και Ρηγόγιαννη. Αμέσως μας οδηγούν μπροστά στον διασωθέντα γερμανό αιχμάλωτο με σκοπό ν’ αναγνωρίσει αν είμαστε και εμείς αντάρτες και αν συμμετείχομεν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αντάλλαξαν οι γερμανοί μεταξύ τους μερικές λέξεις χωρίς να καταλάβω τι είπαν. Μας παίρνουν αμέσως με σκοπό να μας εκτελέσουν, και οδηγούμεθα 100 μέτρα πιο πέρα και στο σημείο που είχαν εκτελέσει τους δύο αντάρτες (Κωστάκη – Κορδελή). Δεν χάνω την ψυχραιμία μου και ενώ οι γερμανοί ετοιμάζονταν δια να μας εκτελέσουν τρέπομαι εις φυγήν στο παραπλήσιο ελατόδασος.
Οι γερμανοί αρχίζουν να φωνάζουν «αλτ-αλτ» και άρχισαν να πυροβολούν, ενώ ταυτόχρονα εκτελούν τον Τζιτζικόγιαννη και τον Ρηγόγιαννη. Εγώ λόγω του εδάφους και της νύχτας και επειδή γνώριζα καλά τον τόπο κατάφερα να γλυτώσω. Τους έφυγα και γύρισα ακακέφαλα και αγνάντευα που έβαζαν φωτιές. Οι γερμανοί έφυγαν νύχτα για τα Μαζέϊκα και απ’ εκεί στην Τρίπολη. ΄Ηλθαν και πήραν τα πτώματα των εκτελεσθέντων αιχμαλώτων ύστερα από 4-5 ημέρες και μετά την εκτέλεση των Καλαβρυτινών.
η ομάδα ΑΑ116 στη θέση Διάσελο κυνηγού με τον επικεφαλής Ίλαρχο Γκνας προς αναζήτηση των Γερμανών αιχμαλώτων
Ραδιογράφημα του Le Suire προς Julius Wolfinger: Οι 81 γερμανοί αιχμάλωτοι στρατιώτες δολοφονήθηκαν κτηνωδώς σε βράχο της περιοχής των Καλαβρύτων από αντάρτες. Σε αντίποινα διατάσσεται η πυρπόληση της περιοχής και η εκτέλεση του πληθυσμού που συνέπραξε με τους αντάρτες. Αναχώρηση από Μαζέϊκα στις 02.00, ώστε να φθάσει στο Μάζι με την αυγή. Οι αντάρτες στις 14.00 της 7.12.1943 αποχώρησαν από το Μάζι με τους αιχμαλώτους μας. Δύο ένοπλοι αντάρτες συνελήφθησαν έξω από το Μάζι και τυφεκίσθησαν μαζί με δύο άλλους υπόπτους. Επειδή στο Μάζι ανευρέθησαν πολεμοφόδια, εκρηκτικά και πολλές άθικτες εξαρτύσεις, το Μάζι καταστράφηκε εκ θεμελίων. Στο Πλανητέρο, κατά τη διάρκεια του πρωινού, ένας πρώην αιχμάλωτος γερμανός στρατιώτης, βαριά τραυματισμένος και εντελώς εξαντλημένος, συνάντησε τυχαία το 116 Απόσπασμα Αναγνωρίσεως και ανέφερε ότι οι αιχμάλωτοι είχαν εκτελεστεί από τους αντάρτες τρεις ώρες δρόμο βορειοανατολικά του Μαζίου και είχαν ριφθεί σε μια χαράδρα. Το Απόσπασμα Kockert έλαβε μέσω ασυρμάτου την εντολή να εντοπίσει τον τόπο της εκτελέσεως και να ανασύρει τους νεκρούς. Η αναζήτηση των νεκρών, από τις 10.00 ως της 17.00 στην περιοχή του Χελμού, η οποία είναι γεμάτη φαράγγια και δύσβατη, απέβη αυτή τη φορά άκαρπη.
Ρωγοί
Στις 8 Δεκεμβρίου 1943, η γερμανική φάλαγγα με έδρα το Αίγιο και Επί κεφαλής τον ταγματάρχη Χανς Εμπερσμπέργκερ (που είχε και το γενικό πρόσταγμα της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» μετά το «ατύχημα» του Βέλφινγκερ), κατευθύνθηκε προς την Κερπινή. Το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου, είχε διανυχτερεύσει στο χωριό Δουμενά. Όπως αναφέρει ο Σταύρος Γκρίντζος από το χωριό Ρωγοί: «… Στὸ δικό μας χωριὸ καὶ τὴν Κερπινὴ εἶχε γίνει ἡ συμπλοκὴ ἀνάμεσα στὸ λόχο τοῦ Σόμπερ καὶ στοὺς ἀντάρτες. Τὸ βράδυ στὶς 7, ὁ παπάς μᾶς μάζεψε στὴν πλατεία. Ἕνας ἀπὸ τὴ συγκέντρωση, ποὺ ἦταν στὴν Κρήτη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γερμανικῆς εἰσβολῆς, μᾶς εἶπε νὰ δραπετεύσουμε. Ὁ παπὰς τόνισε νὰ μὴν προκαλέσουμε τοὺς Γερμανούς. Ὅμως ὁ παπὰς ἀποδείχτηκε πὼς ἔκανε λάθος.
Μὲ τὸ ξημέρωμα, μιὰ ἀπὸ τὶς μονάδες τοῦ Ἔμπερσμπεργκερ, κατέλαβε τοὺς Ρωγούς. Τὸ χωριὸ περικυκλώθηκε καὶ ὅποιος τολμοῦσε νὰ διαφύγει, ἐκτελεῖτο. Ἔψαξαν τὰ σπίτια καὶ ἅρπαξαν ὅ,τι βρῆκαν, ροῦχα, τρόφιμα, μουλάρια, κατσίκες. Τὸ κρασὶ δὲν τὸ πῆραν γιατί φοβήθηκαν μήπως ἦταν δηλητηριασμένο. Οἱ διαταγὲς δίνονταν ἀπὸ τὸν Τέννερ. Ὅταν μεσημέριασε, διέταξαν ὅλους τούς ἄνδρες ἀπὸ 15 ἐτῶν καὶ πάνω, νὰ συγκεντρωθοῦν τὸ ἀπόγευμα στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. Πολλοὶ ὑπάκουσαν τὴ διαταγὴ καὶ συγκεντρώθηκαν στὸ προαύλιο, γιατί ἀκούστηκε ἡ φήμη πὼς οἱ Γερμανοὶ θὰ μᾶς ἀποζημίωναν γιὰ τὰ πράγματα πού μας εἶχαν ἁρπάξει. Ἐκεῖ μᾶς χώρισαν: αὐτοὶ ποὺ ἤθελαν τὴν ἀποζημίωση καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἤθελαν. Ἐγὼ πῆγα στὴν δεύτερη ὁμάδα.
Μετὰ τὸ χωρισμό, οἱ Γερμανοί μας ἔβαλαν στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, λέγοντάς μας πὼς ὁ διοικητὴς τοὺς ἤθελε νὰ μᾶς μιλήσει. Ἐκεῖ βρῆκα τὸν παπὰ Χρῆστο. Μοῦ εἶπε πὼς εἶδε τοὺς Γερμανοὺς νὰ κουβαλοῦν πολυβόλα. Κατὰ τὸ σούρουπο, δυὸ Γερμανοὶ μπῆκαν στὴν ἐκκλησία καὶ διέταξαν ἕξι ἄτομα νὰ βγοῦν στὸ προαύλιο. Τοὺς ἐκτέλεσαν ἐπιτόπου. Ὅσοι ἤμασταν μέσα ψάχναμε τρόπο σωτηρίας γιατί καταλάβαμε πὼς θὰ μᾶς ἐκτελοῦσαν ὅλους. Οἱ Γερμανοὶ ξαναμπήκαν μέσα παίρνοντας δεύτερη ἑξάδα ἀνδρῶν.
Ἀπὸ τὴν κρυψώνα μου, παρακολουθοῦσα τί γινόταν στὸ ἐσωτερικό της ἐκκλησίας. Ἐκτελέστηκαν ὅλοι οἱ ἄνδρες ἐκτὸς ἀπὸ ἐμᾶς. Ἔριξαν μία χειροβομβίδα καὶ ξέσπασε φωτιά. Πήδηξα στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ κατάφερα νὰ διαφύγω πρὸς τὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ.» Περίπου εβδομήντα σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες και μπόρεσαν να σωθούν μόνο πέντε. Ο φόρος αίματος ήταν βαρύς για το χωριό Ρωγοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια Ζαφειροπούλου, που έθαψε συνολικά εννιά άνδρες ηλικίας δεκαοχτώ έως εβδομήντα πέντε ετών. Συνολικά στους Ρωγούς εκτελέστηκαν εξήντα τρεις άνδρες. Και ενώ οι εκτελέσεις στους Ρωγούς και ο πυρπολισμός των σπιτιών ήταν πρωτόγνωρης βιαιότητας, η εισαγγελία του τοπικού δικαστηρίου Ι στο Μόναχο, διαπίστωσε στις 18 Ιουνίου 1972, κατά τη διάρκεια προανακρίσεων σχετικά με την «Επιχείρηση Καλάβρυτα» τα εξής: «… Δὲν μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ ὅτι κατὰ τὴν ἐφαρμογὴ ἀντιποίνων στοὺς Ρωγοὺς ξεπεράστηκαν τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Ἡ καθαυτὸ ἐκτέλεση δὲν ἦταν ἀπάνθρωπη. Θύματα ὑπῆρξαν ἄνδρες ἀπὸ μία συγκεκριμένη ἡλικία καὶ πάνω. Γυναῖκες ἢ παιδιὰ δὲν ὑπῆρξαν ἀνάμεσα στὰ θύματα. Σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι κάποιοι ἀπὸ τοὺς συλληφθέντες ἔχασαν τὴ ζωὴ τοὺς κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς ἐκκλησίας, αὐτὸ συνέβη ἀπλῶς ἐπειδὴ κρύφτηκαν ἐκεῖ μὲ ἐπιτυχία γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἐκτέλεση. {…}.
Αυτή ήταν η επίσημη γερμανική άποψη για τα γεγονότα στους Ρωγούς Καλαβρύτων το 1972. Ο εισαγγελέας έθεσε τις προανακριτικές δικογραφίες στο αρχείο. Επίσημα το γερμανικό κράτος θεώρησε τη σφαγή αμάχων στους Ρωγούς ως ατύχημα-απερισκεψία των κατοίκων. Ποτέ δεν παραδέχτηκαν την ευθύνη της γερμανικής διοίκησης (οι εκτελέσεις στους Ρωγούς έγιναν υπό τις εντολές του Ακαμπχούμπερ (Willibald Akamphuber)), η οποία εφάρμοσε ξεκάθαρα αντίποινα για την εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων στο πλάτωμα του Μαγέρου, την ίδια μέρα! (;)
Την ημέρα της εκτέλεσης, στις 8.12.1943, βρισκόμουν και εγώ μαζί με τον πατέρα μου, μέσα στην εκκλησία του χωριού, την Αγία Βαρβάρα. Οι Γερμανοί την ημέρα αυτή μας συγκέντρωσαν όλους τους χωριανούς στην πλατεία του χωριού. Από εκεί μας πήγαν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Μας είπαν ότι θέλουν να μας μιλήσουν και ότι δεν επρόκειτο να μας πειράξουν. Μας έβαλαν μέσα στην εκκλησία, έκλεισαν την πόρτα και άρχισαν να μας μιλάνε γερμανικά. Κανείς δεν γνώριζε τι έλεγαν. Θυμάμαι, ο ιερέας μας, ο Χρήστος Κανελλόπουλος, τους είπε ότι είμαστε καλοί άνθρωποι και ότι το χωριό μας δεν είχε αντάρτες. Αυτοί είπαν πάλι κάτι στα γερμανικά. Ούτε τότε καταλάβαμε τι έλεγαν. Μετά άρχισαν να μας βγάζουν έξω από την εκκλησία. Στο προαύλιο είχαν στημένα τα πολυβόλα, με τα οποία άρχισαν να μας σκοτώνουν. ΄Εντρομοι ξαναγυρίζαμε πίσω στην εκκλησία. Δεν βγαίναμε έξω. ΄Αρχισαν να μας βγάζουν δια της βίας. Το προαύλιο της εκκλησίας γέμισε πτώματα. Στη συνέχεια έβαλαν φωτιά, για να μας κάψουν ζωντανούς. Εγώ και ο Αθανάσιος Αποστολόπουλος μπήκαμε μέσα στο χωνευτήρι που έβαζαν την κολυμπήθρα. Στο μεταξύ, οι Γερμανοί κάτι έριξαν και η φωτιά πήρε μεγάλες διαστάσεις. Εμείς, τα δύο παιδιά, αρχίσαμε να φωνάζουμε βοήθεια και να κλαίμε. Τότε έρχονται δύο γερμανοί ‒κάτι είπαν μεταξύ τους‒ μας πήραν και μας έβγαλαν έξω. Τον Θανάση τον σκότωσαν στο προαύλιο. Εμένα με τράβηξε ο άλλος γερμανός από το χέρι και πατώντας πάνω στα πτώματα με πήγε προς μια άκρη. Εκεί μου ‘δωσε μια σπρωξιά, για να φύγω. Μικρό παιδί εγώ τότε ‒ήμουν 12-13 χρονών‒ με κοντά παντελόνια, φαίνεται ότι με λυπήθηκε. Τρέχοντας φτάνω στο σπίτι. ΄Ηταν καμένο, στάχτη. Δίπλα στον δρόμο βλέπω τον αδελφό μου, τον Νίκο, και τον γείτονά μας, τον Δημήτρη Ροδόπουλο, μέσα σε μια λίμνη αίματος, ήταν σκοτωμένοι. Τρομοκρατήθηκα. Δεν ήξερα τι να κάμω. Ούτε τη μητέρα μου βρήκα ούτε την αδελφή μου τη Μάρθα. Μόνο μια γειτόνισσα συνάντησα, τη Δέσποινα (Παπαζαφειροπούλου-Γιοβά). Της είπα ότι τους σκότωσαν όλους έξω από την εκκλησία. Θα ‘ταν περίπου 5.30 η ώρα, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Χειμώνας και κρύο. Με είδε ένας φύλακας γερμανός και μου έριξε με το πολυβόλο. ΄Επεσα κάτω. Σούρθηκα και μπήκα μέσα σε ένα αυλάκι. Εκεί έμεινα πολλές ώρες, ήταν και σκοτάδι. Στη συνέχεια πήγα σε κάτι χωράφια. Κανείς ‒εκτός από τη Δέσποινα‒ δεν ήξερε αν ζούσα. Οι γερμανοί έφυγαν κι εγώ είχα γλυτώσει για δεύτερη φορά. ΄Οταν πλέον με μάζεψε η μητέρα μου στο σπίτι, σπίτι δεν υπήρχε, παρά μόνον ένα φουρναριό. Δεν είχε μείνει τίποτα. Ούτε ρούχα ούτε «ανάχρειο», τίποτα! Πείνα και δυστυχία. Μια γειτόνισσα που κατάφερε να σώσει το σπίτι της, μας έδωσε δύο τσόλια, για να κοιμόμαστε, γιατί έκανε κρύο, παγωνιά. Στο νεκροταφείο θρήνος και οδυρμός.
Οι γυναίκες του χωριού ‒κι η αδελφή μου η Μάρθα‒ αγωνίζονταν να ενταφιάσουν τους άντρες τους, τα παιδιά τους και τα αδέλφια τους. ΄Εσκαβαν με τα χέρια τους, γιατί ξινάρια δεν υπήρχαν. Τη νύχτα πήγαιναν τα σκυλιά του χωριού, τους ξέχωναν και έτρωγαν τις σάρκες τους. Μετά από δύο εβδομάδες ήμουν στο χωριό και μου ‘πε ο Γεώργιος Αποστολόπουλος, συνομήλικος, να πάμε παρέα να βρει τα γίδια του. Πράγματι, πήγαμε στον σταθμό του τρένου στη Στάση της Κερπινής. Απέναντι από τον σταθμό υπήρχαν κάτι πελώριοι βράχοι που σχημάτιζαν μεγάλες σπηλιές. Εκεί μέσα ‒χωρίς να τους έχει αντιληφθεί κανένας‒ βρίσκονταν Γερμανοί. Μας συνέλαβαν, εμένα και τον Γιώργο, και μας κράτησαν εκεί τέσσερις ημέρες. Δεν μας έντωναν καθόλου. Και για τη σωματική μας ανάγκη που πηγαίναμε, μας παρακολουθούσαν. Το μέρος αυτό εκτός από την είσοδο είχε και μια μικρή έξοδο που αγνοούσαν οι Γερμανοί. Αυτή την ευκαιρία συνεννοηθήκαμε με τον Γιώργο να την εκμεταλλευθούμε. ΄Ενα πρωί ζητήσαμε ‒με νοήματα‒ από τους Γερμανούς να πάμε στο «μέρος». Για καλή μας τύχη δεν μας ακολούθησε Γερμανός. Τους το σκάσαμε. ΄Οταν το αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί ήταν αργά. Βγήκαν στην είσοδο και άρχισαν τα πολυβόλα να μας χτυπούν, αλλά εμείς είμαστε μακριά. Κι έτσι γλυτώσαμε, εγώ για τρίτη φορά. Τώρα άρχιζε μια άλλη ζωή. Φύγαμε και πήγαμε στη Ροδιά του Αιγίου σε κάποιους συγγενείς και μείναμε περίπου δύο χρόνια. Προσπαθήσαμε σιγά-σιγά να επουλώσουμε τις πληγές μας. Ωστόσο, οι τραγικές εκείνες ημέρες με σημάδεψαν και μ’ ακολουθούν σε όλη μου τη ζωή. Θυμάμαι που είχε πει η συγχωρεμένη η μητέρα μου και η αδελφή μου Μάρθα ότι για δεκαπέντε μέρες δεν κοιμόμουν στο κρεβάτι. Σηκωνόμουν και έπεφτα κάτω στο φλόρι (χώμα). ΄Ετσι και για πολλά χρόνια ήταν η ζωή μου: έπεφτα και σηκωνόμουν, έπεφτα και σηκωνόμουν...».
Άγγλοι σύνδεσμοι της ομάδας SOE 133 με αντάρτες του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου
Κερπινή
Ένα δεύτερο τμήμα της μάχιμης ομάδας του ταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ, κατέλαβε το πρωί της ίδιας μέρας (8 Δεκεμβρίου 1943) το χωριό Κερπινή. Ο τότε νεαρός Γιάννης Σαρδελιάνος, κάτοικος της Κερπινής, θυμάται: «Τὸν Ὀκτώβρη τοῦ 1943, οἱ Γερμανοὶ πέρασαν ἀπ’ τὸ χωριὸ ἀναζητώντας τοὺς αἰχμαλώτους. Κάποιοι ἀπὸ τὸ χωριό, εἶχαν τὴ γνώμη ὅτι ἔπρεπε νὰ κρυφτοῦμε στὰ βουνά. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀποφασίσαμε νὰ μείνουμε στὰ σπίτια, γιατί δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορᾶ ποὺ ἐρχόντουσαν Γερμανοὶ στὸ χωριό. Τὸ πρωὶ τῆς 8ης Δεκεμβρίου, μπῆκαν στὸ χωριὸ περίπου ὀγδόντα στρατιῶτες. Τοὺς ὑποδεχτήκαμε καὶ τοὺς φιλοξενήσαμε. Τὸ ἀπόγευμα οἱ Γερμανοὶ ἐγκατέλειψαν τὸ χωριό, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐπέστρεψαν σὲ μικρὲς ὁμάδες. Τὸ βράδυ χτύπησαν τὶς καμπάνες τῆς ἐκκλησίας καὶ μᾶς διέταξαν ἀπὸ δεκαπέντε ἔως ἑβδομήντα πέντε χρόνων νὰ συγκεντρωθοῦμε στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ, ὅπου μᾶς εἶπαν ὅτι θὰ μᾶς μίλαγε ὁ διοικητής. Ὅλοι μᾶς παραξενευτήκαμε γιατί εἶχε συμβεῖ καὶ ἡ ἥττα τοῦ Σόμπερ τὸν Ὀκτώβρη. Ψάχναμε τρόπο νὰ μὴν πᾶμε στὴν πλατεία καὶ νὰ δραπετεύσουμε.
Οἱ Κώστας Ἀσημακόπουλος, Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος καὶ Ἄγγελος Μπουρής, προσπάθησαν νὰ διαφύγουνε, ἀλλὰ τοὺς προλάβανε οἱ Γερμανοὶ καὶ σκότωσαν τὸν Γιάννη. Οἱ ἄλλοι δυὸ κατάφεραν νὰ δραπετεύσουν, ἀλλὰ δὲν ξαναφάνηκαν. Τὴν ἴδια στιγμὴ πυρπολοῦσαν καὶ τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ. Ἔριχναν μία σκόνη ἄσπρη ποὺ ἔπαιρνε ἀμέσως φωτιά.» Σε όσους άντρες είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία, ανακοινώθηκε στη συνέχεια, ότι η ομιλία που θα γινόταν από τον Γερμανό διοικητή, δεν θα πραγματοποιόταν στην πλατεία, αλλά σε περιοχή έξω από το χωριό. Την πομπή από την πλατεία προς νέο τόπο συγκέντρωσης, την περιοχή Λιθάκια, την ακολούθησαν και οι γυναίκες του χωριού, ίσως αντιλαμβανόμενες την κρισιμότητα της κατάστασης. Μια έγκυος γυναίκα τράβηξε την προσοχή των στρατιωτών με αποτέλεσμα δύο άνδρες να δραπετεύσουν. Μετά από μια ώρα πορείας, η πομπή έφτασε στην τοποθεσία Λιθάκια, η οποία περιβάλλεται από βάτα και πυκνά πλατάνια. Εν τω μεταξύ, από το πρωί ο Εμπερσμπέργκερ είχε διατάξει να μείνουν εκεί δύο σκοπευτές, με αποστολή να στήσουν τα πυροβόλα έτοιμα για εκτέλεση. Παρά το αδύνατο της διαφυγής, ένας από τους άνδρες της πομπής, ο Δημήτρης Ασημακόπουλος, έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διαφύγει. Όμως, οι Γερμανοί φρουροί το αντελήφθησαν και τον εκτέλεσαν επιτόπου. Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, η εκτέλεση είχε πραγματοποιηθεί. Όταν τελείωσαν το εκτελεστικό έργο τους, οι Γερμανοί επέστρεψαν στο χωριό και συνέχισαν την πυρπόληση των σπιτιών. Συνολικά εβδομήντα οχτώ σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες. Εν τω μεταξύ, οι γυναίκες του χωριού, βρήκαν την επόμενη μέρα τους νεκρούς τους και τους μετέφεραν πάνω σε αυτοσχέδιες ξύλινες σκάλες, στο νεκροταφείο του χωριού, θάβοντάς τους εκεί. Συνολικά, εκτελέστηκαν στην Κερπινή τριάντα πέντε άνδρες σύμφωνα με Γ. Κωνσταντοπούλου, ενώ σύμφωνα με την Ελληνική Χωροφυλακή τριάντα επτά. Ο μόνος που σώθηκε από την ομαδική εκτέλεση στην τοποθεσία Λιθάκια, ήταν ο Φίλιππος Γκρίντζος. Την στιγμή που το γερμανικό απόσπασμα τους πυροβολούσε, ο αδερφός του στεκόταν όρθιος μπροστά του. Οι πρώτες ριπές σκότωσαν τον αδερφό του, ο οποίος έπεσε πάνω στον Φίλιππο και τον έριξε στο έδαφος ζωντανό, μέσα σε λίμνη αίματος. Όταν ο Γερμανός αξιωματικός έδωσε τις χαριστικές βολές, ο Φίλιππος έμεινε ακίνητος σαν πεθαμένος και δεν τον υποψιάστηκε. Μετά το πέρας της εκτέλεσης, και αφού έφυγε το απόσπασμα, ο Φίλιππος, τρομοκρατημένος έτρεξε στις γυναίκες του χωριού και τους ανήγγειλε τα γεγονότα. Μάλιστα τους ανέφερε πως μέσα από τον σωρό των πτωμάτων, ακούγονταν τα βογκητά κάποιου βαριά τραυματισμένου. Ήταν ο βαριά τραυματισμένος, δάσκαλος του χωριού, Δημήτρης Παντελής. Οι γυναίκες τον μετέφεραν στο χωριό, του προσέφεραν τις πρώτες βοήθειες, αλλά υπέκυψε στα τραύματά του.
Κερπινή. 8 Δεκεμβρίου 1943. Ημέρα Τετάρτη. Μια ηλιόλουστη μέρα. Οι Γερμανοί μπήκαν το πρωί στο χωριό. Καθώς βγήκαν πάνω στο Σταυρί, ρίξανε δύο όλμους σε κάτι πρόβατα. Αυτά σκιαχτήκανε και γυρίσανε πίσω. Εγώ κάτι καταλάβαινα κι έλεγα: «Δεν είναι καλά τα πράγματα». Από την παραμονή είχαμε μάθει ότι έρχονται οι Γερμανοί και δεν φύγαμε. «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Είχαμε πέσει θύματα της 5ης Γερμανικής Φάλαγγας, που προπαγάνδιζε ότι δεν θα μας πειράξει. Εγώ, αν και ήμουν νεότερος, τους έλεγα να φύγουμε, ενώ ο Πρόεδρος κι οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι, δεν φεύγανε λέγοντας ότι: «Θα μείνουμε εδώ. Εμείς δεν έχουμε κάνει τίποτε. Αν φύγουμε, θα μας κάψουν τα σπίτια». ΄Οσοι κάτοικοι είχαν φύγει επέστρεψαν κατά το μεσημέρι, αφού μάθανε ότι οι Γερμανοί δεν θα πείραζαν κανέναν. Το χωριό τους υποδέχτηκε και τους περιποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο (φαγητά-κρασιά). ΄Ολη μέρα δεν έδειξαν τις διαθέσεις τους. Δεν παρουσίασαν τίποτε το ύποπτο. ΄Ηταν ήσυχοι, ειρηνικοί. Το απόγευμα άρχισαν να φεύγουν και να εγκαταλείπουν το χωριό, παίρνοντας το δρόμο προς τα Καλάβρυτα. Αυτοί όμως δεν φύγανε. Παρίσταναν ότι φύγανε και πήγαν στον τόπο της εκτελέσεως ‒ στη Λιθακιά. Στήσαν τα πολυβόλα τους και ξαναγυρίσανε. Πιάσαν το χωριό γύρω-γύρω. Κοιτάξανε να μαζέψουν τον πληθυσμό από 15 ετών έως 60, να τους βάλουν δήθεν λόγο. Ενώ ξεκίνησαν αυτά, άρχισαν τις σποραδικές εκτελέσεις και πυρκαγιές μέσα στο χωριό. Γιατί είχαμε οκτώ-εννιά θύματα μέσα στο χωριό. Πιάνανε έναν, μπαμ του τη δίνανε και μετά φωτιά στο σπίτι. Εδώ απέξω απ’ το σπίτι μου, τον Πρόεδρο του χωριού, τον ξεκοίλιασαν. ΄Ερχονταν με ένα δεμάτι αραποσίτια για να κάψουν το σπίτι το δικό μας. Είχαν κάψει του Γιαννίκου το σπίτι. Ερχόμενος ο Πρόεδρος και περνώντας από εδώ συναντήθηκε με τον Γερμανό, ο οποίος τον ξεκοίλιασε με τη λόγχη και πέθανε εδώ απέξω. Δεν τον σκότωσε με όπλο, με τη λόγχη. Το άλλο παιδάκι, τον Κώστα τον Καλλιά, που ήταν άρρωστο μες στο σπίτι του, το βγάλανε έξω και το σκοτώσανε μπροστά στους δικούς του. ΄Εναν άλλον, τον Θοδωρή τον Στεφανόπουλο, που διαμαρτυρήθηκε, όταν κάποιος Γερμανός του πήρε το ρολόι, ο Επί κεφαλής Γερμανός του το επέστρεψε, αλλά καθώς έκανε να φύγει προς τα κάτω, τον χτύπησαν από πίσω, τον σκότωσαν και του πήραν και το ρολόι. Οι Γερμανοί καίγαν και σκότωναν όποιον έβρισκαν. Οι κάτοικοι έντρομοι τρέχανε να κρυφτούν μέσα στα ρέματα. Αρκετοί πρόλαβαν και κρυφτήκανε. ΄Οσους καταφέρανε να μαζέψουν, τους βάλανε στη γραμμή και τους πήραν. ΄Αρχισε να νυχτώνει, αλλιώς θα μάζευαν πολύ περισσότερους. Εμείς όλη νύχτα δεν ξέραμε τίποτα για το δράμα που παίχτηκε μετά από λίγο πιο κάτω από το χωριό, στον Λιθακιά.
Θρήνος για τους σκοτωμένους και για ‘κείνους που πήρανε. Κλάμα, σκουζμάρια, μοιρολόγια, ουρλιάσματα σκύλων, φωτιές, φόβος, επικρατούσαν από άκρη σ’ άκρη του χωριού εκείνη την παγερή νύχτα. Τα σπίτια καίγονταν. Οι γυναίκες προσπαθούσαν να σώσουν κάτι από το νοικοκυριό τους. Οι φλόγες, μέσα στο κρύο, έφταναν ως τον ουρανό κι έκαναν τη νύχτα μέρα. Οι καπνοί μας πνίγανε. Η Καρλοβίτσα κι οι Κουρπές είχαν φωταγωγηθεί από τις φωτιές των καιγόμενων σπιτιών, ενώ οι καπνοί είχαν σκεπάσει τον ουρανό, για να μη βλέπουν τα αστέρια την καταστροφή των δολοφόνων. Με το φως της ημέρας έφτασε το φοβερό μαντάτο. Οι άνθρωποί μας κείτονταν μακελεμένοι στου Γκρίντζου το χωράφι. ΄Αλλος σπαραγμός, άλλο κλάμα. Οι πιο ψύχραιμοι μαζί με τις γυναίκες μεταφέρουν τους αδικοσκοτωμένους πάνω σε σκάλες και κουβέρτες στο νεκροταφείο του χωριού. Γέμισε το νεκροταφείο κορμιά σακατεμένα. ΄Ενας θρήνος, ένα αδιάκοπο μοιρολόι ακουγόταν παντού. Με χέρια, με ξύλα και με σίδερα ανοίχτηκαν στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη τάφοι ρηχοί κι εκεί τα άψυχα κορμιά των ανθρώπων μας σκεπάστηκαν με λιγοστό χώμα. Ο γερο – πάπα Θόδωρος, λίγο τους διάβαζε, παρηγορούσε όσους μπορούσε, τι άλλο να τους έκανε; ΄Ενας γλύτωσε από τη σφαγή, ο Φίλιππος ο Γκρίντζος. ΄Ενας βαριά τραυματίας, ο δάσκαλος, ο Δημητράκης Παντελής, πέθανε μετά από δεκαεφτά ημέρες. Αλλά το δράμα δεν τελείωσε εδώ. Μείνανε πίσω οι χήρες και τα ορφανά. Τα ερείπια και τα χαλάσματα. Η δυστυχία και η απόγνωση. Η ανηφόρα του μαρτυρίου. ΄Ετσι γράφτηκε η τραγωδία του χωριού μου, της Κερπινής, από τους στυγερούς δολοφόνους Γερμανούς στις 08.12.1943.
Μέγα Σπήλαιο ‒ ΄Ανω – Κάτω Ζαχλωρού
Μια τρίτη υποομάδα της φάλαγγας του Εμπερσμπέργκερ, άλλαξε πορεία και ακολούθησε το φαράγγι του Βουραϊκού με κατεύθυνση τα μοναδικά χωριά μέσα στο φαράγγι που εκτείνονται εκατέρωθέν του, την Άνω και Κάτω Ζαχλωρού. Από αυτή την υποομάδα, ένα
τμήμα της υπό τη διοίκηση του Χάινριχ Κλό (Kloh), κατευθύνθηκε προς το χώρο του μοναστηριού του Μεγάλου Σπηλαίου. Η Κάτω Ζαχλωρού βρίσκεται πάνω στην σιδηροδρομική γραμμή, ανάμεσα σε Καλάβρυτα και Διακοπτό. Ακριβώς πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό, υψώνεται η κατακόρυφη βουνοπλαγιά με το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου. Η ομάδα αποτελούμενη από εβδομήντα άντρες περίπου, εισέβαλε στα χωριά το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου και άρχισε την καταστροφή και τη λεηλασία. Οι κάτοικοι προσπαθούσαν να κρύψουν τα υπάρχοντά τους, αλλά οι Γερμανοί έμπαιναν στα σπίτια με τη βία, με σκοπό να συγκεντρώσουν όλους τους άνδρες του χωριού. Ο περισσότερος ανδρικός πληθυσμός των χωριών εργαζόταν στην ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς Αθηνών Πελοποννήσου). Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί είχαν προμηθεύσει τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους με ειδικές ταυτότητες, για να μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα, χωρίς ειδική άδεια. Ένας από τους συλληφθέντες, ο Χρύσανθος Μητρόπουλος, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει αυτή την ταυτότητα, για να πείσει τους Γερμανούς να τον αφήσουν ελεύθερο. Πράγματι, ο Γερμανός αξιωματικός τον ξεχώρισε από τους άλλους άνδρες, (που στο μεταξύ συγκεντρώνονταν στην πλατεία του χωριού), μαζί με άλλους εφτά συναδέρφους του. Αυτοί οι εφτά ήσαν οι εξής: Σταύρος Κακαβάς, Χρήστος Λαγιάκος, Χρήστος Μητρόπουλος, Χρύσανθος Μητρόπουλος, Νίκος Μητσόπουλος, Κώστας Μητρόπουλος (Μάλλιος) και Κώστας Μητρόπουλος (Σερέτης). Τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους τους έκλεισαν στο κτήριο του σταθμού. Αυτή η εξαίρεση έγινε καθώς οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν κατά κόρον το σιδηροδρομικό δίκτυο για τη μεταφορά στρατιωτικού προσωπικού και υλικού. Η ομάδα των μη σιδηροδρομικών υπαλλήλων, σύνολο δεκατρείς συλληφθέντες, οδηγήθηκαν στη θέση Κατωγάκια, όπου από τη μια πλευρά είναι η απότομη πλαγιά του βουνού και από την άλλη το ποτάμι του Βουραϊκού. Δίοδος διαφυγής δεν υπήρχε. Το γερμανικό απόσπασμα έστησε ένα οπλοπολυβόλο στη σιδηροδρομική γραμμή και άνοιξε αμέσως πυρ. Τέσσερεις άνδρες, οι Γιωργάκης Καραπαναγιώτης, Αγγελάκης Μητρόπουλος, Κώστας Πλιατσικούρας και Γιωργάκης Βασιλόπουλος, δεν τραυματίστηκαν από τις πρώτες σφαίρες και πρόλαβαν να δραπετεύσουν μέσα στο ποτάμι. Δύο από αυτούς κατάφεραν να περάσουν στην απέναντι όχθη και να ειδοποιήσουν την Άνω Ζαχλωρού, ενώ οι άλλοι δύο κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Στην Κάτω Ζαχλωρού την νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου 1943 εκτελέστηκαν εννιά άνδρες. Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην Κάτω Ζαχλωρού, άλλοι Γερμανοί ανηφόρησαν προς την Άνω Ζαχλωρού και βρήκαν μόνο έξι άνδρες. Οι υπόλοιποι είχαν κατέβει στα κτήματά τους στην παραλία του Αιγίου για γεωργικές εργασίες.
Οι Γερμανοί συνέλαβαν τους έξι που βρήκαν και χωρίς καθυστέρηση τους εκτέλεσαν στην περιοχή Λαγκαδάκι. Παράλληλα με τα τεκτενόμενα στα δύο χωριά, η ομάδα πορείας υπό τον Κλό κατέλαβε τους χώρους του μοναστηριού του Μεγάλου Σπηλαίου. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθούμε επιγραμματικά στην ιστορία του ιστορικού αυτού μοναστηριού. Το μοναστήρι κτίστηκε το 361 μ.Χ. από δύο μοναχούς, τον Συμεών και το Θεόδωρο. Στη μακραίωνη ιστορία του έχει καταστραφεί αρκετές φορές: το 1400, το 1640, το 1934 από πυρκαγιά και στις 14 Δεκεμβρίου 1943, όταν κάηκε από τους Γερμανούς μετά το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Το σημερινό μοναστήρι είναι ένα κτήριο οκτώ ορόφων, στην ανατολική πλευρά του φαραγγιού του Βουραϊκού. Στο χαμηλότερο σημείο του φαραγγιού, βρίσκονται οι γραμμές του μικρού οδοντωτού σιδηροδρόμου, που ενώνει το παραλιακό σιδηροδρομικό δίκτυο με την πόλη των Καλαβρύτων. Με την άφιξη των Γερμανών, στις πρωινές ώρες της 8ης Δεκεμβρίου μερικοί από τους μοναχούς απουσίαζαν από το μοναστήρι, οι υπόλοιποι τους φιλοξένησαν και η στάση τους ήταν φιλική απέναντί τους. Το απόγευμα όμως οι Γερμανοί άρχισαν να κατηγορούν τους μοναχούς, πως δέχονταν την αγγλική αποστολή και πως υπέθαλπαν τους αντάρτες της περιοχής. Οι μοναχοί αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, το γερμανικό απόσπασμα διέταξε όλους τους μοναχούς και τους προσκυνητές της μονής να κατεβούν στην αυλή, ακόμα και οι άρρωστοι (ο μοναχός Γαβριήλ Κόσσυφας, ηλικίας 88 ετών, ήταν κατάκοιτος και δεν μπορούσε να περπατήσει.
Όμως δεν εξαιρέθηκε από τους Γερμανούς). Δυο άνδρες κατάφεραν να ξεφύγουν και να μην παρουσιαστούν στην συγκέντρωση. Ήσαν ο Αγγελής Γιαννόπουλος, ο βοσκός του μοναστηριού και ο μοναχός Δανιήλ Αγγελετόπουλος, γέρος ερημίτης που ζούσε σε ένα καλύβι, ξεκομμένος από το μοναστήρι. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν μέσω ενός στενού μονοπατιού σ’ έναν πελώριο βράχο με μια μικρή επίπεδη επιφάνεια στο πάνω μέρος του, το Αλωνάκι (σημ. Ψηλός Σταυρός). Από κάτω υπήρχε γκρεμός εκατό περίπου μέτρων. Δυστυχώς, λόγω έλλειψης αυτοπτών μαρτύρων ακόμη και σήμερα, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε επακριβώς τον τρόπο εκτέλεσης των μοναχών-προσκυνητών.
Πάντως τα θύματα βρέθηκαν από τις τρεις γυναίκες που βρίσκονταν τότε στο μοναστήρι, κατακρημνισμένα από το Αλωνάκι. Οι νεκροί ανέρχονται σε δεκαπέντε. Ανάμεσά τους και ο ογδονταπεντάχρονος αναπληρωτής του ηγουμένου Γαβριήλ Κόσσυφας και ο νεώτερος δεκαοχτάχρονος δόκιμος Ηλίας Άτσαρος. Το ίδιο βράδυ ο διάκος Καλλιόπιος Ασημακόπουλος και άλλοι έξι άνδρες, επέστρεφαν στο μοναστήρι από τα κτήματα που είχε το μοναστήρι στην περιοχή Τρυπιά Αιγίου. Εκεί είχαν πάει για την συγκομιδή του λαδιού, καθότι το μοναστήρι ακόμη και σήμερα κατέχει μεγάλη περιουσία στην περιοχή του Αιγίου. Μη γνωρίζοντας για την παρουσία των Γερμανών στην περιοχή, έπεσαν σε ενέδρα. Το γερμανικό απόσπασμα του Κλό τους εκτέλεσε, παίρνοντας μαζί τους και τα ζώα που ήσαν φορτωμένα με λάδι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ογδοντάχρονου αρχιμανδρίτη της μονής του Μεγάλου Σπηλαίου Ανδρόνικου Θεοδωρόπουλου, ο οποίος κλήθηκε να καταθέσει την άποψή του στις 14/10/1945 σχετικά με τα γεγονότα στο μοναστήρι, αναφέρουμε τα ακόλουθα: «στὶς 8 Δεκεμβρίου 1943, κατὰ τὶς πρωινὲς ὧρες, ἦρθε στὸ μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου μία μονάδα τῆς γερμανικῆς Βέρμαχτ.
Ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες καὶ γύρω στὶς 17:00 συνέλαβε ὅλους τους πολίτες καὶ τοὺς μοναχοὺς ποὺ βρίσκονταν στὸ μοναστήρι, τοὺς ὁδήγησε 1 χλμ. μακριὰ ἀπὸ αὐτὸ καὶ τοὺς ἔριξε ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκόμενους βράχους σὲ ἕνα γκρεμὸ βάθους 100 μ... Τὴν ἴδια ἡμέρα ἐπίσης ἐκτελέστηκαν τὰ ἄτομα ποὺ εἶχαν συλληφθεῖ σὲ ἀπόσταση 1 χλμ». Και ενώ η Άνω και Κάτω Ζαχλωρού πυρπολούνταν, η μάχιμη ομάδα του Κλό κατέστρεψε με την ανατολή του ηλίου, 9 Δεκεμβρίου, τους οικισμούς Αυλές και Αγία Κυριακή. Επίσης κατέστρεψε ολοσχερώς τον σιδηροδρομικό σταθμό της Κερπινής, που βρίσκεται στη βορεινή είσοδο της πόλης των Καλαβρύτων. Ταυτόχρονα ερεύνησαν την ανατολική πλευρά των Καλαβρύτων και εισέβαλαν στα χωριά Σούβαρδο και Βραχνί, τα οποία ήσαν ακατοίκητα, καθώς οι κάτοικοί τους είχαν μετακινηθεί στην περιοχή του Αιγίου για γεωργικές εργασίες. Εκεί όμως είχαν καταφύγει άνδρες από την γύρω περιοχή για να αποφύγουν τις συλλήψεις και εκτελέσεις των Γερμανών, καθότι τα χωριά αυτά είναι δύσβατα και απομονωμένα. Στο Σούβαρδο εκτελέστηκαν έξι άνδρες ενώ στο Βραχνί τέσσερεις άνδρες. Λίγο έξω από την πόλη των Καλαβρύτων, στις 9 Δεκεμβρίου 1943, η ομάδα του Εμπερσμπέργκερ ενώθηκε, καθώς συναντήθηκαν τα τμήματα των Ρωγών-Κερπινής-Μ. Σπηλαίου με την μάχιμη ομάδα του Βέλφινγκερ, περικυκλώνοντας την πόλη σε μεγάλη ακτίνα, αν αναλογιστεί κανείς πως από την άλλη πλευρά η ομάδα του Γκνάς από την Τρίπολη έχει καταλάβει τα νότια της πόλης.
Ζαχλωρού 8 Δεκεμβρίου 1943, ημέρα Τετάρτη. Οι Γερμανοί κατεβαίνουν σκοτώνοντας και καίγοντας από τα χωριά Κερπινή, Ρωγούς, ΄Ανω Ζαχλωρού και φτάνουν στην Κάτω Ζαχλωρού. Θα ‘ταν εννιά η ώρα το βράδυ. Εννιά το βράδυ είναι νύχτα στον μήνα Δεκέμβριο. Αμέσως εξαπλώθηκαν στα σπίτια και συλλάβανε είκοσι κατοίκους. Οι κάτοικοι είναι πολύ περισσότεροι. Κάθε χρόνο, στις 21 Νοεμβρίου φεύγανε οι κάτοικοι, ο παπάς, ο δάσκαλος (κλείνει το σχολείο και μεταφέρεται) και κατέβαιναν στα πεδινά, στα Ζαχλωρίτικα. Επιστρέφανε πάλι την άνοιξη στο χωριό, στις 25 Μαρτίου. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς που συλλάβανε είχαν ακούσει, γιατί είχε διαδοθεί, ότι οι Γερμανοί ανεβαίνοντας προς τα πάνω (Καλάβρυτα) λεηλατούν, μπαίνουν στα σπίτια κι αρπάζουν ό,τι πιο πολύτιμο ή χρήσιμο υπήρχε μέσα. Αυτοί λοιπόν, που επιστρέψανε από τα πεδινά, ήρθαν μόνο και μόνο να προφυλάξουν τα πράγματά τους και, αν τα κατάφερναν, να τα ‘κρυβαν σε ασφαλές μέρος. Αυτό πράξανε και οι δικοί μου ‒ο πατέρας μου και η μητέρα μου‒ κι ένας γείτονάς μας, ο Θόδωρος Σπυρόπουλος με τη γυναίκα του. ΄Ο,τι ρούχα καλά και χρήσιμα είχαν, τα βάλανε κάτω στο υπόγειο και τα καλύψανε με καυσόξυλα. Τους Γερμανούς όμως, απ’ ότι αποδείχτηκε, δεν τους ενδιέφεραν αυτά. Αυτοί ήρθαν μ’ ένα σκοπό: να συλλάβουν, όσους συλλάβουν και να τους εκτελέσουν. ΄Ηρθαν και μπήκαν στο σπίτι μας. ΄Ανοιξαν το δωμάτιο του αδελφού μου του Βασίλη. Του πατάνε τον φακό ‒ τότε δεν υπήρχε ρεύμα. Τον είδαν σκεπασμένο με μια κουβέρτα και δεν του είπαν τίποτα. ΄Ηρθαν στο άλλο δωμάτιο που ήμουν εγώ. Πατάνε τον φακό σ’ εμένα, με βλέπουν. «Κομ», μου είπαν, «Σήκω», μου έκαναν νόημα. Πήγα να βάλω τα παπούτσια μου, μου τράβηξαν μια σπρωξιά και με πέταξαν έξω, ξυπόλητο. Ο πατέρας μου κι οι άλλοι που ήταν στο κάτω πάτωμα, μόλις άκουσαν τη «Γερμανική μπότα», βγήκαν έξω στην αυλή. Από εκεί μας πήραν, εμένα, τον πατέρα μου και τον γείτονα, και μας πήγαν από κάτω απ’ του Μέλιου του Πλιατσικούρα το σπίτι που περνάνε οι γραμμές του τρένου, δίπλα σ’ έναν πλάτανο μεγάλο, στην όχθη του Βουραϊκού. Εκεί μας μαζέψανε όλους. Μας χωρίσανε.
Οι επτά σιδηροδρομικοί στη μία πλευρά και οι δεκατρείς «μελλοθάνατοι» στην άλλη πλευρά. Τους σιδηροδρομικούς τους χρειάζονταν οι Γερμανοί για να κινούν τα τρένα, γι’ αυτό και απέφευγαν να τους εκτελούν. Μάλιστα τους είχαν εφοδιάσει με μια ταυτότητα (κάρτα) με τα στοιχεία τους γραμμένα στα γερμανικά. ΄Ενας σιδηροδρομικός, ονόματι Χρύσανθος, που ‘χε κάνει χρόνια στη Στάση Κερπινής ‒τι του θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή‒ έβγαλε την κάρτα κι άρχιζε να φωνάζει: «Παπίρε. ΄Ιο άις μπάν», δηλαδή «΄Εχω κάρτα κι είμαι σιδηροδρομικός».
Ο Γερμανός την είδε με τον φακό και τον έσπρωξε με τους σιδηροδρομικούς. Μετά έκανε έλεγχο σε όλους ζητώντας τους να δείχνουν την ταυτότητά τους. ΄Ηταν κι ένας άλλος σιδηροδρομικός, φύλακας στις «Πόρτες». Περνώντας από εκεί οι Γερμανοί τον συλλάβανε και τον φέρανε επάνω στη Ζαχλωρού. Ξέχασε, ωστόσο, να πάρει μαζί του την κάρτα του. Την είχε βάλει, πριν πλαγιάσει, μέσα στο πορτοφόλι του κάτω από το μαξιλάρι του. Πρόλαβε, όμως, να φορέσει το υπηρεσιακό του καπέλο. Καθώς γινόταν, λοιπόν, ο χωρισμός σιδηροδρομικών – «μελλοθανάτων», είπε στον Γερμανό: «Εγώ αις μπάν». «Παπίρε» (κάρτα), του ζήτησε εκείνος. «Αις μπάν, καπέλο», αποκρίθηκε ο φύλακας. Τότε πήρε ο Γερμανός το καπέλο και το φόρεσε. «Και εγώ αις μπαν», είπε με νοήματα κι έσπρωξε τον φουκαρά τον φύλακα προς τους μελλοθάνατους. Εγώ, δεκαεφτά χρονών παιδί τότε, ήμουν στην ομάδα των μελλοθανάτων, ενώ ο πατέρας μου στην ομάδα των σιδηροδρομικών. Μ’ έβλεπε από εκεί και ράγιζε η καρδιά του.
Οι Γερμανοί μας έβαλαν σε τριάδες επί της γραμμής του τρένου με πρόσωπο προς τα Καλάβρυτα. Ο πατέρας μου καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Πιάνει έναν Γερμανό και δείχνοντας εμένα του ‘λεγε με νοήματα: «Αυτό δικό μου παιδί». «Νίχτ» του ‘κανε ο Γερμανός. Κίνησε τότε ο πατέρας μου να ‘ρθει στη δικιά μου τη θέση και να πάω εγώ να πάρω τη δικιά του. «Νιχτ, νιχτ, νιχτ», επέμενε ο Γερμανός. ΄Ενας Αυστριακός ‒ψηλός και σωματώδης‒ στεκόταν μπροστά κοντά στον Γερμανό κι έβλεπε τις διαπραγματεύσεις που έκαμε με τον πατέρα μου. Με πολύ μεγάλη προσοχή ‒βοηθούσης και της νύχτας‒ έφυγε από εκεί κι όπως ήμουν εγώ στην τριάδα, έρχεται μπροστά μου, γυρίζει το χέρι του, με γραπώνει από το ύψος του ζωστήρα του παντελονιού μου και καλύπτοντας εμένα με το σώμα του, με πήγε με βηματισμό χελώνας σιγά-σιγά και με άφησε κοντά στον πατέρα μου. Κι έτσι γλύτωσα στο τσακ. Αμέσως μετά τους οδήγησαν 100 μέτρα πιο πάνω κι άρχισαν να τους εκτελούν. Το μυδράλιο, που τους χτύπαγε από πίσω, σταμάτησε σε ένα σημείο κι άρχισε να βαράει μονόπλευρα. Οι τέσσερις ακρινοί, αυτοί που βάδιζαν παράλληλα με την κοίτη του ποταμού, αλλά προς αντίθετη κατεύθυνση, βλέποντας ότι δεν τους πέτυχε κανένα βλήμα, ρίχνουν έναν πήδο και πέφτουν κάτω στο ποτάμι.
Οι τρεις απ’ αυτούς που ήταν κτηνοτρόφοι και ξέρανε τα κατατόπια, από πέτρα σε πέτρα πέρασαν απέναντι και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Ο τέταρτος, ο Αγγελής ο Μητρόπουλος, πατέρας του Γιώργου του Μητρόπουλου, δεν τα κατάφερε να πηδήσει στην άλλη όχθη του ποταμού και να φύγει ψηλά στο βουνό. Κι έμεινε μέσα στο νερό μέχρι τον λαιμό και πίσω από μια πέτρα που τον προστάτευε. Αυτά μας τα διηγήθηκε και μας τα έδειξε ο μπάρμπα-Αγγελάκης μετά από δύο μέρες. Οι Γερμανοί, στο μεταξύ, ρίχνοντας τη χαριστική βολή διαπίστωσαν ότι έλειπαν οι τέσσερις. Υποψιάστηκαν ότι διέφυγαν προς το ποτάμι, μια και προς το βουνό δεν υπήρχε διέξοδος. ΄Αρχισαν τότε να πετάνε χειροβομβίδες στο ποτάμι.
΄Οσο βαρούσε το μυδράλιο ‒εμένα, τους σιδηροδρομικούς, τον οδηγό που τους έφερε από τους Ρωγούς, έναν Δημήτρη Τσελέπη κι έναν άλλο πάλι Ζαχλωρίτη, τον Βασίλη Καραπαναγιώτη, ο οποίος, ενώ είχε κρυφτεί σε κάτι θάμνους πάνω στο σπίτι του, έχασε την υπομονή του, βγήκε κι ήρθε κοντά μας‒ μας είχαν στα γόνατα και μας υποχρέωσαν να φωνάζουμε: «Χάϊ Χίτλερ», «Ζήτω ο Χίτλερ». Φωνάζαμε, τι να κάνουμε; Και μετά μοίρασαν κάτι χαρτάκια που έγραφαν: «Δώσατε τας ευχαριστίες σας στον Ε.Λ.Α.Σ.». Εμείς, δυο-τρεις δηλαδή, τα πήραμε, τα διαβάσαμε και τα πετάξαμε. Το απόσπασμα που εκτέλεσε τους εννέα, αφού τους πετάξανε στο ποτάμι ‒άλλοι βρέθηκαν την άλλη μέρα στην ακροποταμιά κι άλλοι κρεμασμένοι στα πλατάνια‒ γύρισε πίσω, εκεί που βρισκόμαστε εμείς. Δύο Γερμανοί έφυγαν και πήγαν σε μια βρυσούλα –δίπλα εκεί στου Κουβαρά του Παντελή‒ γέμισαν τα παγούρια τους νερό και επέστρεψαν εκεί, σε μας, στον πλάτανο στις γραμμές. ΄Αρχισαν να πλένουν τα αιματοβαμμένα χέρια τους, που ‘χαν πασαλειφτεί κατά τη χαριστική βολή. Στη συνέχεια μας φόρτωσαν από ένα γυλιό τον καθένα και μας ανέβασαν κατακόρυφα για ΄Ανω Ζαχλωρού. Το χωριό μας κάτω καιγότανε. Σχεδόν όλα τα σπίτια ήταν φουντωμένα στη φωτιά. Οι περιουσίες μας χάνονταν. Μόλις ανεβήκαμε λιγάκι, βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα μοναχικό σπίτι, άκαυτο. Σταματήσαμε. ΄Εφυγε ένας Γερμανός και πήγε και του ‘βαλε φωτιά.
Οι υπόλοιποι, ώσπου να πάει και να γυρίσει, άρχισαν να μετρούνται. Βγαίνανε εξήντα εννέα, ενώ ήταν εβδομήντα. Πάλι ξαναμέτρημα. Τίποτα. Ρίξανε δύο κόκκινες φωτοβολίδες. Το «απολωλός» βρέθηκε. Είχε μπλέξει στο βάθος του χωριού μέσα στη νύχτα και στους καπνούς κι είχε χαθεί. Μόλις είδε τις φωτοβολίδες, άρχισε να φωνάζει. Του φώναζαν και οι άλλοι από ψηλά. Ρίξανε τότε μια λευκή φωτοβολίδα, που έλαμψε ο τόπος, Ε, σμίξανε και συνεχίσαμε τον ανήφορο. Φτάσαμε στο καινούργιο σχολείο. Του βάλανε φωτιά. Προχωρήσαμε. Σ’ ένα δρομάκι συναντήσαμε τρεις ΄Ανω Ζαχλωρίτες, μία γυναίκα, έναν Αντρέα Σπυρόπουλο και τον πατέρα του, τον Αγγελή Σπυρόπουλο. Ο ένας κρατούσε μια κούτα τσιγάρα, αυτά τα χύμα, τα «΄Εθνος», ο άλλος μια φιάλη με κρασί, για να τους προσφέρει. Οι Γερμανοί αδιαφόρησαν και προχώρησαν. Φτάσαμε στην εκκλησία. Καιγόταν. Ακούγαμε φωνές. ΄Εκλαιγε μια μάνα που, όπως μάθαμε αργότερα, της είχαν σκοτώσει τα παιδιά στο λαγκάδι. Εκεί, μείναμε σχεδόν καμιά ώρα. Περίμεναν μια φάλαγγα από τους Ρωγούς, για να σμίξουν. Μόλις ήρθε, ξεκινήσαμε πάλι την πορεία, αλλά προς άλλη κατεύθυνση τώρα. Μας κατέβασαν στις γραμμές του τρένου και με οδηγό τον Δημήτρη Τζελέπη από τους Ρωγούς συνεχίσαμε την πορεία προς τη Στάση Κερπινής. Εκεί μας κλείσανε σ’ ένα καλυβάκι, της Κατσανιώταινας, Πολίτα την λέγανε. Τον άντρα της, τον είχαν σκοτώσει λίγο πιο πάνω και δεν το ‘ξερε η γυναίκα. Στη συνέχεια οι Γερμανοί ξεζαλώστηκαν το φορτίο που κουβαλάγανε μέχρι που άρχιζε να χαράζει η μέρα, για να μπουν στα Καλάβρυτα. Το πρωί, λοιπόν, μόλις χάραξε, κοιτάμε, πίνανε το ρόφημά τους. Ετοιμάζονταν να φύγουν. Εμείς που ήμασταν στο καλυβάκι είπαμε: «Παιδιά, ετοιμάζονται να φύγουνε, εμάς θα μας ξεχάσανε». Που να μας ξεχάσουν; Φύγανε οι περισσότεροι και αφήσανε πίσω τους επτά Γερμανούς. ΄
Ηρθαν και μας έβγαλαν από το καλυβάκι. Μας ρίξανε μες στο Σταθμό της Στάσης της Κερπινής κι απέξω έστησαν ένα μυδράλιο. ΄Ενας από τους επτά, ήταν ο αυστριακός που πριν λίγες ώρες με είχε σώσει. Πλησίασε τον πατέρα μου και με νοήματα του έλεγε πως με γράπωσε από τη ζωστήρα και μ’ έσουρνε σιγά-σιγά προς τους σιδηροδρομικούς. Του ‘πε ακόμη ότι καταγόταν από την Αυστρία και ότι είχε κι αυτός τέσσερα παιδιά. Ταλαιπωρημένοι όπως ήμασταν, πεινασμένοι και διψασμένοι, φωνάξαμε κάποια στιγμή την Πολίτα να μας φέρει ένα κανάτι νερό. ΄Εφερε το πρώτο κανάτι, το ήπιαμε. ΄Εφερε το δεύτερο, το ήπιαμε, αλλά δεν μας έφτασε όλο το νερό, είχαμε διψάσει αρκετά. Και της ξαναφώναξε ο Χρύσανθος: «Φέρε άλλο ένα κανάτι νερό». Μόλις το έφερε και πήγαινε να μας το δώσει, ένας ένστολος με γερμανική στολή, την πλησίασε και της είπε σε άπταιστα ελληνικά: «Θα σου γ.... την Π........, εάν τους ξαναφέρεις νερό. Θα σε τουφεκίσω επί τόπου». Εμείς τα χάσαμε. «΄Ωστε υπήρχαν κι ΄Ελληνες;» αναρωτηθήκαμε. Θα ‘χε φτάσει η ώρα 2-2.30, όταν έκανε την εμφάνισή της μία περίπολος από κάτω (από τη Ζαχλωρού), με 7-8 Γερμανούς. Πλησίασαν τους Γερμανούς που μας φυλάγανε και τους ρώτησαν: «Τι είναι αυτοί που είναι μέσα;» «Είναι αις μπαν» (σιδηροδρομικοί)», απάντησαν εκείνοι. ΄Ενας που έπαιζε μια δεσμίδα από σφαίρες στα χέρια του τους είπε στα γερμανικά: «Σε άλλους σιδηροδρομικούς βρήκαμε σφαίρες». Τι είχε γίνει; (Αυτά τα μάθαμε μετά). Στη Στάση Κερπινής κοντά στην τοξωτή γέφυρα, υπήρχε ένα οίκημα, η έδρα της Ομάδας της Γραμμής.
Εκεί έμεναν ο αρχιεργάτης της Ομάδας με τη γυναίκα του ‒λεχώνα τριών ημερών‒ ο υποαρχιεργάτης κι ένας εργάτης, καταγόμενος από την Κούτελη, ονόματι Αντώνιος Παναγιωτακόπουλος. Αυτός είχε κάποιο μπάρμπα στην Αμερική και του ‘χε στείλει ένα ωραίο ρολογάκι ‒απ’ αυτά της τσέπης‒ και το ‘χε στο κρεβατάκι του κρεμασμένο, για να βλέπει την ώρα ο άνθρωπος. Κάποιος από τους πλιατσικολόγους ‒πιθανόν δικός μας ΄Ελληνας που είχαν μαζί τους οι Γερμανοί, το πήρε το ρολόι. Ο Παναγιωτακόπουλος χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί όλη τη νύχτα, ούτε για τους Ρωγούς ήξερε, ούτε για την Κερπινή, ούτε για το Μέγα Σπήλαιο, ούτε για μας τίποτα, πήγε να διαμαρτυρηθεί στον Επί κεφαλής Γερμανό. Του είπε: «Αυτός μου πήρε το ρολόι», κι έδειξε τον πλιατσικολόγο. Αυτός, λοιπόν, που ‘χε αρπάξει το ρολόι, πήγε με τρόπο μέσα στο δωμάτιο κι έβαλε κάτω απ’ το μαξιλάρι του μια δεσμίδα από σφαίρες, για να τον ενοχοποιήσει. Βγαίνοντας έξω φώναξε: «Εγώ δεν πήρα κανένα ρολόι. Να, η δεσμίδα αυτή βρέθηκε κάτω απ’ το μαξιλάρι του». Τον έπιασαν και τον έβαλαν απ’ έξω, σε μια μουριά, και τον σκότωσαν τον Παναγιωτακόπουλο. Στη συνέχεια οι Γερμανοί έβαλαν στη μουριά έναν Κατσάρα, τον υπο-αρχιεργάτη, για να τον σκοτώσουν κι αυτόν.
Η γυναίκα του αρχιεργάτη, μόλις άκουσε τον πυροβολισμό, σηκώθηκε με το μωρουδάκι στην αγκαλιά και βγήκε έξω. Είδε τον έναν σκοτωμένο, τον άλλον στημένο στη μουριά και έπεσε λιπόθυμη κάτω με το μωρουδάκι. Οι Γερμανοί βλέποντας την κατάσταση της γυναίκας, σταμάτησαν τις εκτελέσεις. Ούτε τον υπο-αρχιεργάτη σκότωσαν, ούτε τον αρχιεργάτη. Πέρασε λίγη ώρα, κόντευε τρεις μετά το μεσημέρι. ΄Ερχεται ένας Γερμανός και μας είπε: «Κομ», (βγέστε έξω). «Τελειώνουμε», είπαμε, «θα μας σκοτώσουνε». Τότε άρχισαν οι μεγαλύτεροι να τυλίγουν σε μασουράκι κάτι χαρτάκια (έντυπα της υπηρεσίας), κάποια χαρτονομίσματα ‒άλλος 50 δραχμές, άλλος 100, ό,τι είχε ο καθένας‒ με σκοπό να τα πετάξουν στην Πολίτα, για να τα δώσει στους συγγενείς τους. Οι Γερμανοί, στο μεταξύ, συνέχιζαν να φωνάζουν να βγούμε έξω. Βγήκαμε δειλά-δειλά. «Παρτί», φώναξαν, «φύγετε» και μας έδειχναν προς τα κάτω, να προχωρήσουμε προς τα κάτω, προς τη Ζαχλωρού. Εμείς το πιστεύαμε και δεν το πιστεύαμε. Διστάζαμε. Τελικά επέμειναν και κινήσαμε να πηγαίνουμε προς τα κάτω. Αυτοί στήσαν το μυδράλιο πίσω μας. Κάποιος από μας κοίταξε πίσω κι είδε το μυδράλιο και είπε: «Παιδιά το στήσανε, θα μας πυροβολήσουν τώρα!». Δεν μας πυροβόλησαν. Μόλις χαθήκαμε πίσω από μια στροφή της γραμμής και δεν μας βλέπανε, πήραμε τα πόδια μας, μεγάλοι και μικροί, βάραγαν στο κεφάλι από την τρεχάλα. Φτάνοντας στην τοξωτή γέφυρα, όπου βρισκόταν η αποθήκη με τα εργαλεία της Ομάδας της συντήρησης της γραμμής, είπε ο Χρύσανθος: «Θα μπούμε στην αποθήκη και θα πάρουμε από ένα εργαλείο ο καθένας και θα αρχίσουμε πλέον να περπατάμε σιγά-σιγά κι αν από μακριά δούμε Γερμανούς, θα κάνουμε πως φτιάχνουμε τη γραμμή». Και πράγματι έτσι κι έγινε. Το πτώμα του άτυχου του Παναγιωτακόπουλου, που ‘χαν σκοτώσει πριν λίγες ώρες εκεί στη μουριά οι Γερμανοί, δεν το είδαμε. Περάσαμε με τέτοια ταχύτητα! Φτάσαμε στη Ζαχλωρού. Περάσαμε από εκεί, όπου εκτέλεσαν τους Ζαχλωρίτες. Κοιτάμε μια λίμνη αίμα επί των γραμμών. Σταθήκαμε για να δούμε κάτω στο ποτάμι. Τους περισσότερους τους είχαν μαζέψει οι γυναίκες και τους είχαν πάει στο νεκροταφείο. Τρεις είχαν μείνει κρεμασμένοι πάνω στα πλατάνια. Εκεί όπου τους κοιτούσαμε, κάποιος από μας λέει: «Παιδιά οι Γερμανοί!». Και πράγματι, απάνω στη γέφυρα της Ζαχλωρούς, όπου είναι το εστιατόριο του Γιώργου (Μητρόπουλου) ήταν Γερμανοί. Είπαμε: «Παιδιά, σιγά-σιγά θα πάμε με τα εργαλεία μας».
Οι γυναίκες των άλλων σιδηροδρομικών, η μητέρα μου, ήταν ντυμένες στα μαύρα. Σου λέει «Χαθήκανε-Τους σκοτώσανε!». Μόλις μας είδαν, τρέξανε και μας πνίξανε μέσα στην αγκαλιά τους, στα φιλιά και στα δάκρυά τους. Τη σκηνή την παρακολουθούσε κι ο Επί κεφαλής των Γερμανών∙ ένας αυστριακός, φρούραρχος του Διακοφτού, και σαν να μου φάνηκε ότι δάκρυσε... Τελικά δε μείναμε εκεί παρά ελάχιστα. Συνεχίσαμε. Περπατήσαμε όλη τη νύχτα και φτάσαμε στα Ζαχλωρίτικα. Μετά από δύο μέρες με τον πατέρα μου ανεβήκαμε ξανά απάνω, ήρθαμε στα Καλάβρυτα και είδαμε το φοβερό δράμα.
Οι Γερμανοί ανέβηκαν στο μοναστήρι του Μ. Σπηλαίου στις 8 Δεκέμβρη το πρωί. Οι μοναχοί και το προσωπικό της Μονής έτρεξαν να τους περιποιηθούν. Μάλιστα σε δύο αξιωματικούς έστρωσαν να κοιμηθούν. Το μεσημέρι λοιπόν, μάλλον απογευματάκι ήταν, ήρθε ξαφνικά ένας αγγελιοφόρος με ένα άλογο και έδωσε ένα χαρτί στον αξιωματικό. Μόλις το είδε αυτό, άλλαξε όψη, όπως μου είπαν. Αγρίεψαν και άρχισαν να μαζεύουν τους καλόγερους εκεί στην εκκλησία. Κατέβασαν και τον Γέροντα Γαβριήλ σούρνοντας με τα πόδια και τους πήγαν πέρα στα ισώματα και τους σκότωσαν. Από τη μανία τους δεν γλύτωσε κι ένα καλογεροπαίδι, ο Ηλίας Ατσάρος, που ήταν στην ίδια ηλικία με μένα, δεκατέσσερα στα δεκαπέντε. ΄Ηταν ορφανό. Το είχε φέρει ο Μαριγόπουλος από την Αθήνα. Το ‘χε φέρει εκεί στον Καλλιόπιο και πρόσεχε και τον γέροντα, τον Γαβριήλ. Το καλογεροπαίδι, λοιπόν, την ώρα που οι Γερμανοί είχαν μαζέψει τους καλογέρους, έλειπε. Είχε πάει ψωμί στους Καραμπινιέρηδες απάνω στο φρούριο.
Πώς βρέθηκαν οι καραμπινιέρηδες εκεί; Ακούστε. ΄Οταν παραδόθηκαν οι Ιταλοί στα Καλάβρυτα και πήραν τον οπλισμό τους, οι αντάρτες μας έστειλαν επτά Καραμπινιέρηδες εδώ πέρα και τους ταΐζαμε. Και αυτοί, μόλις κατάλαβαν ότι έρχονται οι Γερμανοί, πήγαν στο φρούριο επάνω. Την κίνηση αυτή, όμως, καθώς και το παιδί που τους πήγαινε το ψωμί, τα είδαν οι Γερμανοί απ’ το απέναντι χωριό (Απάνω Ζαχλωρού). Μόλις το καλογεροπαίδι κατέβαινε στο μοναστήρι, έδωσαν σήμα, το έπιασαν και το οδήγησαν μαζί με τους άλλους. Αργότερα πήγαν προς τα εκεί, προς τα ισώματα, αναζητώντας τους καλογέρους, δύο γυναίκες, του φύλακα και του φούρναρη, και οι τσοπάνηδες, αλλά δεν κατάφεραν να δουν τι είχε συμβεί, ήταν και νύχτα. Την άλλη μέρα πήγαν και είδαν καλύτερα: τους είχαν γκρεμίσει από τον βράχο της Κισωτής. Ειδοποίησαν και τους άλλους καλογέρους στη Ροδιά και στα Τρυπιά. ΄Ηρθαν απάνω, περισυλλέξαμε τις σορούς τους και τους ενταφιάσαμε. Την 1η του Δεκέμβρη εγώ είχα κατέβει με τα πόδια στο Μετόχι, στα Τρυπιά μαζί με άλλους καλόγερους να μαζέψουμε τις ελιές. Οι γέροντες πήγαν με τα ζώα απ’ έξω, από τη Μαμουσιά. Στις 8 του μηνός ο Διάκος, ο Καλλιόπιος, και τα κοπέλια αποφάσισαν να έρθουν επάνω και να φέρουν επτά ζώα φορτωμένα τρόφιμα, λάδια και φαγητό για δύο ασθενείς γέροντες κι ένα παιδί. Μάλιστα έλεγε να πάρει κάτω τον ένα γέροντα να ξεχειμωνιάσει. Οι Γερμανοί είχαν ανέβει εκείνη την ημέρα πάνω στο Μοναστήρι. Πήγε, λοιπόν, ο Καλλιόπιος να πάρει άδεια από το φρουραρχείο του Διακοφτού. Του είπε ο Φρούραρχος: «Μην πας σήμερα, αύριο να πας». «΄Οχι, εγώ θα πάω», απάντησε αυτός. Μάλιστα έναν θείο μου που είχαν κοντά τους τα κοπέλια, τον σκαμπίλισε κιόλας. Τα πήρε τα παιδιά και ήρθαν στα Ρελέικα, πέρασαν από το σπίτι του (από εκεί ήταν ο Καλλιόπιος) και έφυγε, ήρθε πίσω από τον Λαδοπόταμο και βγήκε στην κορυφή του Ψηλού Σταυρού. Μπροστά, όμως, τους βγήκε Γερμανική φρουρά, τους έπιασαν και τους πήγαν στα ισώματα το βράδυ. Εκεί τους εκτέλεσαν και πήραν τα ζώα. Αν ερχόταν από εδώ κάτω ‒από τον δρόμο του μοναστηριού‒ θα έμπαινε και θα τους έβρισκε σκοτωμένους, δεν θα τον έπιαναν. Αλλά είπε: «Θα πάω από πάνω εγώ» και έτσι τον έπιασαν. Πίστεψε ότι αυτοί (οι Γερμανοί) δεν θα βγουν επάνω, στον Ψηλό Σταυρό».
Άντρες του ανεξάρτητου τάγματος ΕΛΑΣ Καλαβρύτων
Τον Δεκέμβρη του ’43 βρέθηκα να είμαι υποταχτικός του γέροντα Ιγνάτιου στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου. Λόγοι επιβίωσης ανάγκασαν την οικογένειά μου να με στείλει εκεί με τη μεσολάβηση του θείου μου του Γιανακλή, αδελφού της μάνας μου, ο οποίος ήταν αδελφικός φίλος του π. Ιγνάτιου. Τα χρόνια εκείνα περνάγαμε πολύ δύσκολα, δεν είχαμε ψωμί να φάμε, επικρατούσε μεγάλη πείνα και δυστυχία. Θεωρούνταν πολύ τυχερός όποιος είχε κάποιον γνωστό σε μοναστήρι. Επιπλέον, παρουσιαζόταν μια ευκαιρία να μάθω κάτι περισσότερο από τα γράμματα που ήξερα και ίσως να κατάφερνα ‒με τη βοήθεια του γέροντά μου‒ να σπουδάσω, που ‘ταν και το όνειρό μου. ΄Ετσι, λοιπόν, βρέθηκα να ζω εκείνη την περίοδο στο μοναστήρι. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, θυμάμαι που κρύβονταν στο μοναστήρι επτά Ιταλοί αξιωματικοί. Τους είχε στείλει η Οργάνωση των Καλαβρύτων ‒με συνοδεία ενός αντάρτη, του Κώστα Νικολάου‒ για ασφάλεια, για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών. ΄Εμεναν στο ξενοδοχείο της Μονής. Τους φρόντιζε η οικογένεια του Γιάννη Μηλιώκα, του φούρναρη, που μαζί με τη γυναίκα του Πατρούλα, που ‘ταν μοδίστρα, και τα δύο τους παιδιά εργάζονταν και ζούσαν στο Μοναστήρι. Οι Ιταλοί μόλις έμαθαν ότι έρχονται από παντού Γερμανοί, έφυγαν και πήγαν να κρυφτούν ψηλά στο Φρούριο. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί τους είδαν με τα κιάλια από το απέναντι Ζαχλωρίτικο βουνό, γιατί άρχισαν να τους ρίχνουν οβίδες. Θυμάμαι, που ‘σκαγαν στα βράχια και πετάγονταν οι πέτρες και σκορπίζονταν στα περιβόλια. Οι Γερμανοί είδαν εκτός των Ιταλών κι ένα παιδί, καλογεροπαίδι, τον Ηλία τον Ατσάρο, υποταχτικό στον γέροντα Γαβριήλ, που το ‘χαν στείλει οι καλόγεροι να πάει ψωμί στους Ιταλούς. Την ώρα που κατέβαινε, το ‘πιασαν οι Γερμανοί, που στο μεταξύ είχαν φτάσει στο μοναστήρι, και το οδήγησαν στο κεντρικό κτήριο της Μονής, που ήταν ακατοίκητο, κι εκεί το βασάνισαν. Θυμάμαι, έσκουζε από το κλάμα, το βαράγανε πολύ άσχημα. Μετά το πήραν κι αυτό με τους άλλους καλογέρους και το γκρέμισαν στον βράχο.
Στις 8 του Δεκέμβρη, λοιπόν, γέμισε το μοναστήρι Γερμανούς: στρατιώτες, μουλαράδες σωρό. Σκορπιστήκαν από δω και από κει με τα πολυβόλα και τα μυδράλιά τους. Εγώ βρισκόμουν μέσα στο κελί (τα κελιά τότε ήταν εξωτερικά, γύρω‒γύρω από την εκκλησία) μαζί με τον Πνευματικό μου, τον π. Ιγνάτιο και τη μοδίστρα, τη γυναίκα του Μηλιώκα, που ‘χε τη μηχανή της εκεί και μας έραβε. Κάποια ώρα ο γέροντάς μου κοιτάζοντας από το παράθυρο του κελιού προς τα «αχούρια» που ‘χαμε ένα μεγάλο ξύλινο κοτέτσι με κότες κι έναν γάλο, είδε μερικούς Γερμανούς στρατιώτες να κυνηγάνε να πιάσουν τον γάλο. Τότε μου είπε: «Ανδρέα, οι Γερμανοί κυνηγάνε να πιάσουνε τον γάλο. Πας κει κάτω, μπας και σε δούνε και τον αφήσουνε;». «Πάω γέροντα», απάντησα εγώ. Ο δρόμος τότε που πήγαινε στο μοναστήρι ήταν στενός και ήταν γεμάτος μουλάρια. Για να περάσεις έπρεπε να ξυστείς πάνω τους. Το δε κελί μας είχε μία ξύλινη και στη συνέχεια μια πέτρινη σκάλα, που έπρεπε να κατέβεις, για να φτάσεις στο δρόμο και διασχίζοντάς τον να πας στα «αχούρια». Κατεβαίνοντας τις σκάλες και φτάνοντας στο δρόμο, είδα τα μουλάρια και φοβήθηκα να περάσω απέναντι. Εκεί πιο πέρα ήταν μια παρέα «Γερμανών» που παίζανε, σπρώχνονταν, γέλαγαν, αστειεύονταν κι έλεγαν ελληνικές αισχρολο¬γίες. ΄Ηταν εκατό τοις εκατό ΄Ελληνες. Τους είχαν ημιονηγούς. Σε μένα δεν δώσανε καμία σημασία. Τέλος πάντων, γύρισα πίσω. «Δεν πήγες;» με ρώτησε ο γέροντας. «Δεν με αφήνουν οι Γερμανοί», του αποκρίθηκα. Τι να του ‘λεγα; ΄Οτι φοβήθηκα τα μουλάρια; Μήπως και θα τους ρώταγε; Δεν ήξερε γερμανικά. «Καλά», είπε, «θα πάω εγώ». Την ώρα που που ‘χα κατέβει κάτω, είδα στο βάθος του δρόμου Γερμανούς που έρχονταν προς τα επάνω μαζί με καλογέρους. Φαίνεται ότι εκείνη την ώρα τους μάζευαν. Κατεβαίνοντας, λοιπόν, ο π. Ιγνάτιος τους συνάντησε χάμω στην πόρτα του κελιού και τον πήραν κι εκείνον. Απάνω στο κελί ανέβηκε ένας βαθμοφόρος Γερμανός μ’ ένα αυτόματο όπλο. Του άνοιξα την πόρτα, προχώρησε μέσα κι άρχισε να ψάχνει στα κρεβάτια και τους καταρράχτες. Στη συνέχεια κάνοντας μια χειρονομία, κάτι είπε στη γλώσσα του, κατέβηκε τη σκάλα κι έφυγε. Εγώ με την Πατρούλα, τη μοδίστρα, πήγαμε κοντά στο παράθυρο και κοιτάζαμε έξω τους Γερμανούς με τα μουλάρια φορτωμένα και μαζί με τους καλογέρους, που εκείνη την ώρα φεύγανε. Είχαν πάρει το δρόμο που βγάζει στο Σούβαρδο. Εμείς καθόμαστε στο κελί και περιμέναμε. Δεν ξέραμε τι συνέβαινε. Στο μοναστήρι βρίσκονταν ακόμη τα παιδιά της Πατρούλας, η Ευφροσύνη κι ο Κώστας, η γυναίκα του μάγειρα, του Αντρέα του Γιανακλή, κι ένα κορίτσι από τη Βυσωκά, η Σοφία Παπαδημητροπούλου μαζί με τον αδελφό της. ΄Εφτασε το απόγευμα τίποτα. Κανένας δεν φαινόταν. Ξεκινήσαμε να πάμε στο κελί του γέροντα Γαβριήλ ‒ενός ηλικιωμένου παπά-καλόγερου, του οποίου τα πόδια δεν βαστάγανε‒ που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία, για να ρωτήσουμε αν γνώριζε κάτι.
Αλλά οι Γερμανοί τον είχαν πάρει σούρνοντας. Συναντήσαμε, ωστόσο, τον γέροντα Δανιήλ, έναν φουκαρά καλόγερο, παραμερισμένο από τους άλλους, σκυμμένο κάτω να μαζεύει σπυριά από αραποσίτι που ‘χαν χύσει οι Γερμανοί, για να ταΐσει τις κότες του. Καθώς έφευγαν οι Γερμανοί, τον είδαν από κάτω, κοντά σε μια παράγκα και δεν τον πείραξαν. Κι αυτός δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη των υπόλοιπων καλογέρων. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τότε ήρθε ένα παιδί φοβισμένο του γερο-Νάσου από τη Ζαχλωρού, που φύλαγε τα γίδια του μοναστηριού. Μας είπε ότι είδε τους Γερμανούς να σκοτώνουν τους καλογέρους στον βράχο της Κισωτής. Φύγαμε για την Κισωτή. Φτάνουμε εκεί. Τι να δούμε! Γιομάτο αίματα το πλάτωμα. Κοιτάζω κάτω σιγά-σιγά στην άκρη, μαυρίλα. Τους είχαν πετάξει κάτω από τον βράχο. ΄Αρχισαν τα κλάματα και του σκουζμάρι οι γυναίκες, φασαρία, κακό. Επέμεναν να πάμε εκεί κάτω, γύρω-γύρω μέσα από τη γκρεμίλα και το δάσος. Εγώ όμως αρνιόμουν, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να είχε ζήσει κανένας πέφτοντας από τόσο ύψος. Είχε πέσει κι η νύχτα, που να πηγαίναμε εκεί κάτω; Γυρίσαμε πίσω. Μαζευτήκαμε και μείναμε στα «αχούρια». Στρωματσάδα όλοι κάτω. Ανάψαμε και φωτιά για να πυρωθούμε, γιατί ήταν χειμώνας. Εδώ μένανε τα κοπέλια του μοναστηριού. Στο μεταξύ δεν πέρναγε και κανένας για να μάθουμε τι γίνεται. Δεν είχαμε επαφή με κανέναν. Μόνο ένα μοιρολόι κάποιου ακουγόταν για ημερόνυχτα κάτω από τη Ζαχλωρού. Μετά από κάνα δύο μέρες πήγαν οι γυναίκες και είδαν το φρικτό θέαμα. ΄Ηταν όλοι σκοτωμένοι. Τους άφησαν εκεί. Ποιος να τους μαζέψει και ποιος να τους θάψει;».
Πώς ο Donner και ο Walter επέζησαν της κατασφαγής και τί τους συνέβη μετά; Για το θέμα αυτό ο Donner αναφέρει: «Μετά, συνέχισα και ήρθα σε χείμαρρο. Συνέχισα κατά το μήκος του χειμάρρου όλη νύχτα και το πρωΐ βρήκα Γερμανούς στρατιώτες. Μου έδωσαν αμέσως να φάω και ένας ιατρός φρόντισε τα τραύματά μου. Χθες, 11 Δεκεμβρίου, με έφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Ο στρατηγός μου είπε ότι γεννήθηκα για δεύτερη φορά». Ενώ ο Walter περιγράφει ως εξής τις ώρες που έζησε μετά τη σφαγή: «Τα χαράματα με ξύπνησαν οι φωνές των ανταρτών που κάτι φώναξαν από το ένα βουνό στο άλλο. Σκαρφάλωσα από το μέρος όπου είχα κρυφτεί στο οροπέδιο. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί και ούτε στον κατήφορο. Το βράδυ έφτασα σ’ ένα χωριό που καιγόταν. Πήγα μέσα στο χωριό και βρήκα μία ομάδα Γερμανών στρατιωτών. Ο φρουρός με προειδοποίησε, εγώ του φώναξα να μην πυροβολήσει».
Ο Αλσατός Charles Mendelin, ένας φίλος του Roger Walter, ήταν μέλος του ΙΙ/737 Jager Regiment, περιγράφει ως εξής τα δραματικά γεγονότα: «Πιάσαμε έναν αντάρτη και το βράδυ έναν δεύτερο, έναν Ιταλό που είχε λιποτακτήσει. Και οι δύο εκτελέστηκαν. Το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου, εκτελούσα υπηρεσία σκοπιάς, όταν αντιλήφθηκα ένα άτομο να με πλησιάζει. «Μη πυροβολήσεις», μου φώναξε, «είμαι Γερμανός στρατιώτης που γλύτωσα από τη σφαγή. Είμαι βαριά τραυματισμένος». Στην αρχή δεν τον γνώρισα. ΄Οταν πλησίασε γνώρισα τον Roger Walter. Δεν ήμουν μαζί όταν ανακάλυψαν και ανέσυραν τους νεκρούς του 5ου/749 γιατί ακολουθήσαμε τους αντάρτες».
Δεκαετίες αργότερα ο Julius Wolfinger, σε επιστολή του στον συγγραφέα, γράφει: «... η μεραρχία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να έχει επικοινωνία με το δικό μου επιτελείο, όταν έπρεπε να μεταδοθεί σημαντική πληροφορία ή διαταγή. Αυτό έγινε στις 8 Δεκεμβρίου στις 5.00 π.μ. όταν το μήνυμα που είχε δοθεί μέσω ασυρμάτου έφτασε σε μένα. Επειδή αμέσως μετά η επικοινωνία από τον ασύρματο διακόπηκε, δεν μπορούσα αμέσως να κάνω την επερώτηση, όπως είχα σκοπό να κάνω και έπρεπε να περιμένω να αποκατασταθεί η επικοινωνία, πράγμα που με τα τότε μηχανήματα, που εύκολα πάθαιναν βλάβες, αργούσε. Επειδή ήθελα να μιλήσω με τον αντιστράτηγο Von Le Suire προσωπικά, γι’ αυτήν την περίπτωση, περιμένοντας επεξήγηση της διαταγής, η αποστολή ενός αγγελιοφόρου θα ήταν μάταιη και θα διαρκούσε και πολύ».
Ο Julius Wolfinger ήθελε, όπως εξομολογήθηκε στον συγγραφέα, να ακυρώσει τη διαταγή για τις εκτελέσεις, αλλά μάλλον αυτό ο διοικητής της μεραρχίας δεν το ενέκρινε ποτέ. Η δραματική αυτή ημέρα, είχε και άλλη κλιμάκωση, όταν δύο ώρες μετά την παραλαβή της διαταγής από τον ασύρματο, το τζιπ με επιβάτη τον Αντισυνταγματάρχη και οδηγό τον στρατιώτη πεζικού Mikesch είχε ένα ατύχημα.
Ο συγγραφέας υποπτεύεται ότι ο Wolfinger επίτηδες προκάλεσε το δυστύχημα, για να αποφύγει την ευθύνη για τα μέτρα που είχαν διαταχθεί. Ο αρχιασυρματιστής Karl Nagel δηλώνει: «΄Ημουν κοντά όταν το τζιπ τουμπάρισε». Ο Wolfinger γράφει στον συγγραφέα: «΄Οτι αφορά το ατύχημά μου με το τζιπ, δεν ήταν προκατασκευασμένο. Σύμφωνα με την αναφορά, το αυτοκίνητο έκανε τρεις τούμπες και είχα τραύματα σε μερικά σημεία και μάλιστα βαρύ τραύμα στην κεφαλή. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει τότε». Μέσα του ο Wolfinger δεν στεναχωριόταν για το ατύχημα, γιατί τώρα η επιχείρηση δεν θα ήταν πια δική του υπόθεση.
Ο Λοχαγός Georg Widman, διοικητής του 8ου/749 Jager Regiment, όπως είχε διαταχθεί, προχώρησε προς την Κάτω Βλασία... Για την πορεία του αυτή διηγείται: «... εκεί αποκαλύψαμε ότι είχαν διαταχθεί αντίποινα από το Ι/749 Jager Regiment με αφορμή τις επιθέσεις των ανταρτών. Είχαμε και επαφές με τον εχθρό και ελαφρά τραυματισμένους».
Η 117 Jager Division έδωσε στο 965ο σύνταγμα πεζικού ενεργοποίηση της διαταγής για την Επιχείρηση «Βούβαλος». ΄Ενα ενισχυμένο τάγμα διατάχτηκε να κλείσει τη γραμμή Νεμούτα-Λάλα-Δούκα, για να μην διαφύγουν οι αντάρτες. Αλλά τέτοια μέτρα αποκλεισμού ήταν σχεδόν μάταια, γιατί οι συμμορίτες φαινόντουσαν σαν να εξαφανίζονται μέσα στο έδαφος. Οι αντάρτες ποτέ δεν σχεδίαζαν να αντιμετωπίσουν στρατεύματα που προχωρούσαν συγκεντρωμένα. ΄Οπου όμως οι Γερμανοί υποτίμησαν τον εχθρό, όπως στις 16-17 Οκτωβρίου, στη μάχη Ρωγών-Κερπινής, το πλήρωσαν ακριβά.
Για τις συνθήκες που επικρατούσαν στα Καλάβρυτα στις 8.12.1943, ο Χαράλαμπος Πετράκος, θυμάται: «Εγώ, από την αρχή, πίστεψα ότι μόνο η φυγή από τα Καλάβρυτα, θα μας σώσει. Βρήκα τους Καλαβρυτινούς φίλους μου, Ηρακλή Τσαβαλά, Ανδρέα Καλιοτζή, Ντίνο Αναστασόπουλο, Αναστάσιο Ζωιτόπουλο, Δήμο Δημόπουλο και άλλους. Μερικοί από αυτούς ήλθαν σπίτι μου και είπαν ότι θα με ακολουθήσουν, άλλοι αρνήθηκαν. Χαρακτηριστικά ο Ηρακλής Τσαβαλάς, μου είπε ότι το ένα του πρόβατο ψοφάει και το άλλο βόσκει, δεν ξέρει τι να κάνει. Τελικά με ακολούθησε μόνο ο Ντίνος Αναστασόπουλος, ο οποίος και γλύτωσε. Αντίθετα, ο Τάσος Κατσίνης προέτρεπε τους Καλαβρυτινούς να μη φύγει κανένας, γιατί αυτό ήταν και η υπόδειξη των ΄Αγγλων. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα, είμαστε αθώοι, δεν πειράξαμε κανέναν, οι ένοχοι φεύγουν. Τελικά οι Καλαβρυτινοί, πείστηκαν και έλεγαν, αφού ο Κατσίνης και ο Παπανδρέου, που έχουν παιδιά αντάρτες, δεν φεύγουν, γιατί να φύγουμε εμείς.
Ο ΕΛΑΣ δεν έδωσε γραμμή να φύγουν οι Καλαβρυτινοί. Ο τηλεφωνητής τους, τρεις ώρες πριν μπουν οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα, είπε ότι έρχονται οι Γερμανοί για καταστροφή, μάζεψε το τηλέφωνο και έφυγε. Εγώ μαζί με τον Αναστασόπουλο πήρα το αυτοκίνητο και έφυγα. Την οικογένεια την άφησα στα Καλάβρυτα. Διανυκτέρευσα στον Πριόλιθο στο σπίτι του Θανόπουλου. Σε όλα τα χωριά που περνούσα, επικρατούσε μεγάλη αγωνία. Είπα στο Θανόπουλο να με ξυπνήσει τα μεσάνυχτα για να φύγω. Ο Θανόπουλος μου είπε ότι το σαμποτάζ στο δρόμο σταμάτησε και ότι οι Γερμανοί θα είναι σε λίγο στο χωριό. Παρακάλεσα το Θανόπουλο να μου δώσει το παιδί του να μας οδηγήσει στο μονοπάτι που χωρίζει ο δρόμος προς το Σωποτό. ΄Ακουσα κάποιο θόρυβο και αντιλήφθηκαν κάποιον να τρέχει από το χωριό Μοστίτσι προς την Αναστάσοβα. Σταμάτησε και μας είπε ότι οι Γερμανοί μπήκαν στο Μοστίτσι και ζήτησαν να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι του χωριού για να φτιάξουν τους δρόμους, γιατί διαφορετικά θα κάψουν ολόκληρο το χωριό. Χωρίς να μας πει τίποτε άλλο, προχώρησε για την Αναστάσοβα. Φθάσαμε στο Σωποτό. Το απόγευμα είδαμε Γερμανούς να έρχονται στο Σωποτό με ποδήλατα. Ο Νίκος Αναστασόπουλος (Γούτος) έφυγε. Μετά τους ποδηλατιστές, ήλθαν άλλες φάλαγγες Γερμανών. Είχα αφήσει το αυτοκίνητο στην άκρη του χωριού. Περνούσε πολύς γερμανικός στρατός. Επικράτησε δυο μέρες ησυχία. Εγώ, ετοίμασα το αυτοκίνητο, βίδωσα καλά τα λάστιχα, για να φύγω για την Πάτρα. Πήρα πράγματα και ρούχα. ΄
Οταν έφθασα στο Αγρίδι, συνάντησα έναν δικό μου, ο οποίος μου είπε να μη συνεχίσω. Προχώρησα. ΄Εφθασα στα Λειβαρτζινά Καλύβια. Βρήκα έναν πατριώτη μου, μου είπε να σταματήσω, αλλά εγώ συνέχισα την προσπάθεια να φθάσω στην Πάτρα. Είχα γερμανική άδεια κυκλοφορίας και τα απαραίτητα χαρτιά και κυκλοφορούσα ελεύθερα. Περνούσαν οι γερμανικές φάλαγγες, Γερμανοί στρατιώτες με σταμάτησαν, ανέβηκαν στην καρότσα του αυτοκινήτου και πήραν όλα τα τρόφιμα και τα ρούχα. Η κατάσταση συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο. Παρακάλεσα τους Γερμανούς να μη μου πάρουν τα πράγματα. ΄Ενας Γερμανός αξιωματικός σηκώθηκε όρθιος πάνω στο τανκ και έδωσε εντολή στους στρατιώτες να σταματήσουν το πλιάτσικο. Ο Γερμανός αξιωματικός ήξερε ελληνικά και με ρώτησε πού είναι το Λιοπέσι. ΄Επιασε βροχή. Μείναμε στη χαμοκέλα μιας γριούλας η οποία μας φιλοξένησε και απορούσε πώς δεν με εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Τελικά το αυτοκίνητο χάλασε και η συνέχιση της πορείας για την Πάτρα ήταν αδύνατη. ΄Ηλθε ένας Γερμανός στρατιώτης, κοιτούσε περιέργα το αυτοκίνητο.
Οι Γερμανοί με ζητούσαν. Αναγκάστηκα και γύρισα στο Σωποτό. Ξαφνικά ο ορίζοντας γέμισε καπνούς και σκοτείνιασε ο ουρανός. Ανησύχησα. Είπα σε δύο να πάνω στα Καλάβρυτα να δούνε τι έγινε. Στο Συρμπάνι έμαθα όλα τα καθέκαστα των Καλαβρύτων. Γύρισαν πίσω και μου είπαν ότι σκότωσαν μερικούς και κάψανε τα σπίτια. ΄Υστερα από λίγο έφθασε η πληροφορία ότι σκότωσαν 500 Καλαβρυτινούς και ότι κάψανε όλα τα σπίτια. Τελικά μάθαμε ότι σκοτώθηκαν όλοι οι Καλαβρυτινοί και καταστράφηκαν τα Καλάβρυτα ολοκληρωτικά. ΄Εβλεπα τα Μαζέϊκα που καιγόντουσαν. Γύρισα στα Καλάβρυτα. ΄Εβαλα την οικογένειά μου στην καρότσα και γύρισα στο Σωποτό. Αντίκρυσα τα Καλάβρυτα στις 15 Δεκεμβρίου 1943. Μια ανατριχιαστική εικόνα. Παντού μαυρίλα και καπνοί που έβγαιναν από τα σπίτια που καιγόντουσαν ακόμη. Ερείπια, γυναίκες να σούρνουν τους άντρες τους στο νεκροταφείο, μοιρολόγια. Η πλαγιά που έγινε η εκτέλεση ήταν κατακόκκινη. Μετά την καταστροφή των Καλαβρύτων διέθεσα το αυτοκίνητό μου για την μεταφορά τροφίμων από την Ζαχλωρού στα Καλάβρυτα. Βάζαμε ράγες-ξύλα στην σιδηροδρομική γραμμή του οδοντωτού και έτσι γινόνταν οι μεταφορές τροφίμων. Φανερά οι αντάρτες δεν έπαιρναν τρόφιμα από τους Καλαβρυτινούς.
--------
Μνήμες Αποστολόπουλου Δημητρίου.
Μνήμες Μητρόπουλου Ηρακλή (Αφρίγκανος).
Μνήμες Τριανταφύλλου Αλεξίου
Μνήμες Μπουρή Φιλίππου.
Μνήμες Θεοδωρόπουλου Νικηφόρου.
Μνήμες Νικολάου Ανδρέα. Επιστολή Widman προς τον Δημήτριο Κανελλόπουλο.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκεύαση απόδοσης του περιεχομένου της ιστορικής έρευνας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογραφίσεως ή άλλο, χωρίς γραπτή άδεια του Ι.Α.Κ. (Ν 2121/1993)
Από αρχείο Δημητρίου Κανελλόπουλου ΙΑΚ - Πρώτη δημοσίευση 6/12/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.