Κανένα βήμα πίσω δεν φαίνεται διατεθειμένο να κάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), τόσο σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο όσο και αναφο...
Κανένα βήμα πίσω δεν φαίνεται διατεθειμένο να κάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), τόσο σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο όσο και αναφορικά με την ανάγκη μείωσης των συντάξεων, όπως αποδεικνύεται από μία «έκτακτη προσθήκη» στο κοινό άρθρο των Πόουλ Τόμσεν και Μόρις Όμπσφελντ.
Το Ταμείο με τρεις ερωτοαπαντήσεις επαναλαμβάνει τις γνωστές του θέσεις, τονίζοντας ότι είναι αντιπαραγωγικό και επιβλαβές για την ελληνική οικονομία το γεγονός ότι σχεδόν το 50% των μισθωτών δεν καταβάλλουν φόρους, γιατί τους καλύπτει το τρέχον αφορολόγητο όριο, ενώ την ίδια ώρα το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ευρωζώνη φθάνει μόλις στο 8%.
Όπως υπογραμμίζει το ΔΝΤ «αποτέλεσμα αυτής της "στενής" φορολογικής βάσης αναφορικά με τη φορολογία εισοδήματος είναι ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα βρίσκονται σε πολύ υψηλό, μη βιώσιμο επίπεδο και μάλιστα σε όλο τους το φάσμα, περιλαμβάνοντας όχι μόνο τη φορολογία εισοδήματος αλλά και άλλους φορολογικούς συντελεστές (π.χ. ΦΠΑ, εταιρικός φόρος κτλ.)».
Προσθέτει ακόμη ότι η φορολογική μεταρρύθμιση που δρομολογήθηκε πρόσφατα δεν είναι αρκετή ώστε να λύσει τα προβλήματα των χαμηλών εσόδων.
Μειώστε τις συντάξεις
Σταθερά υπέρ της μείωσης των συντάξεων αλλά και της περίφημης «προσωπικής διαφοράς» παραμένει το Ταμείο, υποστηρίζοντας ότι πολλές φορές «οι αριθμοί δεν παρέχουν την ακριβή εικόνα» και ότι στην πραγματικότητα η διαφορά μεταξύ των συντάξεων που δίνονται στη Γερμανία και αυτών που λαμβάνουν οι Έλληνες δεν είναι μεγάλη.
«Για «ίδιους» εργαζόμενους –για παράδειγμα, με 45 χρόνια ασφαλιστικών εισφορών- οι συντάξεις είναι σχεδόν ταυτόσημες σε ονομαστικούς όρους (1.287 ευρώ στη Γερμανία και 1.152 ευρώ στην Ελλάδα)», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Το πλήρες κείμενο των διευκρινήσεων
Ορισμένοι αναγνώστες είχαν ερωτήματα για τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η ανάλυση μας και σκεφτήκαμε ότι θα βοηθούσε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα» αναφέρει το ΔΝΤ και παραθέτει τα ακόλουθες ερωτήσεις και απαντήσεις
Ερώτηση1: Δεδομένου ότι οι συντελεστές φορολόγησης του εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, είναι πάνω από το μέσο όρο στην Ε.Ε., είναι δίκαιο να υποστηρίζει κανείς ότι οι μισοί Έλληνες φορολογούμενοι εξαιρούνται από το φόρο εισοδήματος;
Απάντηση: Πράγματι, είναι σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του ότι τόσοι φορολογούμενοι εξαιρούνται από το φόρο εισοδήματος που ο συνολικός φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι τόσο αντιπαραγωγικά υψηλός. Για του λόγου το αληθές, τα στοιχεία από τις ελληνικές αρχές και τη Eurostat δείχνουν πως πάνω από τους μισούς μισθωτούς απαλλάσσονται από την καταβολή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων στην Ελλάδα, έναντι ενός μέσου όρου 8% στην ευρωζώνη (εξαιρουμένης της Ελλάδας). Όπως έχουμε σημειώσει, απόρροια αυτής της μικρής φορολογικής βάσης είναι ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι μη βιώσιμα υψηλοί, όχι μόνο όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος, αλλά και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και άλλους συντελεστές (ΦΠΑ, εταιρικοί φόροι κ.τλ.).
Οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι σύμπτωμα ενός σοβαρού προβλήματος με τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και είναι λάθος να παρουσιάζονται ως κάποιου είδους πλεονέκτημα.
Αυτοί οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, οι οποίοι έχουν βλαβερές επιπτώσεις για τις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη στην οικονομία, είναι ο λόγος που τασσόμαστε υπέρ μιας μείωσης των συντελεστών στους φόρους και στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που θα χρηματοδοτηθεί από μια μείωση στο αφορολόγητο εισόδημα φυσικών προσώπων.
Δυστυχώς, η εμπειρία στην Ελλάδα είναι ακριβώς η ανάποδη, καθώς οι αρχές έχουν αντί για αυτό νομοθετήσει νέες αυξήσεις στους συντελεστές του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ακόμα και στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος του ESM, διογκώνοντας ακόμα περισσότερο το πρόβλημα. Η συνέχιση αυτής της πορείας δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογα ως καλή για την ανάπτυξη.
Ερώτηση 2: Η φετινή φορολογική μεταρρύθμιση δεν διεύρυνε σημαντικά τη φορολογική βάση, φέρνοντας το επίπεδο της φορολογικής απαλλαγής στην Ελλάδα σε ευθυγράμμιση με αυτό των άλλων κρατών της ευρωζώνης;
Απάντηση: Το επιχείρημα ότι το επίπεδο του αφορολόγητου στην Ελλάδα είναι κατάλληλο επειδή αφορά τον ίδιο αριθμό ευρώ όπως και σε άλλες χώρες στην ευρωζώνη αποτελεί κατά την γνώμη μια εντελώς ακατάλληλη σύγκριση, γιατί αγνοεί το γεγονός ότι τα επίπεδα εισοδήματος στην Ελλάδα είναι σχετικά χαμηλά.
Για την πραγματοποίηση συγκρίσεων μεταξύ χωρών, οι ειδικοί κοιτούν αντίθετα σε κλιμακωτούς δείκτες όπως το ποσοστό των μισθωτών που βρίσκονται κάτω από το αφορολόγητο όριο ή το λόγο του ορίου προς το μέσο μισθό.
Με βάση οποιαδήποτε από αυτές τις μετρήσεις, η Ελλάδα παραμένει ένα ακραίο παράδειγμα στην Ευρώπη, ακόμα και μετά την πρόσφατη μεταρρύθμιση, η οποία έκανε ελάχιστη διαφορά: η μεταρρύθμιση μείωσε το ποσοστό των μισθωτών που είναι κάτω από το όριο κατά μόλις 3 ποσοστιαίες μονάδες, στο 52% από 55%, έναντι του 8% στην ευρωζώνη.
Ο λόγος του ορίου του αφορολόγητου εισοδήματος προς το μέσο μισθό μειώθηκε εξαιτίας της μεταρρύθμισης κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, στο 49% από 54%, έναντι μέσου όρου 24% στην ευρωζώνη, εξαιρουμένης της Ελλάδας.
Ερώτηση 3: Σύμφωνα με στοιχεία από τα κράτη μέλη της Ε.Ε., η μέση δημόσια σύνταξη το 2013 ήταν 1.233 ευρώ το μήνα στη Γερμανία έναντι 846 ευρώ στην Ελλάδα. Και αν προσθέσει κανείς και τα επιδόματα, που ήταν αρκετές φορές υψηλότερα στη Γερμανία, η διαφορά είναι ακόμα μεγαλύτερη. Γιατί υποστηρίζετε ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι δυσανάλογα υψηλές;
Απάντηση: Οι αριθμοί δεν αποτυπώνουν την ακριβή εικόνα, πρώτον γιατί δεν βασίζονται σε άτομα με παρόμοια χαρακτηριστικά και δεύτερον γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τις εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα στις χώρες.
Για εργαζόμενους με παρόμοια χαρακτηριστικά – για παράδειγμα με εισφορές 45 ετών – οι συντάξεις είναι σχεδόν ίδιες σε ονομαστικούς όρους (1.287 ευρώ στη Γερμανία και 1.152 ευρώ στην Ελλάδα).
Αλλά κάτι ακόμα πιο σημαντικό, για να ληφθούν υπόψη τα σχετικά εισοδήματα όταν αξιολογούνται τα ασφαλιστικά συστήματα, οι ειδικοί εξετάζουν το λόγο της μέσης κύριας σύνταξης με το μέσο μισθό κατά τη συνταξιοδότηση (γνωστό και ως «ποσοστό αναπλήρωσης»). Ο λόγος αυτός είναι 81% στην Ελλάδα, σχεδόν διπλάσιος από το επίπεδο της Γερμανίας (43%), καταδεικνύοντας ένα πολύ γενναιόδωρο ασφαλιστικό σύστημα.
Ο συνοδευτικός πίνακας δείχνει ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα αποτελεί ακραίο παράδειγμα. Και αν και τα στοχευμένα κοινωνικά επιδόματα είναι πράγματι υψηλότερα σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ένα από τα πολλά επιχειρήματα του blog μας ήταν ότι η Ελλάδα χρειάζεται απεγνωσμένα να αναδιαρθρώσει τα δημόσια οικονομικά της αν θέλει να αυξήσει τις δαπάνες για τέτοιου είδους πληρωμές. Οι γενναιόδωρες απαλλαγές από την πληρωμή φόρου εισοδήματος και οι πολύ υψηλές δαπάνες για συντάξεις επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό και εμποδίζουν την εισαγωγή καλά στοχευμένων επιδομάτων, ειδικά για τις ομάδες εκείνες που είναι οι πιο ευπαθείς και έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την οικονομική κρίση.
Το να υποστηρίξει κανείς ότι οι υψηλές συντάξεις στην Ελλάδα δικαιολογούνται εν μέρει γιατί τα κοινωνικά επιδόματα είναι τόσο χαμηλά, αγνοεί την ουσία του προβλήματος: τα κοινωνικά επιδόματα είναι ανεπαρκή ακριβώς επειδή οι συντάξεις διατηρούνται σε τόσο υψηλά επίπεδα.
Ερώτηση 4: Δεν έχει αυξηθεί η φορολογική συμμόρφωση; Στους πρώτους εννιά μήνες του 2016, το ποσοστό συλλογής εσόδων από τους τέσσερις βασικούς φόρους αυξήθηκε στο 81% από 77% το 2015.
Απάντηση: Ο ισχυρισμός αυτός είναι λάθος, γιατί βασίζεται σε έναν στενό ορισμό και σε στοιχεία για μόνο ένα μέρος των φόρων. Με βάση ένα πιο διευρυμένο ορισμό το ποσοστό συλλογής βρίσκεται στο 37% για τους πρώτους εννιά μήνες του έτους (αμετάβλητο σε σχέση με το 2015). Το ποσό που αναφέρεται στο ερώτημα αφορά μόνο τους τέσσερις βασικούς φόρους και δεν λαμβάνει υπόψη πρόστιμα και ποινές, που είναι πολύ υψηλά στην περίπτωση της Ελλάδας.
από: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.