Ο Χάρος είναι φιλαράκος μου. Με αυτή την απρόσμενη φράση ο Μίκης Θεοδωράκης, υπογράφει τον επίλογο του τελευταίου του βιβλίου «Μονόλογο...
Ο Χάρος είναι φιλαράκος μου. Με αυτή την απρόσμενη φράση ο Μίκης Θεοδωράκης, υπογράφει τον επίλογο του τελευταίου του βιβλίου «Μονόλογοι στο λυκαυγές» (Εκδόσεις Ιανός). Το βιβλίο αυτό αποτελεί τη συνέχεια και ολοκλήρωση του προηγούμενου βιβλίου του συνθέτη, με τίτλο «Διάλογοι στο λυκόφως, 90 συνεντεύξεις».
Μιλώντας με φίλους του στο σπίτι του στην περιοχή της Ακρόπολης, ο Μίκης, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου, στην ουσία αναπόλησε τη ζωή του, εξέφρασε τις πικρίες του, μίλησε για το μέλλον της χώρας ενώ δεν δίστασε για άλλη μια φορά να ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, στο βιβλίο ο επίλογός του θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το κύκνειο άσμα του Μίκη, καθώς γράφει σαν να μας αποχαιρετά όλους, ενώ ξάφνιασε τους παρευρισκόμενους η αναφορά του, η οποία είχε αρκετή δόση χιούμορ: «Σας χαιρετώ, δεν ξέρω πότε θα τα ξαναπούμε, δεν μπορώ να σας καλέσω στην κηδεία μου» είπε και εξέφρασε την επιθυμία να πάει στο Βραχάτι.
Όμως την παρουσίαση του βιβλίου του «έκλεψε» ο επίλογός του. «Εδώ και πολύ καιρό είμαι πλήρης ημερών» είπε σημειώνοντας πως τον Χάρο τον έχει καλέσει σε χορό μέσα από το τραγούδι του «Περιβόλια». «Ό,τι και αν γίνει τον Χάρο θα τον νικήσω, κι ας έρθει, είναι φιλαράκος μου» τόνισε και συνέχισε με την υπόμνηση πως παρηγοριά του αποτελεί το γεγονός που θα ξαναδεί τους δικούς του.
Ο μεγάλος συνθέτης αναφέρθηκε και στην πολιτική κατάσταση της χώρας, λέγοντας: «Δεν έχω την δυνατότητα να συμβουλέψω σε τίποτα τον Ελληνα. Ο λαός ξέρει. Ωστόσο υπάρχουμε. Και αυτό είναι κάτι». Μιλώντας για κυβέρνηση και δανειστές, επισήμανε: «Εχουμε εξευτελιστεί. Ο κ. Τσίπρας γελάει με τη Μέρκελ ότι είναι πρόβατο. Αυτή όμως είναι σαρκοφάγος. Αλίμονο στα φτωχά αρνάκια που πάνε στα στέκια αγρίων».
Οσον αφορά στο ελληνικό χρέος, δήλωσε, όπως αναφέρει η «Ελευθερία του Τύπου» πως «είμαστε δεμένοι από χέρια και πόδια» και πως «δεν μας επιτρέπουν να εκμεταλλευτούμε τις δυνάμεις μας, π.χ. τα θαλάσσια κοιτάσματα, για να τους ξεχρεώσουμε».
Ο συνθέτης στο βιβλίο του παρουσίασε – κατά την κρίση του- τα τρία πλεονεκτήματα της Ελλάδας που παράλληλα είναι και μειονεκτήματα: η γεωπολιτική της θέση, το μοναδικό κάλλος της και ο κρυφός(από τον λαό) εθνικός πλούτος της: «Οσο θα είμαστε ξέφραγο αμπέλι θα μπαίνουν οι δυνάστες – οικονομικοί και πολιτικοί-, που θέλουν μόνο τον πλούτο μας χωρίς να έχουν σύμβαση με τον ελληνικό λαό».
Ο επίλογος
«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο! Ομολογώ ότι λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί μου άρεσε να γράφω διάφορα κείμενα και ποιηματάκια πολύ πριν αρχίσω να γράφω μουσική. Γιατί και την μουσική την έγραφα, μόνο που αντί για λέξεις έγραφα μουσικούς φθόγγους. Μπορεί άραγε αυτός που χτυπά πλήκτρα να νιώθει την ίδια μέθη, τον ίδιο ίλιγγο με μας που κρατούσαμε πένα με μελάνι είτε μολύβι που κάθε τόσο το ξύναμε για να πάρουμε μιαν ανάσα, μια πνοή ικανοποίησης για το έργο μας, που εκείνη τη στιγμή το θεωρούσαμε μοναδικό!
Ο συγγραφέας και ο ποιητής, που έχει φτάσει σε βαθμό να τυπώνεται και να διαβάζεται, σίγουρα νιώθει σαν ημίθεος. Τι να πω όμως για τον συνθέτη, που τους ψυχρούς φθόγγους του, τους γραμμένους πάνω σε ένα χαρτί, μπορείς να τους ακούσεις να ζωντανεύουν και να πετούν σαν σμήνη πουλιών που διαπερνούν τα τείχη του πραγματικού κόσμου και γίνονται αυλοί, ήχοι ενός θεϊκού κόσμου που είναι το μουσικό του έργο, καθώς εισβάλλει σε χιλιάδες ψυχές, σκέψεις, αισθήματα, καρδιές του κάθε Ανθρώπου χωρίς διάκριση.
Τι να πω λοιπόν για τον συνθέτη; Ότι είναι ένας μικρός Θεός; Όχι! Θα πω μονάχα ότι είναι ευλογημένος... Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεμοι και κυματίζει, αφρίζει με χίλιους τρόπους, όμως όλα αυτά συμβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί λίγο πιο κάτω παραμένει ήρεμη, πανέμορφη, ευλογημένη.
Το ίδιο και η ζωή μου, που τα έζησε όλα. Στον υπερθετικό. Τη χαρά και τον πόνο. Το κόκκινο και το μαύρο. Την αγάπη και το μίσος. Τον θρίαμβο και την απογοήτευση. Το φως και το σκοτάδι. Αυτή υπήρξε η ζωή μου. Η γνωστή. Γιατί την άλλη, που σας αποκαλύπτω σήμερα, την έζησα γαλήνιος, βέβαιος και ευλογημένος.
Έτσι το θέλησε η Μοίρα, αυτός ο αποχαιρετισμός να συμπέσει με την εικόνα της Αγίας Μητέρας μου της προσφυγοπούλας από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, την ίδια εικόνα που είδα σε κάποια άλλη. Με τον ίδιο σας αποχαιρετώ κι εγώ».
Μίκης Θεοδωράκης, Ιανουάριος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.