Στις 23 Απριλίου 1827 μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα...
Στις 23 Απριλίου 1827 μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα, που δέχτηκε την προηγούμενη μέρα, ανήμερα της γιορτής του.
Ο μπαρουτοκαπνισμένος ήρωας αν και ήξερε ότι αυτή τη φορά η πληγή του θα τον οδηγούσε στον θάνατο, γύρισε ιππεύοντας στο στρατόπεδό του και εκεί ξάπλωσε.
Αποχαιρέτησε τους συμπολεμιστές του, οι οποίοι και αυτοί τον χαιρετούν με δάκρυα στα μάτια. Ο Χατζηπέτρος τού έκλεισε τά μάτια και όλοι οι Έλληνες τον έκλαψαν και τον πένθησαν, όπως πένθησαν τόν ήρωα τού Καρπενησίου Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος τον κάλεσε κοντά του στο Πάνθεον των Ηρώων. Άλλωστε τέτοιο θάνατο είχε ζητήσει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης από τήν Παναγιά τήν Προυσιώτισσα. («Άμποτε ήρωα Μάρκο, καί γώ από τέτοιο βόλι νά πάω!»)
Πριν αφήσει την τελευταία του πτοή μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και έγραψε τη διαθήκη του:
Ο Θάνατός του
Όταν ο αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον γενναίο στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Καραίσκάκη.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων», Κόχραν μαζί με τον Τσορτς, «διευθυντή χερσαίων δυνάμεων» προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την βέβαια έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής επιζητώντας την έξοδο σε κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Καραϊσκάκη να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Τούτο αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις αψιμαχίες άσκοπους και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την εμπύρετο κατάσταση που βρισκόταν αποφασίζει να ανακόψει ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσορτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Εκδοχές για τον θάνατό του
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την αυτοβιογραφία του το 1833, αναφέρει απλά τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως σαν «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Η «Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών» έχει εκδώσει τ’ απομνημονεύματα του Κύπριου αγωνιστή, που πολέμησε ο ίδιος δίπλα στον Καραϊσκάκη, Ιωάννη Σταυριανού, «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία». Στο έργο του περιγράφει την προσωπική του δράση κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 δίδοντας πλήθος στοιχείων για τα γεγονότα της εποχής. Όμως η σημαντικότερη μαρτυρία του Σταυριανού αφορά τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία:
«Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.
– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.
– Πως πως τον απαντώ.
– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!
– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.
Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών, και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν: “Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον”. Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον…».
Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Σταυριανός δεν ανήκε σε καμία πολιτική ή άλλους είδους παράταξη και δεν επεδίωκε κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς γράφοντας αυτά. Σε μία παρόμοια αναφορά με τα γραφόμενα του Σταυριανού αναφέρεται και ο Σπύρος Αντωνιάδης για την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Ο Κασομούλης τέλος ομιλεί για έναν παπά, που του εξομολογήθηκε ότι ένας στρατιώτης του σώματος του Κίτσου Τζαβέλα ο Κώστας Στράτης ενώ έστρεφε να πυροβολήσει τους Τούρκους πλήγωσε κατά λάθος τον Καραϊσκάκη.
Ο επικήδειος λόγος από τον Γεώργιο Αἰνιάν
(αδερφός του Δημήτριου Αινιάν, γραμματέα και βιογράφου του Καραϊσκάκη)
Τί εἶναι αὐτὴ ἡ σκυθρωπότης ὅπου εἶναι ἐζωγραφισμένη εἰς τὰ πρόσωπά σας; τί σημαίνουν αὐτοὶ οἱ διακεκομμένοι ἦχοι τῆς βαρυφθόγγου καμπάνας καὶ αὐταὶ αἱ μελαναὶ καὶ πένθιμοι στολαὶ εἰς τοὺς δρόμους; τί τρέχουν τεθορυβημένοι ἄνδρες, γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά; Ὁ Καραϊσκάκης ἀπέθανε. Τοῦτο ἦταν ἡ θλίψις τῶν ἀνδρῶν, τοῦτο ὁ ὀδυρμὸς τῶν γυναικῶν, τοῦτο ὁ στεναγμὸς τῶν μικρῶν παιδίων, τοῦτο τὸ κοινὸν πένθος τῶν Ἑλλήνων.
Δίκαιον ἔχει ὁ λαὸς νὰ κάμῃ νὰ ἀντηχῇ εἰς τὴν πόλιν τῆς Σαλαμῖνος θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς• δίκαιον εἶναι νὰ κλαίῃ ἡ Ἑλλὰς ὡς ἄλλη Ραχὴλ τὸ τέκνον της, τὸν γνήσιον υἱόν της, ἐπειδή, δὲν ἔχει πολλοὺς τούτους κάρρονας.
Ὁ ἀξιοθαύμαστος οὗτος ἀνὴρ -ἀποσιωπῶμεν τὰς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος ἐπισήμους ἀνδραγαθίας του-, μόλις εἶδεν ἠνεωγμένον τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας τὸ στάδιον, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὡς ἀπτόητος καὶ ἀκαταγώνιστος ἀθλητὴς διὰ νὰ ἐπιθέσῃ νέας δάφνας εἰς τὴν ἔνδοξον κεφαλήν του• μαρτυροῦσι τὰ στρατεύματα τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, οἱ συναγωνισταί του, μαρτυροῦσιν αἱ πεδιάδες, ραντιζόμεναι ἀπὸ τὸ αἷμα του, τῆς Ἀμφιλοχίας, μαρτυρεῖ τὸ σῶμα του σκεπασμένον ἀπὸ ἐνδόξους πληγὰς τὴν ὑπερθαύμαστον ἀνδρείαν του.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, καὶ ὅσα πέρυσιν ἠγωνίσατο ἔξωθεν τῆς κλεινῆς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου πετῶν ὡς ταχύπτερος ἀετὸς πότε εἰς τὴν Αἰτωλίαν καὶ πότε εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, συγκρινόμενα μὲ ὅσα ἡ ἀνήκουστος εὐτολμία του, ἡ ἀκροτάτη ἐμπειρία καὶ ἡ ἀκούραστος φιλοπονία του κατόρθωσαν τοῦτο τὸ ἔτος εἰς ὅλην τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰ πέριξ τῶν Ἀθηνῶν;
Ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, καὶ μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν αὐτὴν πτῶσιν ἔπεσεν ὅλη ἡ Στερεὰ Ἑλλάς, καὶ ὁ ἐχθρὸς παρερχόμενος κατήντησεν τελευταῖον εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τῆς κλεινῆς καὶ ἐνδόξου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν• ὅλα τὰ στρατεύματα γυμνωμένα καὶ ἀπὸ ἐσχάτην ἀπορίαν ταλαιπωρούμενα ἐστέναζον εἰς τὰς ὁδοὺς τοῦ Ναυπλίου, καὶ δὲν εἶχον ἄλλην ἐλπίδα, εἰμὴ τὸν θάνατον.
Γενναῖοι ἥρωες, ὅσοι τὸν ἠκολουθήσατε εἰς τὴν πρώτην ἀπὸ Ναυπλίου ἐκστρατείαν του• με σᾶς κατέβαλε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς συστάσεως τοῦ μεγαλοπρεποῦς τούτου στρατοπέδου, τὸ ὁποῖον ἐπαπειλεῖ σήμερον τὸν βάρβαρον ἐχθρόν μας, καὶ ὑπόσχεται βεβαίως τὴν σωτηρίαν τῆς Ἀκροπόλεως.
Ἄνδρες ἄξιοι τοῦ κλέους τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐλπίδων τῆς πατρίδος, ὑπεσχέθησαν νὰ διατηρήσωσιν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸ ἱερὸν κειμήλιον τῆς πατρίδος, τὴν σεβαστὴν Ἀκρόπολιν, καὶ ὁ μεγαλοπράγμων ἀρχηγὸς πετᾶ ὡς ταχύπτερος ἀετὸς εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα συντρίβει φάλαγγας τρομερὰς βαρβάρων, διασπείρει πανταχοῦ τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον, ἐγείρει πύργους ἀπὸ κρανία, ἐλευθερώνει τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ τὴν καθιστᾶ τρομεράν εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τέλος ἐπιστρέφει νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν δόξαν μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανον τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς περιφανοῦς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.
Ἀλλ’ ἐν μέσῳ τῶν λαμπρῶν ἀγώνων, ἐν ὧ κατεδαπάνα νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς διάταξιν πάντων τῶν συντελούντων εἰς τὸν πόλεμον ἔδιδε πρῶτος τῆς ἀνδρείας καὶ εὐτολμίας τὸ παράδειγμα, καταφρονῶν τὸν θάνατον, καὶ πηδῶν ἐπάνω εἰς τὰ χαρακώματα τῶν ἐχθρῶν εἶπεν: ἂς σταθῶ μίαν στιγμήν, καὶ ἂς ἀφήσω νὰ τρέξουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα τῶν Ἑλλήνων.
Ἀθάνατε Καραϊσκάκη! Σὺ μεταβαίνεις ἐνδόξως εἰς μίαν ἂλλην εὐδαιμονεστέραν ζωὴν διὰ νὰ στεφανωθῆς δι’ ὅσα ἀθῶα πλάσματα διέσωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ• αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων Ἑλλήλων θέλει σὲ ὑποδεχθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐδὲμ μὲ λαμπροτέραν ὑποδοχὴν ἀπὸ ὅ,τι σήμερον κάμουσι εἰς τὴν Σαλαμῖνα οἱ ζῶντες Ἕλληνες. Μεγάλοι ἄνδρες, περίφημοι εἰς τὰ σοφὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης, μάρτυρες αὐτόπται τῶν ἡρωικῶν ἀκαμάτων ἀγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τὸν κόσμον ὅλον, ὅτι ἐχύθη ἐνδόξως τὸ αἷμα σου ἐπάνω εἰς ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν ἔδαφος, τὸ ὁποῖον ἐβάφη ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων μὲ τόσων ἡρώων αἵματα.
Ἀλλ’ ἡμεῖς πῶς νὰ παρηγορήσωμεν τὴν στέρησίν σου ; πῶς νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἀνδρείαν σου, τὴν δραστηριότητά σου ; τὴν ἀοκνίαν σου, καὶ τὴν ἄκραν σου φιλοτιμίαν εἰς τοῦ φρουρίου τὴν ἀπολύτρωσιν; Λυπηρὰ στέρησις, ὀδυνηρὸς χωρισμὸς.
Μ’ὅλον τοῦτο δὲν ἀπελπιζόμεθα Ἕλληνες, δὲν πρέπει νὰ ἀποδειλιάσωμεν. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀθανάτου τούτου ἥρωος, ὅταν μάθῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὅτι δὲν ἠθελήσαμεν νὰ τὸν μιμηθῶμεν εἰς τὴν καρτερίαν καὶ γενναιότητα, θέλει λυπηθῆ, θέλει μᾶς ὀνειδίσει πικρῶς, ἐὰν δὲν σταθῶμεν ἱκανοὶ νὰ ἐκτελέσωμεν ἐκεῖνο τὸ μέγα ἐπιχείρημα ποὺ ἐπιχειρίσθηκε.
Ἔχομεν μεγάλους ἄνδρας ὅπου μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὰς κινήσεις, μᾶς συμβουλεύουν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ πρόθυμοι συναγωνισταὶ εἰς τὸν ἔνδοξόν μας ἀγῶνα, θέλει ἐπιμένουν μετὰ γενναιότητος ἄκρας ὅπως ἰδῶσι τὴν τελείαν καταστροφὴν τῶν βαρβάρων τυράννων μας, καὶ ἡμεῖς ἐν τοσοῦτῳ εὐγνώμονες εἰς τοὺς γενναίους ὑπὲρ πατρίδος ἀγωνιζόμένους, καθὼς καθιερώσαμεν καὶ ἄλλοτε τὴν μνήμην τοσούτων ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας, ἃς ἐπισφραγίσωμεν καὶ τοῦ ἐνδόξως ἤδη ἀποθανόντος ἥρωος τὸ ἐπιτάφιον μὲ τὴν ἐκ βάθους καρδίας εὐχήν:
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιοσέβαστε Ἀρχηγέ!
Ψήφισμα της Γ’ Eθνικής Συνελεύσεως για τον θάνατο του Καραϊσκάκη:
«Προς τον εξοχώτατον Α’ Στόλαρχον, προς τον εξοχώτατον Άρχιστράτηγον και προς τους γενναιότατους οπλαρχηγούς και στρατιώτας τους συγκροτουντας το στρατόπεδον της Αττικής.
Tη 27 Απριλίου 1827
Η φιλτάτη ΙΙατρίς θρηνεί απαρηγόρητος, απωλέσασα το γνησιώτατoν τέκνον της, θρηνεί και κόπτεται στερηθείσα του θερμού προμάχου των ιερών της δικαίων, θρηνεί τον διαρρήξαντα, τας νέας αλύσεις της Στερεάς Ελλάδος, τον ένδοξον νικητή της Αραχώβης, τον εξολοθρευτή των τυράννων: θρηνεί τον αρείτολμον Γενικό Αρχηγό Καραϊσκάκην, όστις μαχόμενος υπέρ των κλεινών Αθηνών, έπεσεν ενδόξως και πνέων τα λοίσθια άλλο τι δεν, παρήγγειλε, παρά των Αθηνών την διάσωσην.
Ελλάς, πένθησον τον πολύτιμόν σου Καραϊσκάκην, Ελληνίδες! μαυρoφορέσατε δια τον υπερασπιστήν της τιμής σας! Φιλέλληνες! Έλληνες! στρατιώται, εμβριμήσατε δια τον ανδρείον συστpατιώτη σας και καταβρέχοντες την Ιεράν γην των κλεινών Αθηνών με τα καρδιοστάλακτα δάκρυά σας, εκδικηθείτε το αίμα του, τιμωρήσατε τους ασεβέστατους φονείς του και σώσατε τας Αθήνας.
Eυδαίμων Καραϊσκάκη! ορκισθείς να ζήσεις ή να αποθάνης, ελεύθερος, εφύλαξες τον ορκον σου, ως χρηστός πολίτης, ως ευσεβής χριστιανός, ως τίμιος άνθρωπος. Ως τοιούτον της ανεκτιμήτου Ελευθερίας μάρτυρα, ως αθλήσαντα και στεφανωθέντα με τας δάφνας της δόξης και της αθανασίας, Σε υπεδέχθησαν εις τα Ηλύσια πεδία προσμειδιώντες οι τpισόλβιοι εκείνoι ήρωες όσοι απέθανον διά τα δίκαια της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος.
Μεταξύ τούτων περιιπταμένη η ακτινοβόλος σκιά σου εις την αιωνίαν μακαριότητα, δέν ελησμόνησε τας Άθήνας, και ήδη επιφοιτώσα εις τας ομηγύρεις του Στολάρχoυ, του Αρχιστρατήγου, των Αρχηγων και των στρατιωτικών του στρατοπέδου της Αττικής, θεωρεί τα πoλεμικά και σωτηριώδη επιχειρήματά των και επικαλείται την εξ ύψους άντιληψιν, του υπέρτατου Βασιλέως δια να τους βοηθήση να σώσουν τας Αθήνας και την Ελλάδα εις δόξαν της Πίστεως και της Πατρίδος».
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.