ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ Ανασκόπηση – Απολογισμός ‒ Διαπιστώσεις Κρίσεις – Συμπεράσματα -3- Εκτελέσεις αμάχων πολιτών από τα Γερμανικά και ...
Εκτελέσεις αμάχων πολιτών από τα Γερμανικά και τα Ιταλικά στρατεύματα
Σύμφωνα με το άρθρο 46 της Συνθήκης της Χάγης για τη διεξαγωγή του πολέμου στην ξηρά, «η οικογενειακή τιμή και τα δικαιώματα, οι ζωές των ατόμων και η ατομική τους ιδιοκτησία, καθώς και οι Θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές είναι σεβαστές». Σύμφωνα δε με το άρθρο 50 της ίδιας συνθήκης, «καμιά συλλογική ποινή, χρηματικό πρόστιμο ή άλλο μέτρο, δεν μπορεί να επιβληθεί σε πληθυσμούς για πράξεις μεμονωμένων ατόμων, για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν από κοινού υπεύθυνοι». Στη Δύση η γερμανική κατοχή υπήρξε, κατά τα πρώτα έτη, μάλλον, ήπια, αφού, λόγω της δεδομένης στρατιωτικής υπεροχής της Γερμανίας στο ευρύτερο ευρωπαϊκό μέτωπο και του αποπροσανατολισμού των εγχώριων αντιγερμανικών πολιτικών δυνάμεων, δεν υπήρχαν αξιόλογες πράξεις αντίστασης. Οι ίδιες οι γερμανικές αρχές κατοχής κατά κανόνα επιδίωκαν να αποσπάσουν την ευνοϊκή στάση των λαών, που τελούσαν υπό τη στρατιωτική τους διοίκηση. Αποσκοπούσαν, αφενός να προσελκύσουν στο στρατόπεδο του Άξονα ορισμένα δυτικά έθνη, ιδίως τους Γάλλους, αφετέρου να αποσοβήσουν το ενδεχόμενο δημιουργίας ισχυρών αντιστασιακών ομάδων, που αναγκαστικά θα απασχολούσαν σημαντικό αριθμό γερμανικών μονάδων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων κατά των ανταρτών. Η εμφάνιση των αντιστασιακών ομάδων προκάλεσε τη διεξαγωγή αντιποίνων από τις αρχές κατοχής, που επιδίωκαν να διατηρήσουν τον πολιτικό έλεγχο των περιοχών ευθύνης τους. Τον Σεπτέμβριο του 1940 η διοίκηση του Γερμανικού Στρατού στη Γαλλία όρισε ως ομήρους «τους κατοίκους μιας χώρας, οι οποίοι εγγυώνται με τις ζωές τους την άψογη συμπεριφορά του πληθυσμού. Η ευθύνη για την τύχη τους εναπόκειται κατ' αυτόν τον τρόπο στα χέρια των συμπατριωτών τους. Κατά συνέπεια ο πληθυσμός πρέπει να απειλείται δημοσία ότι οι όμηροι θα θεωρούνται υπεύθυνοι για τις εχθρικές πράξεις μεμονωμένων ατόμων». Στη Γαλλία οι Γερμανοί άρχισαν να εκτελούν αμάχους σε μεγάλη κλίμακα ήδη από τον Αύγουστο του 1941, ως αντίποινα για τους φόνους Γερμανών στρατιωτών από αντιστασιακές ομάδες. Η τακτική αυτή έλαβε την τελική επίσημη έγκρισή της στις 16 Σεπτεμβρίου 1941, καθώς εξελισσόταν η επίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο. Τότε εκδόθηκε η Γενική Διαταγή του στρατηγού Βίλχελμ Κάϊτελ (Wilhelm Keitel), στρατιωτικού διοικητή της Γαλλίας, η οποία παράλληλα απευθυνόταν, ως κοινοποίηση και στους Γερμανούς στρατιωτικούς διοικητές των κατεχόμενων περιοχών της Ευρώπης, και η οποία θα χρησίμευε, ως γενικός οδηγός αντιμετώπισης της αντιστασιακής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων αυτή ανέφερε: «I. Στις 22 Αυγούστου 1941 εξέδωσα την ακόλουθη ανακοίνωση: «Το πρωΐ της 21ης Αυγούστου 1941 ένα μέλος των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων σκοτώθηκε στο Παρίσι ως αποτέλεσμα μιας δολοφονικής επίθεσης.
Κατά συνέπεια διατάζω τα εξής: (1) Όλοι οι Γάλλοι, που λαμβάνονται σε προληπτική κράτηση οποιουδήποτε είδους από τις γερμανικές αρχές ή εκ μέρους των γερμανικών αρχών στη Γαλλία, θα θεωρούνται όμηροι από τις 23 Αυγούστου. (2) Αν συμβούν και άλλα παρόμοια περιστατικά, αρκετοί από αυτούς τους ομήρους θα εκτελεστούν. Ο αριθμός τους θα εξαρτηθεί από τη σοβαρότητα της απόπειρας». [...]. Αν συμβεί κάποιο περιστατικό από το οποίο σύμφωνα με την ανακοίνωσή μου της 21ης Αυγούστου απαιτείται η εκτέλεση ομήρων, η εκτέλεση πρέπει να πραγματοποιηθεί, αμέσως, μετά την έκδοση της διαταγής. Επομένως, οι διοικητές των περιφερειών, πρέπει να επιλέγουν από το συνολικό αριθμό των ομήρων στις περιφέρειές τους, όσους από πρακτικής άποψης είναι δυνατόν να εκτελεστούν και να τους εισάγουν σε έναν κατάλογο ομήρων. Οι κατάλογοι αυτοί θα χρησιμεύσουν ως βάση για τις προτάσεις, που θα μου υποβληθούν σε περίπτωση κάποιας εκτέλεσης. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις, που έχουν πραγματοποιηθεί έως τώρα, οι δράστες αυτών των ακροτήτων προέρχονται από κομμουνιστικές ή αναρχικές τρομοκρατικές συμμορίες. Οι διοικητές των περιφερειών, επομένως, πρέπει να επιλέξουν από εκείνα τα πρόσωπα που, λόγω των κομμουνιστικών ή των αναρχικών απόψεών τους στο παρελθόν ή εξαιτίας της συμμετοχής τους σε οργανώσεις αυτού του είδους, είναι οι πλέον κατάλληλοι για να εκτελεστούν. Κατά την πραγματοποίηση της επιλογής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, όσο ευρύτερα είναι γνωστοί οι όμηροι που θα εκτελεστούν, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αποτρεπτική επίδραση στους ίδιους τους δράστες και σε εκείνα τα πρόσωπα, στη Γαλλία και στο εξωτερικό, που φέρουν την ηθική ευθύνη, για τις τρομοκρατικές ενέργειες και τις δολιοφθορές. [...]. Κατά την ταφή των πτωμάτων πρέπει να αποφεύγεται η ταφή μεγάλου αριθμού σε έναν μαζικό τάφο στο ίδιο νεκροταφείο, ώστε να μη δημιουργηθούν εστίες προσκυνήματος, τα οποία, τώρα ή αργότερα, πιθανόν να αποτελέσουν κέντρα αντιγερμανικής προπαγάνδας». Παρόμοιες διαταγές εκδόθηκαν και σε άλλες περιοχές της κατεχομένης Ευρώπης: στο Βέλγιο από το στρατηγό φον Φαλκενχάουζεν, στην Ολλανδία από τον πολιτικό διοικητή Σέυς-Ινκβαρτ και στη Νορβηγία από το στρατηγό φον Φάλκενχορστ. Η αποτελεσματικότητα της τακτικής των αντιποίνων ήταν αμφιλεγόμενη, αφού προκαλούσε δικαιολογημένη αγανάκτηση στον τοπικό πληθυσμό και αντιγερμανικά συναισθήματα, τα οποία, μάλιστα, εκμεταλλεύονταν, μετά τα μέσα του 1941, επιδέξια οι κομμουνιστικές πολιτικές δυνάμεις. Το γεγονός είχε επισημάνει από το τέλος του 1941 ο στρατιωτικός διοικητής του Βελγίου, στρατηγός φον Φαλκενχάουζεν, με αναφορά του προς τον Κάϊτελ, στην οποία επέκρινε την τακτική: «Το αποτέλεσμα είναι αναμφισβήτητα ιδιαίτερα απογοητευτικό. Η επίδραση δεν είναι, τόσο αποτρεπτική, όσο καταστροφική στην αίσθηση ασφάλειας και δικαιοσύνης του πληθυσμού. Το χάσμα ανάμεσα στα άτομα, που είναι επηρεασμένα από τον κομμουνισμό και στο υπόλοιπο τμήμα του πληθυσμού γεφυρώνεται. ΄Ολοι οι κύκλοι γεμίζουν με αισθήματα μίσους προς τις αρχές κατοχής και η εχθρική προπαγάνδα αποκτά υλικό για τους σκοπούς της». Στις 21 Οκτωβρίου 1941 μέλη της γαλλικής αντίστασης σκότωσαν το Γερμανό στρατιωτικό διοικητή της Νάντης. Αμέσως οι γερμανικές αρχές εκτέλεσαν 27 έγκλειστους κομμουνιστές στη φυλακή του Σατωμπριάν, οι οποίοι είχαν περιοριστεί σε κάθειρξη, ακριβώς, για να χρησιμεύσουν, για την αποτροπή επιθέσεων κατά των δυνάμεων κατοχής. Στις 25 Οκτωβρίου οι Γερμανοί επανέλαβαν τις εκτελέσεις ομήρων, αυτή τη φορά στο Μπορντώ, όπου είχε, επίσης, σημειωθεί η δολοφονία ενός Γερμανού αξιωματούχου. Τα θύματα ανήλθαν στην περίπτωση αυτή σε 50 άτομα.
Στο τέλος του 1941 ήταν εμφανής η αποτυχία των τακτικών αντιμετώπισης της αντιστασιακής δραστηριότητας. Σύμφωνα με το Διάταγμα «Νύχτα και Ομίχλη» (Nacht und Nebel Erlass) της 7ης Δεκεμβρίου 1941, οι υπεύθυνοι για ενέργειες δολιοφθοράς ή επιθέσεων κατά των γερμανικών στρατευμάτων θα μεταφέρονταν κρυφά στη Γερμανία, όπου θα δικάζονταν από στρατοδικεία. Με αυτό τον τρόπο θα προκαλείτο αναταραχή στον τοπικό κοινωνικό ιστό των κατεχόμενων περιοχών, αφού οι συγγενείς του απαχθέντος δεν θα γνώριζαν την τύχη του. Το μέτρο αυτό αποτέλεσε τη βάση για μια άλλη αντίληψη, αυτή της «συλλογικής ευθύνης των μελών των οικογενειών των δολοφόνων και δολιοφθορέων», σύμφωνα με τη γερμανική ορολογία. Όταν πραγματοποιείτο κάποια αντιστασιακή ενέργεια, οι συγγενείς του δράστη και τα μέλη της οικογένειάς του άνω των 16 ετών θα στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε περίπτωση, που δεν συλλαμβανόταν ο δράστης, τότε θα εκτελούντο οι συγγενείς του. Η ευθύνη για την τέλεση των δικών στη Γερμανία αρχικά ανατέθηκε στα πολιτικά δικαστήρια, κατόπιν όμως μεταβιβάστηκε στη Gestapo. Στην Τσεχία, η οποία από τον Μάρτιο του 1939 είχε καταστεί επισήμως περιοχή ελεγχόμενη από το Γερμανικό Ράιχ (προτεκτοράτο της Βοημίας και της Μοραβίας), μέλη της τσεχικής αντίστασης σε συνεργασία με Βρετανούς πράκτορες σκότωσαν τον αντιστράτηγο Α' τάξης (SS Obergruppenführer) Ράινχαρντ Χάυντριχ (Reinhard Heydrich). Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Κλάντνο, δίπλα στο Λίντιτσε. Το βράδυ της 9ης Ιουνίου Γερμανοί στρατιώτες έφθασαν στο Λίντιτσε. ΄Ολοι οι κάτοικοι διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τις οικίες τους και αρχικά περιορίστηκαν στο Σχολείο της πόλης. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκαν σε ξέφωτα κοντά στην πόλη, όπου οι ενήλικες άνδρες, συνολικά 172 άτομα, εκτελέστηκαν. Από τις γυναίκες ορισμένες μεταφέρθηκαν στην Πράγα, όπου εκτελέστηκαν, ενώ οι υπόλοιπες 155 οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ. Από τα παιδιά 90 οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκνάιζεναου, άλλα υιοθετήθηκαν από γερμανικές οικογένειες, καθώς θεωρήθηκαν ότι παρουσίαζαν αξιόλογα φυλετικά χαρακτηριστικά, ενώ τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία. Το ίδιο το χωριό, στο οποίο δεν είχε απομείνει κανένας ζωντανός κάτοικος, ισοπεδώθηκε εντελώς και η περιοχή ανασκάφηκε και περιβλήθηκε με αγκαθωτή περίφραξη, αποτελώντας ένα ιδιότυπο μνημείο των συνεπειών της αντίστασης στις γερμανικές δυνάμεις. Το γεγονός περιγράφηκε ως εξής στον γερμανικό Τύπο: «Κατά τη διάρκεια των ερευνών για τους δολοφόνους του αντιστράτηγου Α' τάξης βρέθηκαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι ο πληθυσμός του Λίντιτσε κοντά στο Κλάντνο παρείχε υποστήριξη και βοήθεια στους δράστες του εγκλήματος. Οι σχετικές αποδείξεις συγκεντρώθηκαν, παρά τις ανακρίσεις, χωρίς τη συνεργασία των κατοίκων. Η στάση των κατοίκων απέναντι στο έγκλημα τεκμηριώνεται από πρόσθετες δραστηριότητες εχθρικές προς το Ράιχ, όπως στασιαστικό υλικό, αποθήκες με όπλα και πυρομαχικά, έναν παράνομο ραδιοφωνικό πομπό, καθώς και μεγάλες ποσότητες αγαθών, που είχαν οριστεί σε δελτίο, καθώς και από το γεγονός ότι ορισμένοι κάτοικοι του χωριού συνεργάζονταν ενεργά με τον εχθρό στο εξωτερικό. Καθώς οι κάτοικοι αυτού του χωριού αντιτάχθηκαν με τον πλέον ασυμβίβαστο τρόπο στους ισχύοντες νόμους με τις ενέργειες και την υποστήριξή τους προς τον φόνο του Χάυντριχ, οι άρρενες ενήλικες εκτελέστηκαν, οι γυναίκες οδηγήθηκαν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ τα παιδιά εντάχθηκαν σε κατάλληλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα κτίσματα ισοπεδώθηκαν και το όνομα του τόπου διαγράφηκε από τα αρχεία». Οι επιχειρήσεις αντιποίνων για τις επιθέσεις κατά των μελών των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων συνεχίστηκαν σταθερά τα επόμενα έτη σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Το γεγονός αυτό καταδείκνυε, αφενός την αποτυχία του εγχειρήματος συνεργασίας με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις των κατεχόμενων λαών, αφετέρου τη δυναμική, που προσλάμβαναν σταδιακά οι μορφές αντιστασιακής δράσης, σε σημείο, που να αποτελέσουν μεταπολεμικά επιχειρήματα νομιμοποίησης της υφαρπαγής της εξουσίας από τις αντιγερμανικές, εθνικιστικές και κομμουνιστικές πολιτικές δυνάμεις.
Τον Σεπτέμβριο του 1942, μετά από μια δολοφονική επίθεση εναντίον Γερμανών στρατιωτών στον κινηματογράφο «Ρεξ» στο Παρίσι, εκτελέστηκαν 116 όμηροι, οι οποίοι επιλέχθησαν από το οχυρό του Ρομαινβίλ στα περίχωρα της γαλλικής πρωτεύουσας. Η γερμανική κατοχή σταδιακά καθίστατο σκληρότερη και οι διαδικασίες έρευνας και τιμωρίας της αντιστασιακής δραστηριότητας συνοπτικότερες και περισσότερο αδιάκριτες στην καταστολή των αντιγερμανικών τάσεων του πληθυσμού των κατεχομένων χωρών. Στην Ολλανδία μετά από μια απόπειρα δολοφονίας κατά του Ράουτερ, αποφασίστηκε από το διοικητή Σέυς-Ινκβαρτ, η επιβολή συνοπτικής αστυνομικής δικαιοσύνης. Με βάση αυτά τα μέτρα θανατώθηκαν περισσότεροι από 4.000 πολίτες κατά την περίοδο 1942-45. Στο τέλος Μαρτίου του 1944 η 12η Μεραρχία Panzer Hitlerjugend υπό τον υπολοχαγό Βάλτερ Χάουκ κινήθηκε προς τις ακτές της Νορμανδίας, καθώς οι ενδείξεις για την πραγματοποίηση επικείμενης συμμαχικής απόβασης πλήθαιναν. Η μεραρχία είχε χρησιμοποιήσει μια αμαξοστοιχία για την κίνησή της. Στις 2 Απριλίου κοντά στον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό της Ασκ (Ascq) σημειώθηκε δολιοφθορά, καθώς, από εκρηκτικό μηχανισμό ανατινάχθηκε η σιδηροδρομική γραμμή. Ο Χάουκ διέταξε τους άνδρες των SS να συλλάβουν όλους τους ενήλικες άνδρες στα σπίτια, που διαφαίνονταν κοντά στο σταθμό. Συνολικά 70 Γάλλοι χωρικοί οδηγήθηκαν σε κοντινή τοποθεσία, όπου εκτελέστηκαν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Εκτελέστηκαν επιπλέον 16 άνδρες στο χωριό, ενώ μετά από ανακριτική έρευνα της Gestapo συνελήφθησαν έξι άτομα, που κατηγορήθηκαν για την τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού. Οι έξι αυτοί άνδρες εκτελέστηκαν από απόσπασμα, αυξάνοντας τον συνολικό αριθμό των νεκρών της επιχείρησης αντιποίνων σε 92 άτομα. Για το γεγονός διαμαρτυρήθηκε η Κυβέρνηση του Βισύ προς το διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στη βόρεια Γαλλία, στρατάρχη φον Ρούντστεντ. Μετά τον πόλεμο αναζητήθηκαν οι ένοχοι, οι οποίοι εντοπίστηκαν σε συμμαχικά στρατόπεδα αιχμαλώτων στην ηπειρωτική Ευρώπη και την Αγγλία. Οι άνδρες των SS, μεταξύ αυτών και ο Χάουκ, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αργότερα η ποινή τους μετατράπηκε σε φυλάκιση και ο Χάουκ απελευθερώθηκε τον Ιούλιο του 1957. Στις 20 Μαΐου νότια του μικρού χωριού Φρεσινέλε-Ζελά, κοντά στην Τουλ της κεντρικής Γαλλίας, μέλη της γαλλικής Αντίστασης σκότωσαν ένα Γερμανό αξιωματικό. Σε αντίποινα οι γερμανικές δυνάμεις εισήλθαν την επόμενη ημέρα στο χωριό και συνέλαβαν 15 ομήρους, άρρενες ενηλίκους τους οποίους εκτέλεσαν. Μετά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία ο γερμανικές δυνάμεις κατοχής επιδίωξαν να διατηρήσουν τον έλεγχο των μετόπισθεν, όπου σημειώνονταν εκτεταμένες ενέργειες δολιοφθοράς από δίκτυα της γαλλικής Αντίστασης και πράκτορες. Στις 9 Ιουνίου 1944 μονάδες της 2ης Μεραρχίας Panzer SS Das Reich, που τελούσε υπό τις διαταγές του στρατηγού των SS Λάμερντιγκ, επιτέθηκαν στην πολίχνη Tυλ της κεντρικής Γαλλίας, κοντά στη Λιμόζ. Είχαν προηγηθεί συντονισμένες ενέργειες της γαλλικής Αντίστασης, τμήματα της οποίας είχαν κατορθώσει να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την πόλη τις προηγούμενες ημέρες. Οι γερμανικές μονάδες ανακάλυψαν ότι οι Γάλλοι αντιστασιακοί είχαν σκοτώσει συνολικά 64 Γερμανούς στρατιώτες της φρουράς, οι οποίοι ανήκαν στο 3ο Τάγμα του 95ου Συντάγματος. Οι νεκροί σε πολλές περιπτώσεις είχαν ακρωτηριαστεί με ειδεχθή τρόπο, ενώ πολλά πτώματα βρέθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες, κοντά στην πόλη. Τα γερμανικά αντίποινα άρχισαν την επόμενη ημέρα, με τη συγκέντρωση όλων των αρρένων της πόλης, συνολικά 130 ατόμων. Όσοι ήταν πολύ νέοι αφέθησαν ελεύθεροι, ενώ οι υπόλοιποι 99 εκτελέστηκαν από τη 2η Μεραρχία Panzer των SS. Τα πτώματα των εκτελεσθέντων κρεμάστηκαν στους φανούς και τους εξώστες της πόλης, ούτως ώστε το θέαμα να προκαλέσει αποτροπιασμό και να αποτρέψει μελλοντικές επιθέσεις από τη γαλλική Αντίσταση. Συνελήφθησαν, επίσης, 149 πολίτες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη Γερμανία για να παράσχουν καταναγκαστική εργασία. Από αυτούς επέστρεψαν μόνο 48 άτομα.
Το μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου κατά αμάχων πολιτών το οποίο διέπραξαν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής στη δυτική Ευρώπη συνέβη στις 10 Ιουνίου 1944 στο χωριό Οραντούρ-Συρ-Γκλαν της κεντρικής Γαλλίας. Η 2η Μεραρχία Panzer SS «Das Reich», υπεύθυνη και για την προηγούμενη σφαγή στην Τυλ, έφθασε στη Λιμόζ. Το 1ο Τάγμα Fuehrer της μεραρχίας, υπό τον 32 ετών ταγματάρχη Άντολφ Ντίκμαν, είχε σταθμεύσει στην πόλη Σεν Ζυνιέν, όπου αναδιοργανωνόταν. Υπήρξαν περιορισμένες συγκρούσεις με τοπικούς αντιστασιακούς πυρήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν δύο Γερμανοί στρατιώτες. Μια μονάδα του τάγματος, δύναμης 120 ανδρών, έφθασε στην Οραντούρ, όπου θεωρείτο ότι υπήρχε η βάση των ανταρτών. Οι στρατιώτες περικύκλωσαν το χωριό και διέταξαν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην αγορά, ώστε να διεξαχθεί έλεγχος ταυτοτήτων. Οι γυναίκες και τα παιδιά διαχωρίστηκαν από τους άνδρες και οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της τοπικής εκκλησίας. Οι άνδρες χωρίστηκαν σε έξι ομάδες, ώστε να είναι αποτελεσματικότερος ο έλεγχός τους. Κατόπιν τους παρέταξαν σε τοπικές αποθήκες και στάβλους, όπου εκτελέστηκαν με πυροβολισμούς. Τα πτώματά τους καλύφθηκαν με τα άχυρα των σταύλων και οι άνδρες των SS τους έβαλαν φωτιά σε μια πιθανή προσπάθεια να εξαφανίσουν τα ίχνη της σφαγής. Οι γυναίκες και τα παιδιά, συνολικά 452 άτομα τα οποία όλο αυτό το διάστημα βρίσκονταν παγιδευμένα στην εκκλησία, σκοτώθηκαν όταν οι Γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να βάλλουν με πολυβόλα κατά της εκκλησίας και να ρίχνουν χειροβομβίδες στο εσωτερικό του κτίσματος. Στο τέλος οι στρατιώτες έβαλαν φωτιά στην εκκλησία, ώστε να ολοκληρώσουν το έργο της εκτέλεσης. Από όλα τα άτομα μέσα στην εκκλησία διασώθηκε μόνο μια γυναίκα, η Μαργκερίτ Ρουφάνς, η οποία κατάφερε να διαφύγει σπάζοντας ένα από τα παράθυρα της εκκλησίας. Ελάχιστοι από τους κατοίκους επέζησαν, καθώς πέτυχαν να διαφύγουν στα γειτονικά δάση. Η σφαγή στην Οραντούρ προκάλεσε την αντίδραση ακόμη και του γερμανικού επιτελείου, αφού διέρρευσαν αναφορές του γεγονότος. Διατάχθηκε εξεταστική έρευνα και σύσταση στρατοδικείου, όμως ο Ντίκμαν σκοτώθηκε προτού καταστεί δυνατό να δικαστεί, στις 30 Ιουνίου, κατά τις συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή της Νορμανδίας. Οι υπεύθυνοι της σφαγής στην Οραντούρ οδηγήθηκαν σε δίκη τελικά οκτώ έτη μετά τη λήξη του πολέμου, το 1953, όταν συστάθηκε γαλλικό στρατιωτικό δικαστήριο στο Μπορντώ. Στο δικαστήριο πιστοποιήθηκε ότι οι συνολικοί νεκροί ανήλθαν σε 641 άτομα (244 γυναίκες, 207 παιδιά και 190 άνδρες). Από τους υπεύθυνους της σφαγής καταδικάστηκαν σε θάνατο 21 στρατιώτες, μεταξύ των οποίων 14 Αλσατοί, που είχαν ενταχθεί στα SS. Η θανατική ποινή μετατράπηκε αργότερα σε μακροχρόνια φυλάκιση, ωστόσο, όλοι οι εμπλεκόμενοι είχαν απελευθερωθεί έως το 1959. Στο τέλος Αυγούστου του 1944, καθώς οι γερμανικές δυνάμεις υποχωρούσαν υπό το βάρος της συμμαχικής προέλασης στη βορειοδυτική Γαλλία, άνδρες του 2ου Τάγματος της SAS, των βρετανικών ειδικών δυνάμεων, έπεσαν με αλεξίπτωτο πίσω από τις γερμανικές γραμμές, με σκοπό να προκαλέσουν δολιοφθορές και να δυσχαιράνουν τις κινήσεις υποχώρησης των Γερμανών. Οι Βρετανοί στρατιώτες συνεργάστηκαν με μέλη της τοπικής αντίστασης και στις 28 Αυγούστου σκότωσαν σε ενέδρα δύο Γερμανούς μόνιμους αξιωματικούς και δύο εφέδρους. Το γεγονός εξαγρίωσε τη διοίκηση των SS, ώστε διατάχθηκε έφοδος στο γειτονικό χωριό Ρομπέρ-Εσπάν. Οι άνδρες των SS συγκέντρωσαν τους ενήλικες άνδρες, συνολικά 49 άτομα, τους οποίους οδήγησαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί τους εκτέλεσαν με ριπές τριών πολυβόλων. Κατόπιν οι Γερμανοί στρατιώτες πυρπόλησαν τα σπίτια του χωριού. Τα αντίποινα για τη δράση των Βρετανών και των Γάλλων ανταρτών δεν περιορίστηκαν σε αυτό το γεγονός, αλλά επεκτάθηκαν και σε γειτονικούς οικισμούς. Στο χωριό Κουβόνζ εκτελέστηκαν 26 άνδρες, ενώ σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού, 54 από τα 60, παραδόθηκαν στις φλόγες. Εκτελέσεις σημειώθηκαν και στο διπλανό χωριό Μπερύ-συρ-Σωλ, όπου υπήρξαν επτά νεκροί, ενώ πυροπολήθηκαν, η εκκλησία και αρκετά σπίτια. Τέλος, στη Μογκεβίλ εκτελέστηκαν τρεις άνδρες. Συνολικά οι νεκροί από τα αντίποινα για τη συγκεκριμένη ενέργεια των Βρετανών και των Γάλλων ανταρτών ανήλθαν σε 85 άτομα. Στο χωριό Σεν-Αρμάν-Μοντρόν το 1942 τυφεκίστηκαν 35 Εβραίοι, όχι όμως από τις γερμανικές αρχές κατοχής, αλλά από τους Γάλλους κατοίκους, οι οποίοι είχαν εξαγριωθεί για την επιβολή γερμανικών αντιποίνων στην περιοχή τους, λόγω της αντιστασιακής δραστηριότητας ορισμένων εβραϊκών στοιχείων. Στην Ιταλία, μετά την πτώση του φασιστικού καθεστώτος τον Σεπτέμβριο του 1943 και τη σύσταση φιλοσυμμαχικής κυβέρνησης στον Νότο, οι Γερμανοί απέκτησαν το στρατιωτικό έλεγχο της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας. Στις 23 Μαρτίου 1944 στη Ρώμη μια γερμανική περίπολος έπεσε θύμα βομβιστικής επίθεσης. Οι απώλειές της ανήλθαν σε 32 νεκρούς και πολυάριθμους τραυματίες. Ο αντισυνταγματάρχης των SD Κλάϊππε διέταξε τη διεξαγωγή ανακριτικών ερευνών για το γεγονός. Εν τω μεταξύ από το στρατάρχη Κέσελριγκ, επί κεφαλής των γερμανικών δυνάμεων στην Ιταλία, διατάχθηκε η εκτέλεση δέκα Ιταλών πολιτών για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη. Ο στρατιωτικός διοικητής της Ρώμης, στρατηγός Μέλτζερ, αναζήτησε θύματα από όσους είχαν ήδη καταδικαστεί σε θάνατο ή σε μακροχρόνια φυλάκιση από τις γερμανικές δυνάμεις, καθώς και από φυλακισμένους Εβραίους. Τελικά, ο αριθμός των εκτελεσθέντων στα αντίποινα ανήλθε σε 335 άτομα, υπερβαίνοντας κατά πολύ την αναλογία, που είχε ορίσει ο Κέσελριγκ. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στα Αρδεατινά Σπήλαια, στα περίχωρα της Ρώμης. Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε από άνδρες της SD, καθώς η Wehrmacht αρνήθηκε να αναμειχθεί με το γεγονός. Κατόπιν οι Γερμανοί στρατιώτες ανατίναξαν το σπήλαιο, ώστε να αποκρύψουν το γεγονός. Ο στρατάρχης Κέσελριγκ οδηγήθηκε μεταπολεμικά σε δίκη στη Βενετία, τον Φεβρουάριο του 1947. Αρχικά καταδικάστηκε σε θάνατο με εκτέλεση, κατόπιν όμως η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Το 1953 απελευθερώθηκε για λόγους υγείας.
Στις 17 Ιουνίου 1944 ο στρατάρχης Κέσελριγκ εξέδωσε νέες διαταγές προς τους υφισταμένους του διοικητές στρατιωτικών μονάδων στην Ιταλία. Η διαταγή ζητούσε την επίταση των μέτρων, για την καταστολή της αντιστασιακής δραστηριότητας και την υπέρβαση της «συνήθους εγκράτειας» κατά την επιβολή των αντιποίνων, με απώτερο σκοπό την αποτροπή επιθέσεων και δολιοφθορών κατά των γερμανικών στρατευμάτων. Σε διακήρυξή του προς τον ιταλικό πληθυσμό ο Κέσελριγκ συνόψιζε παραστατικά τη νέα αυτή, πιο ανελαστική, τακτική των αρχών κατοχής: «Έως τώρα οι Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν κάνει όλα όσα έπρεπε λόγω των πολεμικών αναγκών με συνέπεια και λαμβάνοντας υπόψη στο μέγιστο βαθμό τον πληθυσμό. Η φιλική αυτή συμπεριφορά εξαρτάται από την απόλυτη αμοιβαιότητα εκ μέρους του πληθυσμού. Σε περίπτωση, που αυξηθούν οι εγκληματικές προσβολές και επιθέσεις από τους αντάρτες, που έως τώρα υπήρξαν μεμονωμένες και ατομικές ενέργειες, τότε η στάση του Ανώτατου Διοικητή των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων θα πρέπει αναγκαστικά να μεταβληθεί άμεσα. Ο ίδιος ο πληθυσμός θα είναι υπεύθυνος για τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης".
Για να εγγυηθώ την ασφάλεια των μετόπισθεν και των γραμμών επικοινωνίας, διατάζω αμέσως τα εξής:
1. Οποιοσδήποτε βρεθεί να κατέχει όπλα και εκρηκτικά, τα οποία δεν έχουν δηλωθεί στην πλησιέστερη Γερμανική Διοίκηση, θα εκτελείται.
2.Οποιοσδήποτε προσφέρει καταφύγιο σε αντάρτες ή τους προστατεύει ή τους συνδράμει με ρουχισμό, τρόφιμα ή όπλα, θα εκτελείται.
3. Αν κάποιος βρεθεί να γνωρίζει μια ομάδα στασιαστών ή ακόμη και έναν μόνο στασιαστή, χωρίς να έχει ενημερώσει, γι' αυτό το πλησιέστερο διοικητήριο, θα εκτελείται.
4. Οποιοσδήποτε παρέχει πληροφορίες στον εχθρό ή στους αντάρτες για τη θέση των Γερμανικών Διοικήσεων ή των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, θα εκτελείται.
5. Κάθε χωριό στο οποίο αποδεικνύεται ότι υπάρχουν αντάρτες ή στο οποίο πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις κατά Γερμανών ή Ιταλών στρατιωτών ή στο οποίο πραγματοποιήθηκαν απόπειρες δολιοφθοράς στρατιωτικού υλικού. Θα ισοπεδώνεται. Επίσης, όλοι οι άρρενες κάτοικοι ενός τέτοιου χωριού άνω των 18 ετών, θα εκτελούνται. Οι γυναίκες και τα παιδιά θα εγκλείονται σε στρατόπεδα εργασίας.
Ιταλοί: «Η ευημερία της πατρίδας σας και η μοίρα των οικογενειών σας εναπόκεινται στα χέρια σας. Οι Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις, όπως αναφέρεται στην παρούσα διαταγή, θα ενεργήσουν με δικαιοσύνη, χωρίς όμως έλεος και με την αυστηρότητα, που θα απαιτείται κατά περίπτωση». Στο Βέλγιο στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 μια ομάδα αντιστασιακών επιτέθηκε σε μια γερμανική μονάδα, σκοτώνοντας τρεις στρατιώτες κοντά στο χωριό Μπάντε. Δύο ημέρες αργότερα ο Αμερικανικός Στρατός κατέφθασε στην περιοχή και οι Γερμανοί υποχώρησαν ανατολικότερα. Το Δεκέμβριο του 1944, κατά τη γερμανική αντεπίθεση στις Αρδέννες, το χωριό Μπάντε ανακαταλήφθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις. Στις 24 Δεκεμβρίου ένα τμήμα της SD συγκέντρωσε όλους τους ενήλικους άνδρες του χωριού, τους οποίους ανέκρινε επισταμένως, για τα γεγονότα της 5ης Σεπτεμβρίου. Οι άνδρες διατάχθηκαν να παραταχθούν μπροστά σε ένα καφενείο. Κατόπιν οδηγήθηκαν ένας-ένας στο εσωτερικό του κτίσματος, όπου και εκτελέστηκαν με μια σφαίρα. Συνολικά θανατώθηκαν 34 άτομα, ενώ ένας νέος 21 ετών, ο Λεόν Πρέιλ, κατάφερε να διαφύγει στο γειτονικό δάσος. Το χωριό τελικά απελευθερώθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα στις 10 Ιανουαρίου 1945, αφού η αντεπίθεση των Αρδεννών είχε αποτύχει, οπότε και πιστοποιήθηκε το εγκληματικό γεγονός. Ήδη από το Δεκέμβριο του 1944 είχε συσταθεί ένα Βελγικό Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου. Για το συγκεκριμένο έγκλημα τελικά ενοχοποιήθηκε ένας γερμανόφωνος Ελβετός, ο Ερνστ Χάλντεμαν, που ήταν μέλος της ομάδας των εκτελεστών της SD. Ο Χάλντεμαν είχε ενταχθεί στα SS στη Γαλλία, στις 15 Νοεμβρίου 1942 και το 1944 η μονάδα του είχε ενωθεί με άλλες μονάδες της SD, αποτελώντας την 8η Κομμάντο SS Ειδικών Καθηκόντων. Ο Χάλντεμαν συνελήφθη στην Ελβετία μετά τον πόλεμο και οδηγήθηκε σε δίκη ενώτιον ελβετικού στρατοδικείου. Στις 28 Απριλίου 1948 καταδικάστηκε σε εικοσαετή φυλάκιση, απελευθερώθηκε όμως με αναστολή το 1960. Ήταν το μόνο μέλος εκτελεστικής ομάδας, που οδηγήθηκε σε δίκη.
Στις 18 Δεκεμβρίου, μια ημέρα μετά την εκτέλεση των Αμερικανών αιχμαλώτων στο Μαλμεντύ, η ίδια ομάδα του Γιοακίμ Πάιπερ εκτέλεσε 130 Βέλγους πολίτες - 67 άνδρες, 47 γυναίκες και 23 παιδιά - στο χωριό του Στάβελοτ. Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε, ως αντίποινα, για τη στέγαση Αμερικανών στρατιωτών, που είχαν δράσει στην περιοχή. Τον Μάρτιο του 1945 σημειώθηκε στην πόλη 'Απελντορν της Ολλανδίας ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής. Τη νύχτα της 6ης Μαρτίου το αυτοκίνητο του στρατηγού των SS Χανς Άλμπιν Ράουτερ έπεσε σε ενέδρα, κατά την οποία σκοτώθηκε ο οδηγός και ο υπασπιστής του στρατηγού, ενώ ο ίδιος ο Ράουτερ τραυματίστηκε σοβαρά, διέφυγε όμως τελικά τον κίνδυνο. Ο επί κεφαλής της έρευνας για την επίθεση, υποστράτηγος των SS δρ. ΄Εμπερχαρντ Σόνγκαρθ διέταξε, αμέσως, τη διεξαγωγή αντιποίνων σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Οι Γερμανοί συνέλαβαν 116 άνδρες, τους οποίους μετέφεραν στο σημείο της φονικής ενέδρας. Εκεί οι Ολλανδοί άμαχοι εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους τάφηκαν σε ένα μαζικό τάφο στο νεκροταφείο Χάιντεχοφ στο χωριό Ούγκχελεν. Οι Γερμανοί επεξέτειναν τα αντίποινά τους, ακόμη και σε εγκλείστους των φυλακών υπό τον έλεγχο της Gestapo στην Ολλανδία, φονεύοντας δεκάδες κρατουμένους. Συνολικά οι νεκροί από τις ενέργειες αντιποίνων, για την ενέδρα ανήλθαν σε 163 άτομα. Ο στρατηγός Ράουτερ επιβίωσε του πολέμου και, αφού συνελήφθη από τη βρετανική στρατιωτική αστυνομία, παραδόθηκε στις Ολλανδικές Αρχές. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 25 Μαρτίου 1949 από απόσπασμα κοντά στη φυλακή του Σεβενίγκεν, όπου κρατείτο μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης. Ο Σόνγκαρθ δικάστηκε από βρετανικό στρατοδικείο, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό, ποινή που εκτελέστηκε το 1946.
Τη νύχτα της 30ής Σεπτεμβρίου 1944 μια ομάδα μελών της ολλανδικής αντίστασης επιτέθηκαν σε τέσσερις Γερμανούς στρατιώτες κοντά στο χωριό Πούτεν. Οι τρεις στρατιώτες διέφυγαν, όμως ο τέταρτος κατέστη όμηρος των ανταρτών. Ο Γερμανός διοικητής της ευρύτερης περιοχής, ο στρατηγός Χάιντς Χέλμουτ φον Βούλις, διέταξε να συλληφθούν όλοι οι άρρενες κάτοικοι του χωριού και να καταστραφούν τα σπίτια. Τελικά, συγκεντρώθηκαν 589 άνθρωποι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, για παροχή καταναγκαστικής εργασίας. Από αυτούς επέστρεψαν στην πατρίδα τους, μετά το τέλος του πολέμου, μόνο 49 άτομα, αφού οι υπόλοιποι έχασαν τη ζωή τους, λόγω των κακουχιών και των επιδημιών τύφου.
Στις 23 Οκτωβρίου 1944 μέλη της ολλανδικής Αντίστασης εκτέλεσαν στο ΄Αμστερνταμ τον αξιωματικό των SS Χέρμπερτ Όλσαγκελ. Την επόμενη ημέρα συνελήφθησαν 29 πολίτες, οι οποίοι εκτελέστηκαν μέσα στο πλήθος στο κέντρο της πόλης. Οι γερμανικές δυνάμεις, επίσης, έβαλαν φωτιά σε ορισμένα κτίσματα στο κέντρο του Άμστερνταμ. Στην Ανατολή η συμπεριφορά του Γερμανικού Στρατού υπήρξε από την αρχή πολύ πιο βίαιη σε σχέση με τη διαγωγή στη Δύση. Και αυτό διότι στην Ανατολή η Γερμανία είχε εδαφικές διεκδικήσεις και αντιμετώπιζε τους σλαβικούς πληθυσμούς, ως φυλετικούς και πολιτικούς εχθρούς. Στην Πολωνία οι γερμανικές ακρότητες θεωρήθηκαν εν μέρει από τη γερμανική πλευρά ανταπάντηση στις διώξεις, που υφίστατο ο γερμανικής καταγωγής πληθυσμός του πολωνικού κράτους τα προηγούμενα έτη, αλλά και κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου. Αμέσως, μετά την εισβολή στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939, σημειώθηκαν οι πρώτες εκτελέσεις άμαχων πολιτών. Στις 5 Σεπτεμβρίου 200 άμαχοι εκτελέστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί στο Σοσνοβίτσε από στρατιώτες της Νότιας Στρατιάς. Μεταξύ των νεκρών περιλαμβάνονταν 12 Εβραίοι. Στις 6 Σεπτεμβρίου στο Καγιετανοβίτσε εκτελέστηκαν περίπου 80 Πολωνοί, ενώ το χωριό καταστράφηκε. Στις 8 Σεπτεμβρίου στο Πίνκτσοβ σκοτώθηκαν περίπου 300 Πολωνοί και καταστράφηκαν περισσότερα από 500 σπίτια, μετά από επίθεση του Γερμανικού Στρατού στο χωριό. Στις 10 Σεπτεμβρίου 160 πολίτες, μεταξύ αυτών και γυναικόπαιδα, εκτελέστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί στο Κιλεγιόβιτσε, ενώ το χωριό καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Μετά την τελική επικράτηση του Γερμανικού Στρατού ακολούθησε μια μακρά περίοδος κατοχής του πολωνικού λαού, έως τον Ιανουάριο του 1945. Την περίοδο αυτή σημειώθηκαν 2.332 εκτελέσεις και οι νεκροί ανήλθαν σε 34.098 άτομα. Από το σύνολο αυτό μόλις το 16% είχε καταδικαστεί με βάση τις διεθνείς συνθήκες. Οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν, χωρίς δίκες ή επιδίκαση ποινής. Μετά την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις αντιμετώπισαν αντιστασιακή δραστηριότητα από το σερβικό πληθυσμό, αφού οι Κροάτες και οι Βόσνιοι μουσουλμάνοι ευνοήθηκαν από την κατάσταση η οποία προέκυψε. Στις 19 Απριλίου 1941 σκοτώθηκε ένας Γερμανός στρατιώτης και ένας άλλος τραυματίστηκε σοβαρά στο Πάντσεβο από ενέδρα ανταρτών. Την επόμενη ημέρα ο Γερμανικός Στρατός συγκέντρωσε 100 πολίτες για εξέταση. Ο διοικητής της πόλης, ο αντισυνταγματάρχης Φριτς Μπάντελοβ, διεξήγαγε δίκες οι οποίες δεν ακολουθούσαν τις συμβάσεις του διεθνούς δικαίου. Ο προεδρεύων δικαστής, ο ταγματάρχης των SS Ρούντολφ Χόφμαν, καταδίκασε 36 από τους συλληφθέντες πολίτες σε θάνατο. Τις επόμενες ημέρες 18 εκτελέστηκαν στο νεκροταφείο της πόλης και 18 απαγχονίστηκαν από απόσπασμα του Τάγματος «Grossdeutschland». Τα πτώματα των απαγχονισθέντων αφέθηκαν στη θέση τους αρκετές ημέρες για εκφοβισμό των υπόλοιπων πολιτών και αποτροπή άλλων αντιστασιακών ενεργειών.
Μετά τη γερμανική επίθεση στην ΕΣΣΔ οι Σέρβοι κομμουνιστές και οι Εβραίοι της άλλοτε Γιουγκοσλαβίας θεωρήθηκαν επικίνδυνες πολιτικά ομάδες από τις γερμανικές αρχές κατοχής. Η αντιστασιακή δραστηριότητα την οποία υποκινούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας υπό τον Γιόζεφ Μπροζ (Τίτο) προκάλεσε την αντίδραση των γερμανικών δυνάμεων, οι οποίες θα απαγχόνιζαν πλέον δημοσίως κομμουνιστές και Εβραίους, ως αντίποινα. Η νέα τακτική εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις 20 Ιουλίου 1941, μετά από την ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας του στρατηγού Άνταλμπερτ Λόντσαρ. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν 52 κομμουνιστές και Εβραίους από διάφορες πόλεις στην ευρύτερη περιοχή, όπου σημειώθηκε η απόπειρα δολοφονίας. Εκτελέσεις - με απαγχονισμό και πυροβολισμό - πραγματοποιήθηκαν στο Τσατσάκ, το Βελιγράδι και το Κρούσεβατς. ΄Εως τον Αύγουστο του 1941, είχαν εκτελεστεί περισσότεροι από 1.000 κομμουνιστές και Εβραίοι, ενώ οι απώλειες των Γερμανών από την αντιστασιακή δραστηριότητα ανέρχονταν σε 21 στρατιώτες. Η εμφάνιση των Σέρβων εθνικιστών Τσέτνικ δυσχέρανε την κατάσταση για τους Γερμανούς, αφού εκτός από τα μεγάλα αστικά κέντρα, το μεγαλύτερο τμήμα της υπαίθρου ελεγχόταν από τις ομάδες των ανταρτών. Για την αντιμετώπιση της αυξημένης αντιστασιακής δραστηριότητας ο Βίλχελμ Κάϊτελ, επί κεφαλής της Ανώτατης Διοίκησης της Wehrmacht, εξέδωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1941 διαταγή για τις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών, στην οποία προτεινόταν, σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, η θανάτωση 50-100 κομμουνιστών για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη. Επίσης, προτεινόταν η συστηματική εκκαθάριση ολόκληρων περιοχών από τον πληθυσμό τους, με τη μεταφορά των αμάχων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ώστε να μη διαθέτουν οι αντάρτες βάσεις ανεφοδιασμού. Η διαταγή αυτή, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκε στον ίδιο βαθμό σε όλες τις κατεχόμενες χώρες. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1941 ο πληθυσμός της περιοχής Μάτσβα εκκενώθηκε και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σάμπατς. Κατά την πραγματοποίηση αυτών των ενεργειών σκοτώθηκαν 830 άμαχοι, ενώ εκτοπίστηκαν 8.400 άτομα. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1941 σκοτώθηκαν 21 Γερμανοί στρατιώτες από ενέδρα ανταρτών. Ο στρατηγός Φραντς Μπέμε, τότε πληρεξούσιος επί κεφαλής στρατηγός στη Σερβία, διέταξε την εκτέλεση του εκατονταπλάσιου αριθμού ατόμων, ήτοι 2.100 ανθρώπων, ως ενέργεια αντιποίνων. Για το σκοπό αυτό επιλέχθηκαν Σέρβοι πολίτες, Εβραίοι και Αθίγγανοι από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία είχαν μεταβληθεί σε δεξαμενές αναλώσιμου ανθρώπινου δυναμικού. Η σχετική διαταγή του στρατηγού Μπέμε, με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1941, καθόριζε ότι πλέον για κάθε αντιστασιακή ενέργεια, που κατέληγε σε θάνατο Γερμανών στρατιωτών θα επιλέγονταν να εκτελεστούν άμαχοι, που ανήκαν στις εξής κατηγορίες: Κομμουνιστές, Εβραίοι, εθνικιστές. Οι Γερμανοί εκτελούσαν κάθε φορά εκατοντάδες ανθρώπους τους οποίους είχαν συλλάβει και θεωρούσαν ομήρους.
Μια από τις συνήθεις τακτικές του Γερμανικού Στρατού ήταν η χρήση των αμάχων ως ανθρώπινης ασπίδας ή ως εξιλαστήριων θυμάτων. Τον Οκτώβριο του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν ελεγχόμενα από τη νότια Σερβία, λόγω της πίεσης των ανταρτών. Διατήρησαν τον έλεγχο της πόλης Κράκεβο με τα τάγματα πεζικού 739 και 747 της 717ης Μεραρχίας Πεζικού. Στις 13 Οκτωβρίου οι μονάδες αυτές περικυκλώθηκαν από δυνάμεις ανταρτών, οι οποίες όμως δεν κατάφεραν να κάμψουν τη γερμανική αντίσταση. Την επόμενη ημέρα οι Γερμανοί άρχισαν να συγκεντρώνουν εκατοντάδες πολίτες ως ομήρους, τους οποίους άρχισαν να εκτελούν από τις 15 Οκτωβρίου, οπότε και εκτελέστηκαν 300 Σέρβοι πολίτες. Οι συλλήψεις επεκτάθηκαν στο σύνολο των ανδρών της πόλης, ηλικίας 14 έως 60 ετών. Στις 16 Οκτωβρίου εκτελέστηκαν συνολικά 1.736 άνδρες και 19 γυναίκες «κομμουνιστικών φρονημάτων». Αυτή δεν θα ήταν, όμως, η μεγαλύτερη σφαγή στην κατεχόμενη Σερβία. Μετά από επίθεση ανταρτών στο Κραγκούγεβατς, από την οποία σκοτώθηκαν δέκα Γερμανοί στρατιώτες και τραυματίστηκαν επιπλέον 26, μονάδες του 749ου και του 724ου Τάγματος Πεζικού εκτέλεσαν αρχικά στις 19 Οκτωβρίου 422 ενήλικες άνδρες στα χωριά κοντά στο Κραγκούγεβατς. Την επόμενη ημέρα, κατόπιν διαταγής του διοικητή του 749ου Τάγματος, ταγματάρχη 'Οτο Ντες, συγκεντρώθηκαν χιλιάδες πολίτες αδιακρίτως ηλικίας, συχνά και παιδιά από τα σχολικά συγκροτήματα. Έως τις 21 Οκτωβρίου οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει συνολικά 2.300 Σέρβους διαφόρων ηλικιών και ιδιοτήτων. Ο αριθμός αφορούσε την αναλογία, που είχαν θεσπίσει οι αρχές κατοχής και σύμφωνα με την οποία θα εκτελούντο 100 όμηροι, για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη και 50, για κάθε τραυματία. Εκτελέστηκαν, επίσης, ορισμένοι Εβραίοι και κομμουνιστές, καθώς και 53 κατάδικοι από την τοπική φυλακή. Ανάλογες επιχειρήσεις με εκτελέσεις αμάχων -μικρότερης κλίμακας- διεξάγονταν και από μονάδες του Ουγγρικού Στρατού, ο οποίος κατείχε τη σερβική περιοχή της Βοϊβοντίνα. Στην εδαφική επικράτεια της ΕΣΣΔ τα εγκλήματα κατά αμάχων πολιτών, που ακολούθησαν τη γερμανική εισβολή του 1941 υπήρξαν πολυάριθμα. Ο Γερμανικός Στρατός δεν αισθανόταν δεσμευμένος από τη Συνθήκη της Γενεύης του 1929, καθώς η ΕΣΣΔ δεν είχε υπογράψει ποτέ τη σχετική συνθήκη. Οι τοπικοί στρατιωτικοί διοικητές είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν εκτεταμένα αντίποινα, για οποιαδήποτε αντιστασιακή δραστηριότητα. Με το διάταγμα του Χίτλερ της 13ης Μαΐου 1941, ενόψη της σχεδιαζόμενης εισβολής στην ΕΣΣΔ, η ευθύνη για τους πολίτες μεταβιβάστηκε από τα στρατοδικεία στις ίδιες τις στρατιωτικές μονάδες. Με αυτό το μέτρο η απόδοση δικαιοσύνης καθίστατο μια συνοπτική διαδικασία εκτέλεσης και τρομοκράτησης του άμαχου πληθυσμού. Η διάκριση μεταξύ πολίτη και στρατιώτη του εχθρού, σχεδόν, είχε καταργηθεί, αφού οι ένοπλοι πολίτες θα αντιμετωπίζονταν ως άτακτα στρατεύματα, αντάρτες, ενώ εγκρινόταν η χρήση μαζικών αντιποίνων, κατά του άμαχου πληθυσμού. Σε συμπληρωματικές οδηγίες, για το διάταγμα του Χίτλερ, που εκδόθηκαν από την Ομάδα Στρατιάς Β στις 13 Ιουνίου 1941, αναστελλόταν η ισχύς του άρθρου II της Συνθήκης της Χάγης, για τη διεξαγωγή του πολέμου στην ξηρά. Με βάση αυτή την τροποποίηση οι επιχειρήσεις, κατά των άμαχων πολιτών υπόκεινται σε τιμωρία, μόνο εάν παραβιάζουν τους πειθαρχικούς κανόνες. Σταδιακά η προπαγάνδα των Γερμανών, για ταύτιση των Σοβιετικών πολιτών με άτακτα στρατεύματα κατέστη κατά το μάλλον ή ήττον πραγματικό δεδομένο. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν, τόσο στη βία και τις τακτικές καταστολής του Γερμανικού Στρατού κατοχής, όσο και στην αναβάθμιση της αντίστασης χάρη στις ενέργειες των πολιτικών στελεχών του Ερυθρού Στρατού και των συνδέσμων τους στα μετόπισθεν. Από τα μέσα του 1942 η αντιστασιακή δραστηριότητα θα κορυφωνόταν, ιδίως στη Λευκορωσία. Αντίστοιχα, ωστόσο, θα επιτεινόταν και η βία των δυνάμεων κατοχής, που αντιμετώπιζαν πλέον τους αντάρτες, ως «συμμορίτες» (banditen), ταραξίες της έννομης τάξης. Η καταστολή ανατέθηκε στα Waffen SS, ακόμη και σε ειδικές μονάδες, όπως το Τάγμα «Ντιρλεβάνγκερ», που αποτελείτο από κοινούς κατάδικους, του ποινικού δικαίου, και το οποίο αργότερα διαλύθηκε, λόγω απειθαρχίας και εγκλημάτων πολέμου. Χαρακτηριστική είναι η φρασεολογία στη Διαταγή της Ανωτάτης Διοίκησης της Wehrmacht της 16ης Δεκεμβρίου 1942, όταν πλέον η αντιστασιακή δραστηριότητα και οι εξελίξεις στο νότιο τομέα του μετώπου είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις γερμανικές επιχειρήσεις, κατά του Ερυθρού Στρατού: «[...] 1. Σε αυτό τον πόλεμο κατά των συμμοριτών ο εχθρός χρησιμοποιεί φανατικούς μαχητές με κομμουνιστική εκπαίδευση, οι οποίοι δεν διστάζουν να πραγματοποιήσουν κάθε βίαιη πράξη. Περισσότερο από ποτέ το θέμα είναι πλέον η μάχη για την ίδια την ύπαρξή μας. Η μάχη αυτή δεν σχετίζεται με τον ιπποτισμό της μάχης ή τις συμφωνίες της Συνθήκης της Γενεύης. [...] 2. Κανείς Γερμανός, που εμπλέκεται σε αυτό τον πόλεμο κατά των συμμοριτών δεν θα υπόκειται σε πειθαρχικές ενέργειες για τη διαγωγή του στον πόλεμο, κατά των συμμοριτών και των συνεργατών τους».
Στο νότιο τομέα επιχειρήσεων ο Γερμανικός Στρατός προέβη κατά την προέλασή του προς το Στάλινγκραντ και την ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου σε αρκετά εγκλήματα πολέμου. Μετά την κατάληψη της πόλης Λουτσκ στην Ουκρανία στο τέλος Ιουνίου του 1941, μονάδες της SD συνέλαβαν 300 Εβραίους και 20 κομμουνιστές, τους τελευταίους με την κατηγορία της λεηλασίας. Όλοι εκτελέστηκαν στις 30 loυνίου. Στις 2 Ιουλίου μονάδες της στρατιωτικής αστυνομίας και της 6ης Στρατιάς εκτέλεσαν, σε συνεργασία με τον ουκρανικό πληθυσμό περισσότερους από 1.000 Εβραίους στην πόλη, ως ανταπόδοση για την παλαιότερη εκτέλεση 2.800 Ουκρανών από το σοβιετικό καθεστώς. Με τα μέτρα αυτά ο Γερμανικός Στρατός επιδίωκε, αφενός την εκκαθάριση των μετόπισθεν από πιθανά εχθρικά στοιχεία, αφετέρου την απόσπαση της εύνοιας του ουκρανικού πληθυσμού, που αρχικά υποδέχθηκε τους Γερμανούς, ως απελευθερωτές από τη σοβιετική καταπίεση. Στις αρχές Ιουλίου του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις, συγκεκριμένα άνδρες της Μεραρχίας «Βίκινγκ» των SS, της 9ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, της 60ής Μεραρχίας Πεζικού και της 125ης Μεραρχίας Πεζικού εκτέλεσαν περίπου 1.000 Εβραίους της Ταρνοπόλ, ως αντίποινα για τις ακρότητες σε βάρος Ουκρανών, αιχμάλωτων Γερμανών στρατιωτών και κατοίκων γερμανικής καταγωγής της ΕΣΣΔ από μονάδες της NKVD, της σοβιετικής μυστικής αστυνομίας. Στις αρχές Αυγούστου του 1941 η SD συνέλαβε περισσότερους από 400 Εβραίους στο Ζίτομιρ, οι οποίοι εκτελέστηκαν σε συνεργασία με την 6η Στρατιά. Στο Φάστοβ (Fastov), σύμφωνα με την Αναφορά Επιχειρησιακής Κατάστασης, αρ. 80 (11/9/1941), «η τάξη ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί μόνον αφού εκτελέστηκαν ένας πρώην τρομοκράτης και ολόκληρος ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης, μεταξύ 12 και 60 ετών, συνολικά 262 άτομα, από το Sonderkommando 4a». Μετά την κατάληψη του Κιέβου ο Γερμανικός Στρατός εκκένωσε την πόλη και τα περίχωρα από ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό, τον οποίον θεωρούσε υπεύθυνο για την παρατεινόμενη αντιστασιακή δραστηριότητα στο εσωτερικό της κατειλημμένης πόλης. Στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου μονάδες των SS εκτέλεσαν συνολικά 33.771 Εβραίους στη θέση Μπάμπι Γιαρ. Οι νεκροί τοποθετήθηκαν σε έναν εκτεταμένο χώρο ταφής, ο οποίος κατόπιν σκεπάστηκε με χώμα. Στο Χάρκοβο στο τέλος του 1941 θανατώθηκαν 200 κομμουνιστές, με εκτέλεση ή απαγχονισμό σε δημόσια θέα, καθώς και ορισμένοι Εβραίοι, ως αντίποινα, για το θάνατο Γερμανών στρατιωτών από βόμβες που είχαν τοποθετηθεί σε δημόσια κτήρια από τον υποχωρούντα Σοβιετικό Στρατό. Στον κεντρικό τομέα επιχειρήσεων των γερμανικών δυνάμεων, με απόληξη τα περίχωρα της Μόσχας, οι γερμανικές δυνάμεις αντιμετώπισαν, επίσης, με αγριότητα την αντιστασιακή δραστηριότητα των Σοβιετικών. Τον πρώτο χρόνο της κατοχής, έως τα μέσα του 1942, θανατώθηκαν περίπου 80.000 άτομα, για αντιστασιακή δραστηριότητα. Συχνά τα γερμανικά στρατεύματα χρησιμοποιούσαν άμαχους πολίτες ως ανθρώπινες ασπίδες σε ορισμένες επιχειρήσεις τους, ενίοτε χωρίς αποτέλεσμα, αφού οι στρατιώτες δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν τους άμαχους, οι οποίοι θεωρούντο προδότες και συνεργοί του εχθρού. Σε άλλες περιπτώσεις οι άμαχοι χρησιμοποιούντο για την εκκαθάριση ναρκοπεδίων, τακτική, που απαγορευόταν από το διεθνές δίκαιο. Ο διοικητής της 9ης Στρατιωτικής Περιφέρειας απέστειλε την ακόλουθη αναφορά στην Ανώτατη Διοίκηση για τις ακρότητες των γερμανικών στρατευμάτων: «Θέμα: Ακρότητες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού της Ανατολής. Όσον αφορά τις πολυάριθμες μαζικές εκτελέσεις στη Ρωσία, ήμουν αρχικά πεπεισμένος ότι είχαν τονιστεί υπέρμετρα. Επισυνάπτω μια αναφορά του στρατηγού Ρέσλερ, η οποία επιβεβαιώνει πλήρως τις φήμες αυτές. [...]. Εάν τέτοια μέτρα πραγματοποιούνται ανοικτά, θα γίνουν γνωστά πίσω στην πατρίδα και θα προκαλέσουν επικρίσεις. Σίρβιντ (Schirwindt)».
Το 1943 οι επιχειρήσεις κατά των ανταρτών κατέστησαν πραγματικός τακτικός πόλεμος. Πλέον ο Γερμανικός Στρατός χρησιμοποιούσε βαρύ εξοπλισμό, τεθωρακισμένα, ακόμη και την αεροπορία, για να καταστείλει την αντιστασιακή δραστηριότητα. Στις επιχειρήσεις αυτές εμπλέκονταν η Wehrmacht, οι ειδικοί σχηματισμοί Einsatzgruppen, τα SS, η SD και η αστυνομία. Ολόκληρες περιοχές εκκενώνονταν από τον πληθυσμό τους, ώστε να δημιουργηθούν νεκρές ζώνες και να διευκολυνθεί ο έλεγχος στα μετόπισθεν. Η ιταλική στρατιωτική παρουσία στη Γιουγκοσλαβία, κυρίως στο Μαυροβούνιο, συνοδεύτηκε από σημαντικά επεισόδια σε βάρος των άμαχων πολιτών. Την 1η Μαρτίου 1942 ο στρατηγός Μάριο Ροάτα, επί κεφαλής της Δεύτερης Στρατιάς, εξέδωσε τη διαταγή 3C προς τους υφισταμένους του. Το κείμενο προέβλεπε αυστηρές κυρώσεις για τον υποτελή σλαβικό πληθυσμό, αφού θα εφαρμόζονταν μαζικές και συνοπτικές εκτελέσεις, λήψη ομήρων, πραγματοποίηση εκτεταμένων άλλων αντιποίνων, όπως φυλακίσεις και πυρπολήσεις οικιών και γενικώς, δρακόντεια μέτρα, που αποσκοπούσαν στην τρομοκράτηση του σλαβικού πληθυσμού. Μετά τον πόλεμο, πάντως, δεν υπήρξαν καταδίκες σε βάρος των Ιταλών εγκληματιών πολέμου, που έδρασαν στη βόρεια και την ανατολική Αφρική, τη Γαλλία, τη Βαλκανική Χερσόνησο και το Ανατολικό Μέτωπο, μολονότι περισσότεροι από 1.200 Ιταλοί αξιωματικοί παραπέμφθηκαν με σχετικές κατηγορίες. Αντίθετα, δηλαδή, με ό,τι συνέβη στην ηττημένη Γερμανία μετά το τέλος του πολέμου και την εμπειρία της αποναζιστικοποίησης, στην Ιταλία δεν υπήρξαν αντίστοιχα φαινόμενα απόδοσης δικαιοσύνης ή συλλογικής ενοχοποίησης των επικεφαλείς αξιωματούχων λ.χ. των φασιστικών οργανώσεων, παρά τα διαβήματα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών των κυβερνήσεων της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Αιθιοπίας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκεύαση απόδοσης του περιεχομένου της ιστορικής έρευνας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογραφίσεως ή άλλο, χωρίς γραπτή άδεια του Ι.Α.Κ. (Ν 2121/1993)
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκεύαση απόδοσης του περιεχομένου της ιστορικής έρευνας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογραφίσεως ή άλλο, χωρίς γραπτή άδεια του Ι.Α.Κ. (Ν 2121/1993)
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.