Η συνέχεια της προδημοσίευση του υπό έκδοση βιβλίου του ιστορικού ερευνητή της Επιχείρησης Καλάβρυτα Δημητρίου Κανελλόπουλου ΜΕΡ...
Η συνέχεια της προδημοσίευση του υπό έκδοση βιβλίου του ιστορικού ερευνητή της Επιχείρησης Καλάβρυτα Δημητρίου Κανελλόπουλου
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ
Ανασκόπηση – Απολογισμός ‒ Διαπιστώσεις
Κρίσεις – Συμπεράσματα
-4-
Εγκλήματα πολέμου του Άξονα κατά της Ελλάδας
Κατά τη διάρκεια του
Ελληνογερμανικού πολέμου (6 Απριλίου-31 Μαΐου 1941) ο Γερμανικός Στρατός
κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να ελέγξει την Ηπειρωτική Ελλάδα και στο
τέλος Μαΐου να επιτύχει, με μια τολμηρή επιχείρηση, την κατάληψη της νήσου
Κρήτης. Κατά την προέλαση του Γερμανικού Στρατού δεν σημειώθηκαν έκτροπα σε
βάρος των Ελλήνων στρατιωτών ή των άμαχων πολιτών. Η Luftwaffe είχε
πραγματοποιήσει απλώς επιλεκτικούς βομβαρδισμούς, όπως εναντίον της Λάρισας,
των Φαρσάλων και της Λαμίας. Σημειώθηκαν, βεβαίως, και παρατυπίες, όπως ο
βομβαρδισμός του πλωτού νοσοκομείου «Αττική», το οποίο ήταν ελλιμενισμένο στον
Καφηρέα. Το πλοίο, το οποίο μετέφερε τραυματίες του πολέμου, έφερε τα διεθνή
αναγνωριστικά εμβλήματα, που το προσδιόριζαν, ως νοσοκομειακό σκάφος, ωστόσο,
δέχθηκε σφοδρή επίθεση γερμανικών αεροπλάνων. Από τη βύθισή του διασώθηκαν
ελάχιστοι από τους επιβαίνοντες, τραυματίες και μέλη του προσωπικού. Με
προσωπική εντολή του Χίτλερ είχε αποφευχθεί ο βομβαρδισμός της Αθήνας, ενώ
στις 3 Μαΐου 1941 διατάχθηκε η απελευθέρωση των αιχμάλωτων Ελλήνων στρατιωτών,
στους οποίους επιτράπηκε να επιστρέψουν στις εστίες τους. Παράλληλα, επιτράπηκε
στους αξιωματικούς του ΕΣ να κρατήσουν τα όπλα τους. Οι ενέργειες αυτές
αποτελούσαν σαφείς κινήσεις καλής θέλησης, καθώς, για παράδειγμα, ακόμη και
στην ηττημένη Γαλλία - η οποία αντιμετωπιζόταν, ως ένας από τους
σημαντικότερους εταίρους στη σχεδιαζόμενη αναδιάρθρωση της Ευρώπης - είχαν συλληφθεί,
ως αιχμάλωτοι περίπου 1.500.000 αξιωματικοί και στρατιώτες, οι οποίοι είχαν
μεταφερθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, ώστε να αποσοβηθεί το
ενδεχόμενο ανάπτυξης ισχυρού αντιστασιακού κινήματος, όπως και πραγματικά
έγινε.
Η γερμανική στρατιωτική
παρουσία στην Ελλάδα υπήρξε αρχικά ήπια, καθώς οι Γερμανοί επιδίωκαν να
κερδίσουν τη συμπάθεια του ελληνικού πληθυσμού. Ο αρχικά ευμενής, όμως, αυτός
τόνος της γερμανικής κατοχής διαταρασσόταν βέβαια, από πράξεις αντιποίνων των
δυνάμεων κατοχής, όπως αυτά, που συνέβησαν στην Κρήτη, αμέσως μετά τη λήξη των
συγκρούσεων, για την κατάληψη της νήσου. Αφορμή στάθηκε ο ακρωτηριασμός των
πτωμάτων ορισμένων Γερμανών αλεξιπτωτιστών, γεγονός, για το οποίο θεωρήθηκαν
υπεύθυνοι πολλοί κάτοικοι της νήσου, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στην
προσπάθεια απόκρουσης των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Καθώς η συμμετοχή πολιτών
κατά τακτικού στρατού απαγορευόταν από το διεθνές δίκαιο, η γερμανική πλευρά
θεώρησε τη στάση αυτή των Κρητικών χωρικών, ως έγκλημα πολέμου. Γι' αυτό το
λόγο έσπευσε να υιοθετήσει την επιβολή, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντιποίνων.
Το σχετικά άγνωστο αυτό θέμα - των ακροτήτων, δηλαδή τις οποίες διέπραξαν
μονάδες των Συμμάχων, αλλά, κυρίως Έλληνες πολίτες στην Κρήτη κατά των γερμανικών
μονάδων - παρουσιάστηκε σε μια γερμανική λευκή βίβλο του 1942 με τίτλο:
Παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου από μέρους των βρετανικών στρατιωτικών αρχών
και του αστικού πληθυσμού της Κρήτης. Μεταπολεμικά το βρετανικό Υπουργείο
Εξωτερικών αναγνώρισε ότι κατά τη διάρκεια της μάχης της Κρήτης είχαν όντως
διαπραχθεί ακρότητες σε βάρος των Γερμανών στρατιωτών, τόσο από Βρετανούς
στρατιώτες, όσο και από Κρητικούς.
Οι πρώτες περιπτώσεις
εκτελέσεων άμαχων πολιτών από τις γερμανικές μονάδες στον ελληνικό χώρο
σημειώθηκαν στο νομό Χανίων της Κρήτης. Στο χωριό Κοντομαρί οι γερμανικές
δυνάμεις με επί κεφαλής τον υπολοχαγό Τρέμπες συγκέντρωσαν 25 άμαχους πολίτες
το απόγευμα της 2ας Ιουνίου 1941. Κατόπιν οδηγήθηκαν σε έναν κοντινό ελαιώνα,
όπου παρά κάποιες αρχικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του επί κεφαλής του
εκτελεστικού αποσπάσματος και των αμάχων, τελικά εκτελέστηκαν με τυφεκισμό.
Ένας κάτοικος μόνο γλύτωσε, ο Γεώργιος Γαλάνης, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει
μέσα στην αναταραχή. Η εκτέλεση των άμαχων πολιτών πραγματοποιήθηκε, ως πράξη
αντιποίνων, για το θάνατο ενός Γερμανού ανθυπολοχαγού τις προηγούμενες ημέρες
στην περιοχή, πιθανώς από εντόπιους. Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε, πάλι στο
νομό Χανίων, η σφαγή στην Κάνδανο, όπου οι Γερμανοί στρατιώτες υπό το λοχαγό
Νίμπερ εκτέλεσαν ολόκληρο τον άμαχο πληθυσμό του χωριού και ισοπέδωσαν τον
οικισμό. Τοποθέτησαν μάλιστα μια ξύλινη επιγραφή, όπου αναφερόταν το εξής
κείμενο: «Ως αντίποινον των από οπλισμένων πολιτών ανδρών και γυναικών εκ των
όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών κατεστράφη η Κάνδανος», ενώ σε άλλη
δίγλωσση επιγραφή - εν είδει ταφικού μνημείου - αναγραφόταν: «Εδώ υπήρχε η
Κάνδανος. Κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών Στρατιωτικών».
Επίσης, στο Κυρτόμαδο φονεύτηκαν πολλοί Γερμανοί στρατιώτες από τους
Κρητικούς. Στις 2 Ιουνίου 1941 γερμανικές δυνάμεις περικύκλωσαν το χωριό και
αρχικά συνέλαβαν οκτώ κατοίκους, τους οποίους εκτέλεσαν, χωρίς καθυστέρηση.
Αμέσως μετά συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι του χωριού, στους οποίους ανακοινώθηκε
ότι οι εκτελέσεις ήταν αντίποινα για τις ακρότητες, που είχαν σημειωθεί κατά τη
μάχη της Κρήτης, σε βάρος αιχμάλωτων Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Τελικά
εκτελέστηκαν 16 επιπλέον κάτοικοι. Νέα μαζική εκτέλεση αμάχων σημειώθηκε την
1η Αυγούστου 1941 στο χωριό Αλικιανός του νομού Χανίων. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν
συνολικά 108 αιχμάλωτους χωρικούς από τον Αλικιανό και από τα γειτονικά χωριά
(Σκηνές, Φουρνές, Πρασές, Βατόλακος, Κουφού, Νέα Ρούματα, Ορθούνιο κ.ά.). Η
απουσία αξιόλογου αντιστασιακού κινήματος κατά την αρχική περίοδο της Κατοχής
διευκόλυνε τους γερμανικούς σχεδιασμούς. Μεμονωμένες ενέργειες, πάντως,
αντιμετωπίζονταν με ιδιαίτερη αυστηρότητα, ώστε να καταπνιγεί, κάθε απόπειρα
συγκρότησης μιας αντιστασιακής τάσης στη γένεσή της.
Από το φθινόπωρο του 1941
παρατηρήθηκε αύξηση της αντιστασιακής δραστηριότητας στην περιοχή της
κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό Κιλκίς δρούσε η μικρή αντιστασιακή ομάδα
«Αθανάσιος Διάκος». Μετά το φόνο δύο Γερμανών στρατιωτικών - και τον
τραυματισμό ενός τρίτου - σε ενέδρα, διατάχθηκε η επιβολή εκτεταμένων
αντιποίνων. Άλλωστε, είχε προηγηθεί η έκδοση μιας γενικής διαταγής από το
Αρχηγείο της Wehrmacht στις 16 Σεπτεμβρίου 1941, η οποία θα ίσχυε για όλες τις
χώρες της κατεχόμενης Ευρώπης. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, η οποία αποσκοπούσε
στην αποτροπή εμφάνισης αντιστασιακών κινημάτων, θα εκτελούντο 50 άμαχοι
πολίτες για το φόνο κάθε Γερμανού στρατιώτη. Στην περιοχή του Κιλκίς οι
γερμανικές δυνάμεις κατέστρεψαν τον Οκτώβριο του 1941 ολοσχερώς τα χωριά, όπου
έδρευαν τα μέλη των αντιστασιακών ομάδων (Άνω και Κάτω Κερδύλλια, Μεσόβουνο
κά.). Συγκεκριμένα, στις 17 Οκτωβρίου 1941 γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις
περικύκλωσαν το χωριό ΄Ανω Κερδύλλια. Αφού ανάγκασαν όλους τους κατοίκους του
χωριού να συγκεντρωθούν στην πλατεία, προχώρησαν σε διαχωρισμό των ενήλικων
αρρένων από τις γυναίκες και τα παιδιά. Οι άνδρες εκτελέστηκαν, συνολικά 138
άτομα, ενώ, επίσης, καταστράφηκαν και αρκετά κτίσματα του χωριού. Το απόγευμα
της ίδιας ημέρας σημειώθηκαν εκτελέσεις 84 άμαχων πολιτών στο Κάτω Κερδύλλιον,
ενώ ανάλογα περιστατικά σημειώθηκαν στις 20 Οκτωβρίου στο Καλόκαστρο, όπου
απαγχονίστηκαν 12 άτομα, στις 23 Οκτωβρίου στο Μεσόβουνο, όπου εκτελέστηκαν
135 άτομα, και στις 25 Οκτωβρίου στο Αμπελόφυτο, όπου εκτελέστηκαν 18 άτομα. Οι
θάνατοι των άμαχων πολιτών από τις επιχειρήσεις αυτές ανήλθαν σε 389 άτομα,
ενώ ένας μεγάλος αριθμός γυναικών και παιδιών αναγκάστηκε, λόγω των συνθηκών να
μετοικήσει σε άλλους οικισμούς. Οι γερμανικές αστυνομικές αρχές προέβαιναν συχνά
σε διώξεις, συλλήψεις και βασανισμούς άμαχων Ελλήνων πολιτών, σε ορισμένες δε
περιπτώσεις ακόμη και σε θανατώσεις, χωρίς την προγενέστερη έκδοση
καταδικαστικών αποφάσεων. Στην ευρύτερη περιφέρεια των Αθηνών ομαδικές
εκτελέσεις άμαχων πολιτών άρχισαν να σημειώνονται από τον Μάϊο του 1942, μετά
από τη διενέργεια πράξεων δολιοφθοράς. Οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, που
έδρευαν στην Αθήνα πραγματοποιούσαν σε τακτά διαστήματα αποκλεισμούς ολόκληρων
συνοικιών, κατά τους οποίους συνελάμβαναν εκατοντάδες άτομα. Στις επιχειρήσεις
αυτές - γνωστές και, ως «μπλόκα» - ενίοτε εκτελούντο και δεκάδες άμαχοι
πολίτες. Οι γνωστότερες τέτοιες περιπτώσεις είναι τα μπλόκα του συνοικισμού της
Νέας Κοκκινιάς και του Βύρωνα της Αθήνας. Στις 17 Αυγούστου 1944, μετά από
επίθεση αγνώστων σε Γερμανό αξιωματικό, άνδρες της Wehrmacht και των Waffen SS
περικύκλωσαν το συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς, αποκλείοντας κάθε οδό διαφυγής.
Κατόπιν διέταξαν τη συγκέντρωση όλων των αρρένων στις δύο πλατείες της
περιοχής. Ακολούθησε επίθεση σε πολλές κατοικίες με πολυβόλα, τυφέκια, ακόμη
και με όλμους, από τις οποίες σκοτώθηκαν αρκετοί άμαχοι πολίτες. Περίπου 170
κατοικίες, για τις οποίες υπήρχε υποψία ότι αποτελούσαν οχυρά ανταρτών,
καταστράφηκαν την ημέρα εκείνη με αυτό τον τρόπο. Οι περίπου 7.000 άρρενες
κάτοικοι οδηγήθηκαν πεζοί ως όμηροι στο Χαϊδάρι. Από αυτούς οι περισσότεροι,
τελικά, αφέθηκαν ελεύθεροι, όμως 90 άτομα εκτελέστηκαν την ίδια ημέρα. Στο
Βύρωνα το μπλόκο έλαβε χώρα στις 7 Αυγούστου 1944, αφού ένα γερμανικό
στρατιωτικό αυτοκίνητο δέχθηκε πυροβολισμούς κατά τη διέλευσή του από την
περιοχή. Μονάδες των Waffen SS συγκέντρωσαν τους άρρενες κατοίκους στην
πλατεία, όπου ζητήθηκε από τους συγκεντρωμένους να κατονομαστούν οι ένοχοι της
επίθεσης. Καθώς, η ευθύνη δεν αναλήφθηκε από κανένα συγκεκριμένο άτομο, οι
Γερμανοί στρατιώτες εκτέλεσαν τελικά 14 άμαχους πολίτες. Υπήρξαν, επίσης,
διάφορα άλλα περιστατικά, κατά το οποία σημειώθηκαν εγκληματικές ενέργειες σε
βάρος των άμαχων πολιτών. Στις 29 Απριλίου 1944, για παράδειγμα, εκτελέστηκαν
26 άτομα στον περίβολο της εκκλησίας του Αγίου Σάββα, κοντά στο
Πυριτιδοποιείον. Στις 24 Αυγούστου 1944 φονεύτηκαν 24 άτομα στην Καλλιθέα, ενώ
σε πολλές περιπτώσεις Έλληνες πολίτες απαγχονίζονταν και τα άψυχα σώματα
αφήνονταν επί ημέρες σε κοινή θέα, για να αποτραπεί η αντιστασιακή
δραστηριότητα. Οι Γερμανοί διατηρούσαν πολυάριθμα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην
ελληνική επικράτεια, όπου παρέμεναν κατά καιρούς έγκλειστοι χιλιάδες Έλληνες
πολίτες. Τα σημαντικότερα ήταν αυτό του Χαϊδαρίου στην Αθήνα, της Λάρισας και
της Θεσσαλονίκης. Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου περιήλθε σε γερμανικό έλεγχο τον
Οκτώβριο του 1943, υπό τον οποίο παρέμεινε έως το Σεπτέμβριο του 1944. Ο μέσος
αριθμός των εγκλείστων ανερχόταν σε 2.000 περίπου άτομα, ενώ από τον
Σεπτέμβριο του 1944 παρέμειναν έγκλειστα 200 άτομα, τα οποία τελικά,
απελευθερώθηκαν από την Ελληνική Χωροφυλακή. Στο στρατόπεδο πραγματοποιήθηκαν
ομαδικές εκτελέσεις εγκλείστων σε ορισμένες περιπτώσεις. Την 1η Μαΐου 1944 εκτελέστηκαν
στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κρατούμενοι, λόγω κομμουνιστικών
φρονημάτων, ενώ ακολούθησαν και άλλες ομαδικές εκτελέσεις δεκάδων ατόμων.
Η Υπηρεσία Ασφαλείας (SD)
στην Ελλάδα, με επί κεφαλής το δρα Βάλτερ Μπλούμε, διατηρούσε στρατόπεδα
συγκέντρωσης, όπως το Μέρλιν 11 και το στρατόπεδο στο Χαϊδάρι. Οι Γερμανοί
παρέλαβαν, επίσης, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το Σεπτέμβριο του 1943 τα
στρατόπεδα συγκέντρωσης, που διατηρούσαν οι έως τότε σύμμαχοί τους. Στη Λάρισα
το στρατόπεδο συγκέντρωσης τον Απρίλιο του 1944 περιελάμβανε 1.300 αμάχους, εκ
των οποίων 350 ήταν κομμουνιστές και 100 «καταδικασθέντες από στρατιωτικά
δικαστήρια». Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, τον Σεπτέμβριο του 1943, η κατοχή
της Ελλάδας - εκτός από την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής
Θράκης - περιήλθε υπό τον έλεγχο των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Σταδιακά
ο τρόπος αντίδρασης των κατοχικών δυνάμεων έναντι των αντιστασιακών ενεργειών
κατέστη πιο αυστηρός και ανελέητος. Ενώ παλαιότερα οι Γερμανοί επιτιμούσαν τις
ιταλικές δυνάμεις για τη βιαιότητα με την οποία φέρονταν στον άμαχο ελληνικό
πληθυσμό, πλέον υιοθετούσαν και οι ίδιοι παρόμοιες βάναυσες συμπεριφορές. Η
Wehrmacht εφήρμοζε την αναλογία της εκτέλεσης δέκα άμαχων Ελλήνων πολιτών για
το φόνο κάθε Γερμανού στρατιώτη, ενώ οι μονάδες των Waffen SS τηρούσαν πιστά
τις κατευθύνσεις της διαταγής του 1941, η οποία προέβλεπε την εκτέλεση 50
αμάχων για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη. Ήταν φανερό ότι οι τακτικές του ΕΛΑΣ -
ο οποίος επιδιδόταν σε σποραδικές επιθέσεις, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες
στον απροστάτευτο πληθυσμό - προκαλούσαν υψηλότατες απώλειες μεταξύ του άμαχου
ελληνικού πληθυσμού. Από το τέλος του 1943 το γερμανικό επιτελείο μετέφερε
ενισχύσεις στην Ελλάδα, καθώς, υπήρχε η εκτίμηση ότι οι Σύμμαχοι πιθανόν να
πραγματοποιούσαν την αναμενόμενη απόβασή τους στο χώρο της Μεσογείου στην
Ελλάδα. Τον τελευταίο χρόνο της στρατιωτικής κατοχής της Ελλάδας (Σεπτέμβριος
1943-Σεπτέμβριος 1944) η καταστολή του αντιστασιακού κινήματος από την πλευρά
των Γερμανών έλαβε το χαρακτήρα μιας αιματηρής εκστρατείας τρομοκράτησης του
άμαχου πληθυσμού της υπαίθρου, για τον οποίο υπήρχε η εκτίμηση ότι παρείχε
υλική στήριξη στους αντάρτες. Από τον Ιούνιο του 1943, έως το τέλος της
Κατοχής, οι γερμανικές δυνάμεις διεξήγαγαν οκτώ ευρείες επιχειρήσεις κατά των
ελληνικών αντιστασιακών ομάδων («Augustus», «Panther», «Tiger», «Pouma»,
«Hubertus», «Maigewitter», «Steinadler», «Kreuzotter»). Σύμφωνα με στοιχεία των
ιδίων των αρχών Κατοχής, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων αυτών οι
γερμανικές δυνάμεις κατέστρεψαν και λεηλάτησαν περισσότερα από 1.000 χωριά
στην ύπαιθρο, ενώ τυφέκισαν, απαγχόνισαν ή ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου,
περισσότερους από 25.000 άμαχους Έλληνες πολίτες. Η προσπάθεια των γερμανικών
αρχών κατοχής συναντούσε σοβαρές τακτικές δυσκολίες, λόγω της ιδιομορφίας του
φυσικού τοπίου, το οποίο προσφερόταν, για εφαρμογή τακτικών ανταρτοπολέμου. Σε
αναφορά του ο στρατηγός Χούμπερτ Λαντς (Hubert Lanz), διοικητής του 22ου
Σώματος Στρατού, επισήμανε αυτά, ακριβώς, τα δεδομένα: «Το έδαφος ήταν
εξαιρετικά κατάλληλο για ανταρτοπόλεμο. Βουνά υψώνονταν και από τις δύο πλευρές
του δρόμου, ενώ στις απότομες δασωμένες πλαγιές βρίσκονταν χωριά και μεμονωμένα
αγροτόσπιτα. Οι αντάρτες και αυτοί που τους βοηθούσαν παραμόνευαν παντού».
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943,
μετά την αναστάτωση που προήλθε, λόγω της ιταλικής συνθηκολόγησης, σκοτώθηκε
στη Λιβαδειά ένας Γερμανός στρατιώτης από Έλληνες αντάρτες, ενώ τραυματίστηκαν
μερικοί άλλοι. Τις επόμενες ημέρες οι Γερμανοί επιδόθηκαν σε περιορισμένα
αντίποινα σε βάρος των πολιτών. Στις 10 Σεπτεμβρίου συνέλαβαν πέντε τυχαίους
πολίτες, και αφού τους έκλεισαν σε ένα οίκημα, τους σκότωσαν με
χειροβομβίδες. Την επόμενη ημέρα συνέλαβαν περί τους 1.500 κατοίκους, τους
οποίους έθεσαν σε προσωρινή κράτηση. Το απόγευμα εκτέλεσαν δέκα αιχμαλώτους
απαγχονίζοντάς τους στην κεντρική πλατεία της πόλης. Παρόμοια μέτρα έλαβαν οι
γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην πόλη και στις 5 Ιανουαρίου 1944, όταν
συνελήφθησαν, ως όμηροι 200 κάτοικοι. Τρεις ημέρες αργότερα 50 από αυτούς εκτελέστηκαν
με πολυβόλα, κοντά στην οδό Λιβαδειάς - Αθηνών. Μεταξύ των γερμανικών
εγκλημάτων πολέμου διακρίνονται ιδιαίτερα τρεις περιπτώσεις: Η καταστροφή του
Κομμένου στον νομό Άρτας, των Καλαβρύτων στο νομό Αχαΐας και του Διστόμου στο
νομό Φωκίδας. Η καταστροφή του Κομμένου σημειώθηκε τον Αύγουστο του 1943.
Στις 12 Αυγούστου είχε διέλθει από το χωριό ένα γερμανικό επιβατικό αυτοκίνητο,
το οποίο μετέφερε τρεις Γερμανούς αξιωματικούς. Οι Γερμανοί αξιωματικοί
αντιλήφθηκαν την παρουσία ένοπλων ανταρτών του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ στο χωριό.
Μερικές ημέρες αργότερα, στις 16 Αυγούστου 1943, οι γερμανικές δυνάμεις
επέστρεψαν, αναζητώντας τις δυνάμεις των ανταρτών. Η επιχείρηση άρχισε πολύ
νωρίς το πρωΐ, στις 05.30, και δεν έληξε παρά το μεσημέρι, μετά από επτά ώρες.
Οι γερμανικές δυνάμεις ανήκαν στην 1η Μεραρχία Ορεινών Κυνηγών «Edelweiss»
υπό το στρατηγό Στέτνερ, η οποία έδρευε στη Φιλιππιάδα της Ηπείρου. Σε πρώτη
φάση περικύκλωσαν το χωριό, ώστε να αποκλείσουν κάθε δυνατότητα διαφυγής των
κατοίκων. Αμέσως, άρχισε η επίθεση κατά των άμαχων κατοίκων. Από τους 680
κατοίκους του χωριού δολοφονήθηκαν σχεδόν οι μισοί, 317 άτομα. Μεταξύ των
νεκρών συγκαταλέγονταν και 74 παιδιά ηλικίας 1-10 ετών. Οι Γερμανοί, επίσης,
κατέστρεψαν 180 σπίτια του χωριού.
Στην περιοχή των Καλαβρύτων
της Αχαΐας αρχές Δεκεμβρίου 1943, ύστερα από προσχεδιασμένη στρατιωτική
επιχείρηση κατά του Επαναστατικού Κέντρου Καλαβρύτων, η Βέρμαχτ εξετέλεσε με
βαρβαρότητα τις μεγαλύτερες καταστροφές κατά τη διάρκεια της κατοχής στην
Ελλάδα. Στις 16 και 17 Οκτωβρίου 1943 μονάδες του ΕΛΑΣ συνεπλάκησαν με ομάδα
Γερμανών στρατιωτών στην Κερπινή, στην περιφέρεια Καλαβρύτων. Οι αντάρτες
κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν 86 Γερμανούς στρατιώτες. Ο Γερμανός στρατιωτικός
διοικητής ζήτησε την άμεση απελευθέρωση των αιχμάλωτων στρατιωτών και απείλησε
ότι σε αντίθετη περίπτωση θα εφήρμοζε το διάταγμα περί αντιποίνων, το οποίο
ίσχυε, για όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Οι Γερμανοί θα εκτελούσαν δέκα άμαχους Έλληνες
πολίτες, για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη. Ακολούθησε μια περίοδος διαπραγματεύσεων
μεταξύ των ανταρτών του ΕΛΑΣ και της γερμανικής πλευράς. Στις διαβουλεύσεις
αυτές, προ του αδιεξόδου και προς αποφυγήν σφαγής του άμαχου πληθυσμού,
μετείχαν και φορείς της Εκκλησίας, ώστε να επιτευχθεί η απελευθέρωση των
Γερμανών αιχμαλώτων και να αποφευχθεί η εκτέλεση των άμαχων κατοίκων. Ωστόσο,
οι επιτελείς του ΕΛΑΣ δεν δέχονταν να απελευθερώσουν τους Γερμανούς αιχμαλώτους,
θεωρώντας ότι μια τέτοια ενέργεια θα έβλαπτε την πολιτική τους, κατά την
περίοδο της Κατοχής. Καθώς, οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν τελικά σε αδιέξοδο,
στις 7 Δεκεμβρίου οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εκτέλεσαν τους 85 Γερμανούς αιχμαλώτους,
προβαίνοντας μάλιστα, σε ειδεχθείς ακρωτηριασμούς, σε ορισμένες περιπτώσεις,
κατά παράβαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Οι γερμανικές δυνάμεις είχαν
κινηθεί με ημερομηνία αναχώρησης την 5η Δεκεμβρίου 1943 από την Τρίπολη, το
Αίγιο και την Πάτρα, συγκλίνοντας προς την ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων. Επί κεφαλής
είχε τεθεί ο αντισυνταγματάρχης Γιούλιους Βόλφιγκερ. Στις 6 Δεκεμβρίου, μετά
από ένα ατύχημα του Βόλφιγκερ, διοικητής ορίστηκε ο Χανς Εμπερσμπέργκερ,
διοικητής του συντάγματος Αιγίου.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1943 οι
Γερμανοί εισήλθαν στα Καλάβρυτα, χωρίς να συναντήσουν οποιαδήποτε αντίσταση
από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ο Γερμανός διοικητής διαβεβαίωσε τους κατοίκους ότι
δεν επρόκειτο κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση
των δυνάμεων των ανταρτών. Την ημέρα εκείνη καταστράφηκαν απλώς ορισμένες
κατοικίες που ανήκαν σε αντάρτες. Τις επόμενες ημέρες οι Γερμανοί πραγματοποίησαν
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Στις 7 Δεκεμβρίου τμήματα
πεζών έλαβαν θέσεις κοντά στο χωριό Ρωγοί, όπου τοποθέτησαν πολυβόλα και
όλμους. Την επόμενη ημέρα το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ εκτελέστηκαν
και 65 κάτοικοί του, μεταξύ των οποίων και παιδιά. Την ίδια ημέρα ένα άλλο
γερμανικό απόσπασμα κατέλαβε την Κερπινή, την οποία κατέστρεψε, σκοτώνοντας 38
άνδρες. Ακολούθως, καταστράφηκαν η Άνω και η Κάτω Ζαχλωρού, όπου σκοτώθηκαν
επιπλέον 19 άνδρες. Στη συνέχεια έφθασαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και
σκότωσαν 16 άτομα, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς, ενώ εκτέλεσαν άλλους
εννέα μοναχούς, στη θέση Ψηλός Σταυρός. Στις 9 Δεκεμβρίου οι γερμανικές
δυνάμεις κατέλαβαν το χωριό Σούβαρδο, όπου έβαλαν φωτιά και σκότωσαν πέντε
άνδρες, ενώ το ίδιο συνέβη και στο χωριό Βραχνί, όπου εκτελέστηκαν έξι άνδρες.
Στη στάση της Κερπινής εγκαταστάθηκε γερμανική διμοιρία. Στη θέση αυτή εκτελέστηκαν
άλλοι τέσσερις άνδρες. Ήδη πριν πραγματοποιηθεί η σφαγή των Καλαβρύτων οι
γερμανικές δυνάμεις είχαν εκτελέσει 162 άτομα.
Το πρωΐ της 13ης Δεκεμβρίου
1943 άνδρες του 749 Jager Retsiment,
οι οποίοι ανήκαν στην Ομάδα Μάχης Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), περικύκλωσαν εκ
νέου τα Καλάβρυτα. Το σύνολο των κατοίκων οδηγήθηκε στο εσωτερικό του Δημοτικού
Σχολείου. Οι κάτοικοι διατάχθηκαν να πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα
μιας ημέρας. Στο Σχολείο πραγματοποιήθηκε διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και
γυναικών. Οι άνδρες και οι έφηβοι οδηγήθηκαν συντεταγμένοι σε φάλαγγες σε έναν
κοντινό λόφο, κοντά σε μια σπηλιά, στη θέση Ράχη του Καπή. Τα γυναικόπαιδα
παρέμειναν στο Σχολείο, αγωνιώντας για την τύχη των συγγενών τους. Στις 14.34
με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, οι οποίες εκτοξεύτηκαν από το
ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης των άμαχων
αιχμαλώτων. Οι άτυχοι άνδρες εκτελέστηκαν με πυρά από τα πολυβόλα. Από την
εκτέλεση επέζησαν, τελικά, μόνο 13 άτομα, τα οποία θάφτηκαν κάτω από τα
πτώματα των συγχωριανών τους. Η κωμόπολη καταστράφηκε ολοσχερώς, καθώς από τα
500 περίπου κτίσματα, μόνον οκτώ απέμειναν ανέπαφα. Στην απόρρητη αναφορά της
Ομάδας Μάχης Εμπερσμπέργκερ (αριθ. 583/43, 1/749, με ημερομηνία 22-12-1943), τα
γεγονότα περιγράφονται ως εξής: (...) «Η ομάδα μάχης Ebersberger προήλασε σε
τρία τμήματα προς τα Καλάβρυτα (Διαταγή I. / 749 της 3.12.1943 υπ. 8217, αριθ.
541/43 απόρρ.). Μόνο κατά την πρώτη και τη δεύτερη ημέρα υπήρξε μικρή επαφή με
τον εχθρό. Από τη δεύτερη ημέρα της επιχείρησης ο εχθρός εγκατέλειψε συστηματικά
την περιοχή. Οι προσπάθειες να τεθεί ο εχθρός σε καταδίωξη πάνω από την Υψηλή
Ράχη απέτυχαν. Η ομάδα μάχης επέστρεψε στις 15.12.43 μετά από εφαρμογή αντιποίνων
στο χώρο της επιχείρησης πίσω στο Αίγιο. Κατά την επιστροφή άφησε μια διμοιρία
κυνηγών σε επιφυλακή στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Κερπινής.» (...).
Εν τω μεταξύ στην Κρήτη η
επίταση της αντιστασιακής δραστηριότητας, σε συντονισμό με το αρχηγείο της
Μέσης Ανατολής, προκάλεσε από την πλευρά των Γερμανών νέα μαζικά αντίποινα σε
βάρος του άμαχου πληθυσμού. Το Σεπτέμβριο του 1943 σημειώθηκαν στην περιοχή
του χωριού Σύμη της περιφέρειας Βιάννου της ανατολικής Κρήτης συγκρούσεις
ανάμεσα στις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και μιας ελληνικής αντιστασιακής
ομάδας, υπό τον οπλαρχηγό Εμμανουήλ Μπαντουβά. Από τη σύγκρουση σκοτώθηκαν
αρκετοί Γερμανοί στρατιώτες, ενώ αιχμαλωτίστηκαν άλλοι 14. Τα γερμανικά
αντίποινα ήταν εκτεταμένα. Στις 14 Σεπτεμβρίου ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις της
Wehrmacht υπό το λοχαγό Μύλλερ περικύκλωσαν τα χωριά της περιφέρειας Βιάννου.
Εισέρχονταν στα χωριά και συνελάμβαναν αδιακρίτως τους άμαχους πολίτες,
εκτελώντας τελικά 461 άτομα, μεταξύ των οποίων και γυναίκες και παιδιά. Χάρη
στην παρέμβαση του μετέπειτα αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου Ψαλιδάκη αποτράπηκε,
η εκτέλεση 800 επιπλέον κατοίκων της περιφέρειας, οι οποίοι είχαν εγκλειστεί
από τους Γερμανούς στο Γυμνάσιο Βιάννου. Το βράδυ της 26ης Απριλίου 1944 ομάδα
Κρητικών ανταρτών με σύνδεσμο το Βρετανό αξιωματικό Πάτρικ Μάικλ Λη Φέρμορ
πέτυχε να απαγάγει τον αντιστράτηγο φον Κράιππε, ο οποίος μεταφέρθηκε τελικά
από βρετανικό κλιμάκιο στο Κάϊρο της Αιγύπτου. Η ενέργεια αυτή, που
υπαγορεύτηκε από τους Βρετανούς, είχε ως συνέπεια το θάνατο εκατοντάδων άμαχων
Ελλήνων κατά τους επόμενους μήνες, αφού πολύ συχνά οι Γερμανοί επικαλούντο, ως
δικαιολογία τη συμμετοχή κατοίκων στην επιχείρηση απαγωγής του Κράιππε, για να
δικαιολογήσουν τις επιχειρήσεις αντιποίνων. Έτσι, οι γερμανικές δυνάμεις κατέστρεψαν
πολλά χωριά (Γερακάρι, Γουργούθι, Καρδάρι, Βρύσες, Σμυλές, Άνω Μέρος, Κρύα
Βρύση και Σαχτούρια), προκαλώντας το θάνατο 350 περίπου ατόμων, καθώς και την
καταστροφή πολλών κατοικιών.
Στις 13 Αυγούστου 1944 οι
Γερμανοί προέβησαν στην καταστροφή των Ανωγείων στην επαρχία Μυλοποτάμου, ενός
από τα κέντρα της αντίστασης. Αφού αρχικά περικύκλωσαν το χωριό με ισχυρές
δυνάμεις, συνέλαβαν τους περίπου 2.500 κατοίκους, τους οποίους εκτόπισαν σε
περιοχές του νομού Ρεθύμνης. Αφού εκκένωσαν το χωριό με αυτό τον τρόπο, κατέστρεψαν
με δυναμίτη τις κατοικίες, μετατρέποντας τα Ανώγεια σε ένα σωρό ερειπίων. Οι
νεκροί άμαχοι από την επιχείρηση στα Ανώγεια και την ευρύτερη περιοχή ανήλθαν
σε 155 άτομα. Η ενέργεια αυτή δικαιολογήθηκε από το στρατηγό, διοικητή του Φρουρίου
Κρήτης, Μύλλερ με την ακόλουθη ανακοίνωση: «Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι
κέντρον αγγλικής κατασκοπείας εν Κρήτη και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το
φόνο του λοχίου φρουράρχου Γενί Γκάρε και της υπ' αυτόν φρουράς και επειδή οι
Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν
άσυλον και προστασίαν οι αντάρτες των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή
εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με το Στρατηγό φον Κράιππε χρησιμοποιήσαντες
ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ισοπέδωσιν τούτων και την
εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και
πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου. Ο Στρατηγός Διοικητής Φρουρίου
Κρήτης, Χανιά 13 Αυγούστου 1944».
Στις 22 Αυγούστου 1944
δύναμη 800 περίπου Γερμανών στρατιωτών περικύκλωσε το χωριό Γερακάρι. Το πρωΐ
της επόμενης ημέρας συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού όλους τους κατοίκους.
Κατά τη διαδικασία της έρευνας συνέλαβαν και εκτέλεσαν χωρίς αφορμή 36 άνδρες,
ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο, όπου περιορίστηκαν σε
στρατόπεδο. Στις 28 Αυγούστου 1944 γερμανικές δυνάμεις απέκλεισαν το χωριό
Μαλάθυρος. Αφού συνέλαβαν 61 κατοίκους, τους εκτέλεσαν αμέσως, ενώ την επόμενη
ημέρα εκτέλεσαν επιπλέον 12 αιχμάλωτους πολίτες.
Στις 5 Μαΐου 1944 το 7ο
Σύνταγμα της 4ης Μεραρχίας Polizei των SS επιτέθηκε στο χωριό Κλεισούρα στη
δυτική Μακεδονία, το οποίο κατέστρεψε σε επιχείρηση αντιποίνων, για τη δράση
των αντιστασιακών ομάδων. Κατά την επιχείρηση φονεύτηκαν 215 άνδρες, γυναίκες
και παιδιά. Λίγες ημέρες μετά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία ακολούθησε η
σφαγή στο Δίστομο της Φωκίδας. Στις 10 Ιουνίου 1944 μια μονάδα του 7ου Μηχανοκίνητου
Συντάγματος Πεζικού της 4ης Μεραρχίας των SS Polizei, που τελούσε υπό τις
διαταγές του ταγματάρχη των SS Φριτς Λάουτενμπαχ, είχε αναλάβει την επιχείρηση
εκκαθάρισης της περιοχής από τη Λιβαδειά έως την Αράχωβα, όπου δρούσαν ομάδες ανταρτών.
Το γερμανικό απόσπασμα δέχθηκε επίθεση λίγο έξω από το χωριό από ομάδα ανταρτών
του ΕΛΑΣ. Στις συμπλοκές, που ακολούθησαν σκοτώθηκαν επτά Γερμανοί στρατιώτες.
Η γερμανική μονάδα επέστρεψε στο χωριό, όπου εκτέλεσε με αγριότητα το σύνολο
των κατοίκων, 250 άτομα και κατέστρεψε τις κατοικίες. Η αναφορά, ωστόσο, την
οποία υπέβαλε ο Λάουτενμπαχ περιείχε αρκετές και σημαντικές ανακρίβειες,
γεγονός που προκάλεσε τη διεξαγωγή ανακριτικής έρευνας σε βάρος του από την
ίδια τη Wehrmacht. Η διαδικασία κινήθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι η αναφορά του
Λάουτενμπαχ ερχόταν σε αντίφαση με μια άλλη αναφορά, που είχε υποβάλλει ο
Γκέοργκ Κοχ, στέλεχος της μυστικής στρατιωτικής αστυνομίας (Geheime
Feldpolizei), που συνόδευε τους Γερμανούς στρατιώτες, κατά την επιχείρηση στο
Δίστομο.
Τον Αύγουστο του 1944 ο 2ος
Λόχος του 7ου Συντάγματος πυρπόλησε την πόλη του Καρπενησίου, που εν πολλοίς
χρησίμευε, ως βάση των ανταρτών. Κατά την επιχείρηση αυτή δεν υπήρξαν νεκροί
μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, καθώς οι κάτοικοι είχαν προλάβει να διαφύγουν
στις παρακείμενες ορεινές τοποθεσίες. Η μόνη δίκη, που διεξήχθη στη Δυτική
Γερμανία μεταπολεμικά για τα εγκλήματα πολέμου στην κατεχόμενη Ελλάδα
πραγματοποιήθηκε το 1951 στο Άουγκσμπουργκ. Ο κατηγορούμενος Ρίχαρντ Σ. (περίπτωση
288), για την αυθαίρετη εκτέλεση έξι άμαχων Κρητικών κηρύχθηκε αθώος με το
αιτιολογικό ότι το διεθνές δίκαιο καλύπτει την εκτέλεση υπόπτων κατά τη
διάρκεια του Αντάρτικου, «εφόσον βρίσκονταν κοντά στη γερμανική γραμμή του
πυρός και δεν ήταν πάραυτα σαφές ότι ήσαν υπεράνω πάσης υποψίας». Όσον αφορά
τη σφαγή των Καλαβρύτων, η οποία είχε ρητά χαρακτηρισθεί έγκλημα στο πινάκιο 7
των δικών της Νυρεμβέργης, η Εισαγγελία του Μπόχουμ είχε άλλη άποψη. Δεκαετίες
αργότερα διέκοψε τις ανακρίσεις σε βάρος του κατηγορούμενου Φραντς Γιούπε
θεωρώντας το έγκλημα νόμιμο αντίποινο στο πλαίσιο του πολεμικού δικαίου. Αμέσως,
μετά τον πόλεμο το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως εκτίμησε τα θύματα από τα γερμανικά
και ιταλικά αντίποινα σε 30.000 άνδρες και γυναίκες. Σύμφωνα με την ίδια πηγή
5.000 επιπλέον Έλληνες πολίτες σκοτώθηκαν σε «ομαδικές σφαγές» από τα κατοχικά
στρατεύματα. Τα αριθμητικά δεδομένα, για τους νεκρούς λόγω της κατοχικής
παρουσίας και της αντιστασιακής δράσης παρουσιάζουν πολύ συχνά προβλήματα
ερμηνείας, καθώς και σαφείς αντιφάσεις. Σε άκρως απόρρητη, πάντως, έκθεση της
γερμανικής Στρατιάς Ε, αναφέρεται ότι κατά την περίοδο Ιουνίου 1943 -
Σεπτεμβρίου 1944 φονεύθηκαν 25.435 Έλληνες πολίτες. Από αυτούς 20.650 ήταν μέλη
αντιστασιακών οργανώσεων, οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων
με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, ενώ οι υπόλοιποι 4.785 ήταν άμαχοι
πολίτες, οι οποίοι εκτελέστηκαν σε επιχειρήσεις αντιποίνων.[1]
[1] Βλ. Εφημερίδα Η ΒΡΑΔΥΝΗ (24.09.1977),
Δημητρίου Κανελλόπουλου, Τα Αντίποινα των Ναζί στην Ελλάδα και το ΒΗΜΑ
(29.05.2015), Η Ιστορία δείχνει τα δόντια της και γονατίζει τους Ανθρώπους,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (11.07.2009, Το χάσμα της μνήμης, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
(01.11.1994), ρεπορτάζ, Η χρήση της ιστορικής μνήμης, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (05.10.2011),
ρεπορτάζ, Οι μαρτυρίες του Ολοκαυτώματος, ΤΟ ΒΗΜΑ (29.11.1996), Η σιωπή των
Γερμανών.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.