Στέγνωσε το μελάνι και πήρε εκείνο το μαβί το χρώμα, το σκούρο, λες και το τύλιξε κι αυτό το σκοτάδι. Κάθεται η πένα μονάχη της και κοιτά...
Στέγνωσε το μελάνι και πήρε εκείνο το μαβί το χρώμα, το σκούρο, λες και το τύλιξε κι αυτό το σκοτάδι. Κάθεται η πένα μονάχη της και κοιτάζει. Κοιτάζει εκεί, στην κάτω ρούγα του χωριού μας. Βλέπει την εκκλησία μας, την περίλαμπρη. Βλέπει το κρίμα να θωρεί και να χάσκει από τη μια και το άδικο το μεγάλο, από την άλλη. Βλέπει και το χωριουδάκι μας ολάκερο. Το Μάνεσι το δικό μας, το Μάνεσι του μπάρμπα Νίκου και του Ανδρέα, του πατέρα και του στερνοπουλιού του. Πάνδημο και χτυπημένο, να πενθεί ξανά και να θλίβεται.
Τ’ αδίκησες το χωριό μας Θεέ μου, τ’ αδίκησες. Να το ξέρεις. Άδικο πράγμα να φεύγει πρώτα το παιδί, άδικο μεγάλο για τον γονιό. Μεγάλη η πίκρα κι η καρδιά δεν την αντέχει. Δεν την άντεξες κι εσύ μπάρμπα Νίκο, εσύ που τα έβαζες όλη σου τη ζωή με θεριά. Ακούραστος, ακάματος και σκληροτράχηλος. Κι όμως λύγισες. Εσύ, που δούλευες ώρες ατελείωτες κάθε μέρα, από τα νιάτα σου κιόλας. Εσύ, που «σπούδασες» την τέχνη της οικοδομής και το μεράκι της κτηνοτροφίας, με τον πιο απλοϊκό και ταπεινό τρόπο, που τον θαύμαζαν όλοι.
«Είναι παλληκάρι ο Ανδρέας μου, θα γυρίσει γιατρεμένος από τη Γερμανία», μου ‘χες πει εκείνο το καλοκαιρινό βραδάκι που σε συνάντησα στην αυλή σου. Μου έλεγες την ελπίδα σου, μπάρμπα Νίκο, όπως έβγαινε από τη ψυχή σου. Και το πίστευες. Όπως το πίστευε κι ο Ανδρέας και πάλεψε μέχρι τέλους, στο δύσκολο αγώνα του. Ο Ανδρέας που έμεινε μαζί σου, για να χτίσει τα όνειρά του. Σαν παιδί και σαν ώριμος άνδρας. Γιατί σε όλους εμάς, τους συγχωριανούς σας, θα μείνει στη μνήμη μας ότι πάντα πορευτήκατε μαζί. Και στη ζωή και στο θάνατο.
Ξέρεις μπάρμπα Νίκο, θα ‘θελα να ‘μουν εκείνος ο γερο πλάτανος, ο περήφανος, που ‘χεις στην αυλή σου. Για να μπορώ να κοιτάζω μόνο, πετρωμένος και μαρμάρινος, χωρίς να μπορώ να δακρύζω, να ακούω, να κλαίω και να συλλογιέμαι. Θυμάσαι Ανδρέα πόσες φορές μου είχες μιλήσει για αυτό το πλατάνι? Ήθελες να ζήσεις τα χρόνια του, γιατί το θαύμαζες και το αγαπούσες. Ίσως στον κορμό του, να έβλεπες και τον πατέρα σου, που ανάθρεψε και μεγάλωσε τέσσερα παιδιά, χωρίς ποτέ να λυγίσει.
Δε θα σου πω «κουράγιο» θεια Νικολίτσα, γιατί ξέρω ότι το ‘χεις ήδη, εδώ και πολύ καιρό. Δε θα σου πω τίποτα, γιατί στα δικά σου αλύγιστα μάτια, βλέπω τα μάτια της Φρειδερίκης, του Θόδωρου, της Δέσποινας, του Γιάννη, του Τάκη, της Κατερίνας και του Φωκίωνα. Των γονιών που έχασαν παιδιά και στερνοπούλια και ξέρουν καλύτερα. Θα πω «κουράγιο» στον Θανάση, στον Χρήστο και στην Χρυσούλα. Και θα τους πως, πως όλοι οι συγχωριανοί σας είμαστε περήφανοι για εσάς, γιατί σταθήκατε μέχρι και την τελευταία τους ματιά δίπλα τους, βράχοι άκαμπτοι, με απύθμενο σθένος και θάρρος.
Το έφερε η μοίρα, να μη χωριστείτε ποτέ. Το έφερε η μοίρα, εκεί στην κάτω ρούγα να είναι το σπίτι σας. Δίπλα στην εκκλησία μας και στο νεκροταφείο μας. Σαν να νιώθει κι ο Θεός ο ίδιος το κρίμα το μεγάλο και το άδικο. Το έφερε η μοίρα, εκεί, από την αυλή σας κι από το παράθυρο σας να βλέπετε αναμμένα τα καντηλάκια τους. Γιατί, ξέρω, δε θα τα αφήσετε να σβήσουν ποτέ. Γιατί αυτές οι δύο μικρές φλογίτσες, θα είναι η παρέα σας κι οι ίδιες σας οι ανάσες, που θα σας δίνουν ζωή.
Να βρέξεις Θεέ μου, να βρέξεις δυνατά στο χωριό μας και να ξεπλύνεις τον πόνο και τη στεναχώρια μας. Κι ύστερα να στείλεις μια λαμπερή λιακάδα για να διαλύσεις το σκοτάδι του χειμώνα που έρχεται.
Καλό παράδεισο μπάρμπα Νίκο, καλό παράδεισο Ανδρέα. Μαζί στη ζωή, μαζί και τους ουρανούς.
Τρύφωνας Μαντάς
Τ’ αδίκησες το χωριό μας Θεέ μου, τ’ αδίκησες. Να το ξέρεις. Άδικο πράγμα να φεύγει πρώτα το παιδί, άδικο μεγάλο για τον γονιό. Μεγάλη η πίκρα κι η καρδιά δεν την αντέχει. Δεν την άντεξες κι εσύ μπάρμπα Νίκο, εσύ που τα έβαζες όλη σου τη ζωή με θεριά. Ακούραστος, ακάματος και σκληροτράχηλος. Κι όμως λύγισες. Εσύ, που δούλευες ώρες ατελείωτες κάθε μέρα, από τα νιάτα σου κιόλας. Εσύ, που «σπούδασες» την τέχνη της οικοδομής και το μεράκι της κτηνοτροφίας, με τον πιο απλοϊκό και ταπεινό τρόπο, που τον θαύμαζαν όλοι.
«Είναι παλληκάρι ο Ανδρέας μου, θα γυρίσει γιατρεμένος από τη Γερμανία», μου ‘χες πει εκείνο το καλοκαιρινό βραδάκι που σε συνάντησα στην αυλή σου. Μου έλεγες την ελπίδα σου, μπάρμπα Νίκο, όπως έβγαινε από τη ψυχή σου. Και το πίστευες. Όπως το πίστευε κι ο Ανδρέας και πάλεψε μέχρι τέλους, στο δύσκολο αγώνα του. Ο Ανδρέας που έμεινε μαζί σου, για να χτίσει τα όνειρά του. Σαν παιδί και σαν ώριμος άνδρας. Γιατί σε όλους εμάς, τους συγχωριανούς σας, θα μείνει στη μνήμη μας ότι πάντα πορευτήκατε μαζί. Και στη ζωή και στο θάνατο.
Ξέρεις μπάρμπα Νίκο, θα ‘θελα να ‘μουν εκείνος ο γερο πλάτανος, ο περήφανος, που ‘χεις στην αυλή σου. Για να μπορώ να κοιτάζω μόνο, πετρωμένος και μαρμάρινος, χωρίς να μπορώ να δακρύζω, να ακούω, να κλαίω και να συλλογιέμαι. Θυμάσαι Ανδρέα πόσες φορές μου είχες μιλήσει για αυτό το πλατάνι? Ήθελες να ζήσεις τα χρόνια του, γιατί το θαύμαζες και το αγαπούσες. Ίσως στον κορμό του, να έβλεπες και τον πατέρα σου, που ανάθρεψε και μεγάλωσε τέσσερα παιδιά, χωρίς ποτέ να λυγίσει.
Δε θα σου πω «κουράγιο» θεια Νικολίτσα, γιατί ξέρω ότι το ‘χεις ήδη, εδώ και πολύ καιρό. Δε θα σου πω τίποτα, γιατί στα δικά σου αλύγιστα μάτια, βλέπω τα μάτια της Φρειδερίκης, του Θόδωρου, της Δέσποινας, του Γιάννη, του Τάκη, της Κατερίνας και του Φωκίωνα. Των γονιών που έχασαν παιδιά και στερνοπούλια και ξέρουν καλύτερα. Θα πω «κουράγιο» στον Θανάση, στον Χρήστο και στην Χρυσούλα. Και θα τους πως, πως όλοι οι συγχωριανοί σας είμαστε περήφανοι για εσάς, γιατί σταθήκατε μέχρι και την τελευταία τους ματιά δίπλα τους, βράχοι άκαμπτοι, με απύθμενο σθένος και θάρρος.
Το έφερε η μοίρα, να μη χωριστείτε ποτέ. Το έφερε η μοίρα, εκεί στην κάτω ρούγα να είναι το σπίτι σας. Δίπλα στην εκκλησία μας και στο νεκροταφείο μας. Σαν να νιώθει κι ο Θεός ο ίδιος το κρίμα το μεγάλο και το άδικο. Το έφερε η μοίρα, εκεί, από την αυλή σας κι από το παράθυρο σας να βλέπετε αναμμένα τα καντηλάκια τους. Γιατί, ξέρω, δε θα τα αφήσετε να σβήσουν ποτέ. Γιατί αυτές οι δύο μικρές φλογίτσες, θα είναι η παρέα σας κι οι ίδιες σας οι ανάσες, που θα σας δίνουν ζωή.
Να βρέξεις Θεέ μου, να βρέξεις δυνατά στο χωριό μας και να ξεπλύνεις τον πόνο και τη στεναχώρια μας. Κι ύστερα να στείλεις μια λαμπερή λιακάδα για να διαλύσεις το σκοτάδι του χειμώνα που έρχεται.
Καλό παράδεισο μπάρμπα Νίκο, καλό παράδεισο Ανδρέα. Μαζί στη ζωή, μαζί και τους ουρανούς.
Τρύφωνας Μαντάς
Ο Τρύφωνας Μαντάς γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1973 στο Μάνεσι Καλαβρύτων. Μαθήτευσε στο Γυμνάσιο και Λύκειο Καλαβρύτων. Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε. – Τμήμα : Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών). Το 2004 πήρε το δίπλωμά του αποφοιτώντας από την Δημοσιογραφική Σχολή του Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ, ικανοποιώντας έτσι το αστείρευτο δημοσιογραφικό μεράκι του. Έκτοτε ασχολήθηκε με το Ραδιόφωνο (ΣΠΟΡFM ΑΘΗΝΑΣ 94,6 – ΣΠΟΡFM ΠΑΤΡΑΣ 96,3) και τον γραπτό τύπο (ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ : SPORTDAY, ΣΗΜΕΡΙΝΗ, SPORTWEEK κ.α.). Από τον Ιανουάριο του 2011 είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου (Ε.Σ.Α.Τ) και συνεργάζεται με έντυπα, εφημερίδες και ενημερωτικές ιστοσελίδες των Πατρών και των Καλαβρύτων.
Υπέροχο κείμενο για μία τόσο τραγική περίπτωση..Λυπάμαι γι αυτούς που έφυγαν.
ΑπάντησηΔιαγραφή