Πόσο όμορφη αυτή η θέα, από τα βουναλάκια και τους λόφους γύρω από το χωριό μας. Είναι το Μάνεσι. Που στα μάτια μας φαντάζει πάντα πανέμ...
Πόσο όμορφη αυτή η θέα, από τα βουναλάκια και τους λόφους γύρω από το χωριό μας. Είναι το Μάνεσι. Που στα μάτια μας φαντάζει πάντα πανέμορφο. Το κοιτάζουμε κι η καρδιές όλων μας χτυπούν δυνατά. Όμως όχι, έκανα λάθος. Η καρδιά του Ανδρέα δε χτυπάει πια. Σταμάτησε. Κάνοντας παρέα στις σταματημένες κι άηχες, πια, καρδούλες του Σπυράκου, της Βασούλας, του Αντώνη και του Χρήστου. «Τ’ αγαπάω το χωριό μας, εδώ θα μείνω», μου ΄χες πει πριν αρκετά χρόνια. Εκεί έστησες το όνειρο σου, με σάρκα και οστά. Μια σύγχρονη κτηνοτροφική μονάδα, στα πρότυπα που την ήθελες εσύ. Το πάλεψες, με αρωγούς τα μέλη της οικογένειάς σου.
«Θα το παλέψω ρε φίλε, γιατί θέλω να ζήσω», το θυμάσαι? Μου το ‘χες πει στο τηλέφωνο, όταν ήσουν στη Γερμανία, δίνοντας εκεί την τελευταία μεγάλη μάχη της ζωής σου. Εξαντλώντας μέχρι τέλους την ελπίδα να κρατηθείς ζωντανός, σ αυτόν το δύσκολο στίβο μάχης. Είχες μιλήσει με όσους περισσότερους συγχωριανούς σου μπόρεσες, κρατώντας τις χροιές της φωνής όλων μας, σαν αναμνήσεις, που θα σου έκαναν παντοτινή παρέα στο ανηφορικό σου ταξίδι. Δε θα μεγαλώσεις άλλο Ανδρέα, θα πορεύεσαι για πάντα στην τρίτη δεκαετία της ζωής σου. Νέος, ευθυτενής κι ακούραστος.
Κάποιοι είπαν πως «έφυγες» από την αρρώστια (δεν έχει σημασία ποια αρρώστια). Κάποιοι είπαν πως ο Ύψιστος σε «πήρε» κοντά του για να σε ντύσει με φτερά αγγέλου, για να ταιριάξει το γαλάζιο των ματιών σου με το μπλε του ουρανού. Δεν πήγες πουθενά όμως Ανδρέα, παρά μόνο λίγα μέτρα πιο πέρα. Παρέμεινες δίπλα στο σπίτι σου. Για να μπορείς να βλέπεις καθημερινά τους δικούς σου ανθρώπους. Για να μπορείς να ακούς τα βήματα όλων εμάς, των συγχωριανών σου, καθώς περπατάμε στα γύρω σοκάκια. Κι αυτή η ζεστασιά που νιώθεις, πηγάζει από τις ψυχές μας. Κι ας είναι χειμώνας. Κι ας νυχτώνει νωρίς στο χωριό μας, εκεί στο προαύλιο της εκκλησίας μας.
Σε είδα σήμερα, στο καφενείο της Γιώτας. Σε είδα χθες, μέσα στο αγροτικό σου αυτοκίνητο να κουβαλάς καλαμπόκι για τα ζωντανά σου. Σε είδα προχθές, να μαστορεύεις με κάβουρες και τσιμπίδες, με τεφλόν και διακόπτες. Δε ξέρω αν θα σε θυμάμαι Ανδρέα όταν θα μεγαλώσω ακόμη πιο πολύ (άνθρωπος γαρ), αλλά ξέρω πως δε θα σε ξεχάσω ποτέ και πάντα θα σε βλέπω μπροστά μου. Η λήθη, να ξέρεις Ανδρέα, είναι συνάμα και μια δίδυμη αδερφή της θύμησης, γιατί μέσα στη ψυχή μας και στην καρδιά μας, κάποια κεράκια καίνε ανεξίτηλα όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Καλό παράδεισο αγαπημένε μου φίλε, καλό παράδεισο συγχωριανέ μου Ανδρέα. Κι όταν θα μπορέσεις, πες ένα «γεια» και στη μητέρα μου, εκεί ψηλά…. πάντα σε συμπαθούσε πολύ.
Τρύφωνας Μαντάς
Ο Τρύφωνας Μαντάς γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1973 στο Μάνεσι Καλαβρύτων. Μαθήτευσε στο Γυμνάσιο και Λύκειο Καλαβρύτων. Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε. – Τμήμα : Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών). Το 2004 πήρε το δίπλωμά του αποφοιτώντας από την Δημοσιογραφική Σχολή του Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ, ικανοποιώντας έτσι το αστείρευτο δημοσιογραφικό μεράκι του. Έκτοτε ασχολήθηκε με το Ραδιόφωνο (ΣΠΟΡFM ΑΘΗΝΑΣ 94,6 – ΣΠΟΡFM ΠΑΤΡΑΣ 96,3) και τον γραπτό τύπο (ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ : SPORTDAY, ΣΗΜΕΡΙΝΗ, SPORTWEEK κ.α.). Από τον Ιανουάριο του 2011 είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου (Ε.Σ.Α.Τ) και συνεργάζεται με έντυπα, εφημερίδες και ενημερωτικές ιστοσελίδες των Πατρών και των Καλαβρύτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.