Γράφει ο Φίλιππος Σαρδελιάνος Ο Μπάρμπα-Γιάννης ενηλικιώθηκε στη διάρκεια της τυραννίας των ξένων κατακτητών, της ΙταλοΓερμανικής κατοχής. Σ...
Ο Μπάρμπα-Γιάννης ενηλικιώθηκε στη διάρκεια της τυραννίας των ξένων κατακτητών, της ΙταλοΓερμανικής κατοχής. Σήμερα είναι ένας από τους τελευταίους αυτής της γενιάς, που ένιωσε την ολόπλευρη στέρηση των μέσων της ζωής, την αρπαγή του ψωμιού, τον θάνατο να τον περιτριγυρίζει με χίλιες μορφές, σε κάθε στιγμή, όπως κάθε φτωχό αγροτόπαιδο που τα σπίτια και τα χωράφια τους βρισκόταν στη δικαιοδοσία ξένων χεριών και οι αγρότες ζούσαν στο έλεος των κατακτητών, κουρελήδες και πεινασμένοι, σκλάβοι ανελεύθεροι.
Μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε και ανδρώθηκε σε ένα από τα πιο προοδευτικά και επαναστατημένα χωριά της επαρχίας τα Πάνω Σουδενά, που οπωσδήποτε διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του.
Τα Πάνω Σουδενά ήταν το χωριό που πρωτοπλησίασε η ανταρτοομάδα του Γερο Μίχου, τον Μάϊο του 1943 και ο Μπάρμπα Γιάννης παρά το νεαρό της ηλικίας του δεν δίστασε να ακολουθήσει μεταξύ των πρώτων Σουδενιωτών την ανταρτοομάδα. Γράφει στις σημειώσεις, με τις αναμνήσεις του, που μου έχει δώσει από το 1995:
«Εμείς ορισμένοι είμαστε στην οργάνωση του ΕΑΜ και αποφασίσαμε να πάμε αντάρτες στο Γέρο Μίχο. Φύγαμε την ίδια μέρα που ήρθαν στο χωριό μας οι αντάρτες, χωρίς βέβαια να πούμε στους δικούς μας που θα πηγαίναμε. Οι αντάρτες του Γέρο Μίχου είχανε λίγο οπλισμό με λίγα φυσίγγια. Εγώ και ο Χαραλαμπόπουλος πήραμε από το σπίτι μας δυό γκράδες με τα φυσίγγια, τα οποία είχαμε κρύψει και δεν παραδώσαμε στους Ιταλούς».
Έκτοτε ο Μπάρμπα Γιάννης συμμετείχε σε πολλές από τις μάχες και τα Σαμποτάζ κατά των Ιταλών και Γερμανών, ενταγμένος στο Ανεξάρτητο Τάγμα Καλαβρύτων, που το μεγάλο μέρος του αποτελείται από αγροτόπαιδα υπό τη διοίκηση του Αλέκου Παναγούλια- του Σφακιανού- του Γιάννη Κατσικόπουλου (Βελλιά).
Είχε ανατεθεί στο Μπάρμπα Γιάννη και μια πιο ειδική αποστολή. Τοποθετήθηκε από τον ΕΛΑΣ στην ομάδα φρούρησης των Εγγλέζων πρακτόρων που είχαν πέσει στα Καλαβρυτοχώρια το καλοκαίρι του 1943, με την πρόφαση να βοηθήσουν την αντίσταση κατά των κατακτητών. Οι Άγγλοι όμως από το καλοκαίρι ακόμα του 1943 αρχίζουν να φοβούνται τον ΕΛΑΣ και ανησυχούν για την ανερχόμενη απήχηση στο λαό του ΕΑΜ. Προσαρμόζουν έτσι την αποικιοκρατική πολιτική τους, προετοιμάζοντας τη διάδοχη κατάσταση για την μετά την αποχώρηση των Γερμανών περίοδο και τον εμφύλιο. Και ο Μπάρμπα Γιάννης γίνεται μάρτυρας αυτής της τακτικής των Εγγλέζων πρακτόρων, όπως από μια πορεία μαζί τους θυμάται:
«Καθίσαμε, έβγαλαν μαρμελάδα και ψωμί, μου έδωσαν και εμένα, και τότες ο Ταγματάρχης έλεγε στο λοχαγό ΄Αντωνυ να με ρωτήσει πόσο καιρό ήμουν αντάρτης. Του είπα ότι είχα περίπου τέσσερις μήνες. Τα μετέφραζε ο Λοχαγός, και γιατί πήγα. Του απάντησα ότι πήγα να ελευθερωθούμε και μαζί με τη βοήθεια τη δική τους. Τότες μου είπε ο Άντωνυ να σηκωθώ και να φύγω από τον ΕΛΑΣ γιατί αυτούς αύριο θα τους κλείσουν όλους φυλακή. Εγώ δεν τους απάντησα. Πηγαίνοντας στην κορυφή του Χελμού κάθησαν οι δυό τους σε κάτι πέτρες και συζητάγανε χωρίς εγώ να γνωρίζω τι λέγανε».
Έζησε την ωμή βία και τις θηριωδίες των Γερμανών, ο Μπάρμπα Γιάννης βρέθηκε στην εκτέλεση των Σαρανταυγαίων Γιάννη και Δήμου στις 6 Δεκ. 43 και άλλων τριών στο Πλάτανο Νεζερών. Ήταν οι πρώτες εκτελέσεις Καλαβρυτινών που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί στη διάρκεια της επιχείρησης Καλάβρυτα 3-15 Δεκ. του 43.
Αφηγείται «Οι Σαρανταυγαίοι διέσχιζαν το πρωί της 5 Δεκέμβρη το ίδιο δρομάκι που πριν λίγο είχα περάσει και εγώ κατεβάζοντας τα πρόβατα στα χειμαδιά. Συνάντησαν μια διμοιρία Γερμανών η οποία διαπέρασε τα πρόβατα και τα ζώα με τα φορτία όπως πήγαιναν φάλαγγα. Δεν τους είπαν τίποτα ούτε τους πείραξαν. Οι Γερμανοί κατευθύνονταν στις Σποδιάνες για πλαγιοφυλακή. Όταν οι πράκτορες και οι Γερμανοτσολιάδες Έλληνες τους είδαν τους περίμεναν γιατί είχαν δεδομένα με τον πατέρα τους Αγγελή Σαρανταυγά. Έτσι υποθέτω εγώ. Τους έρριξαν με τα μυδράλια, τους ακινητοποίησαν και τους γύρισαν πίσω στο χωριό Πλάτανος. Εκεί τους ανάγκασαν να χωρίσουν τα αιγοπρόβατα του Αγγελή από του Σταύρου και αμέσως άρχισαν να σφάζουν του Αγγελή τα αιγοπρόβατα.
Την ίδια μέρα που τους έπιασαν χώρισαν τα δυό αδέρφια, Γιάννη και Δήμο, τους πήγαν σε ένα εκκλησάκι πάνω από το χωριό, τους ανάγκασαν να βγάλουν το μνήμα τους, ενώ τους φύλαγε ο Γερμανός σκοπός. Συνεννοήθηκαν τα δυό αδέρφια να μπει ο Δήμος να σκάβει και ο Γιάννης να πετάει το χώμα. Μπαίνει μέσα ο Γιάννης να πετάξει το χώμα και πετάει μια φτυαριά χώμα στα μούτρα του σκοπού. Τότε πήδηξε και το σκάσε τρέχοντας. Τον είδε από το Δημόσιο δρόμο ένας Γερμανός τραβάει μια ριπή με το μυδράλιο, τον χτύπησε και του κόψε το πόδι. Τον πήγαν πίσω στο μνήμα τους και τους εκτέλεσαν.
Της κυρά Κωνσταντίνας μια βδομάδα αργότερα, στις 13 Δεκέμβρη σκότωσαν και τον άντρα της και ένα τρίτο παιδί της είχε πεθάνει στην Αλβανία. Έζησε μονή της στο σπιτάκι της στέγασης, κάτω από το Σταθμό».
Και η οικογένεια του Μπάρμπα Γιάννη έζησε με το χειρότερο τρόπο τη θηριωδία των Γερμανών πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος. Το πρώτο χωριό που αφάνισαν οι Γερμανοί, όταν διαδέχτηκαν στη διοίκηση της Πελοποννήσου τους Ιταλούς, ήταν τα Πάνω Σουδενά. Στις 31 Αυγούστου 1943 έκαψαν το χωριό και εκτέλεσαν όσους ηλικιωμένους και ανάπηρους δεν μπόρεσαν να φύγουν. Συνέλαβαν και έναν ανταρτοεπονίτη, 21 χρονών, που παραπλανήθηκε ακούγοντας ελληνική φωνή και βγήκε από την κρυψώνα του νομίζοντας ότι έφυγαν οι Γερμανοί.
Ήταν ο Ντίνος Παυλόπουλος, ο αδελφός του Μπάρμπα Γιάννη. Την επομένη, πρώτη Σεπτέμβρη, τον μετέφεραν, άγρια βασανισμένο, στα Καλάβρυτα. Μάζεψαν όσους άντρες και γυναικόπαιδα μπόρεσαν στην πλατεία του Ξενοδοχείου Χελμός, να θαυμάσουν το βάρβαρο έργο τους και κρέμασαν στον Πλάτανο τον αδελφό του Μπάρμπα Γιάννη. Η μάνα του, έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης η κυρά Ανδρομάχη, ποτέ δεν πέρασε από εκείνο το σημείο, όσο ζούσε. Θυμάται μόνο έλεγε: Καλά δεν ξεράθηκε ακόμα εκείνος ο πλάτανος;
Σήμερα εκεί στη ρίζα του πλάτανου υπάρχει ένα μικρό μνημείο. Θα ήθελα να επισημαίνω στον κύριο Δήμαρχο πως τώρα με την ανάπλαση της πλατείας του Χελμού καλό θα ήταν να αναβαθμιστεί. Τα Καλάβρυτα η κατ΄ εξοχήν πόλη της Εθνικής Αντίστασης που σήκωσε το βάρος του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Πελοπόννησο, και πλήρωσε το γνωστό τίμημα της εκδικητικής μανίας των Γερμανών είναι απαράδεκτο να μην έχουν μνημείο της Εθνικής Αντίστασης.
Η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών οφείλει τιμή στα εκατοντάδες αγροτόπαιδα που εντάχθηκαν στις τάξεις του Ανεξάρτητου Τάγματος Καλαβρύτων του ΕΛΑΣ και έδωσαν τη ζωή τους για την Ανεξαρτησία της Πατρίδας. Η Εθνική Αντίσταση στελεχώθηκε κυρίως από τα Αγροτόπαιδα και οι αντάρτες επιβίωσαν χάρις την υποστήριξή τους από το υστέρημα σε τρόφιμα των αγροτών της επαρχίας μας.
Ο Μπάρμπα Γιάννης και η οικογένεια του ήταν ένας από αυτούς.
Ακολούθησαν τα μαύρα χρόνια του εμφυλίου και τα μετέπειτα. Ο Μπάρμπα Γιάννης προσπάθησε να επιβιώσει ακολουθώντας εκείνο το επάγγελμα που είχε διδαχτεί από μικρό παιδί: Να πήζει τυρί. Τυροκόμος.
Με το μπάρμπα Γιάννη με συνέδεε μια φιλία και αλληλοεκτίμηση.
Τον γνώρισα επαγγελματία τυροκόμο, από την δεκαετία του 1980 ακόμα, όταν εκείνος συμμετείχε στο μικρό τυροκομείο των Σουδενών με τους Νίκο Σπανό- Ανδρέα Καθαράκη και Παναγιώτη Μπίρμπα και εγώ ήμουν υπεύθυνος των τότε ψυγείων Καλαβρύτων. Το μικρό αυτό τυροκομείο τους στα Σουδενά φημιζόταν για την άριστη ποιότητα του παραγόμενου τυριού και την καθαριότητά του. Η διάθεση των προϊόντων του κυρίως γινόταν στις δεκαετίες του 60 και 70 από δυό μπακάλικα στα Καλάβρυτα.
Των Νίκου και Ανδρέα Σπανού και το απέναντι κατ΄εξοχήν τυράδικο και γιαουρτάδικο του Παναγιώτη και της κυρά Θοδώρας Μπίρμπα, από τα οποία προμηθεύονταν τα τυροκομικά προϊόντα, ιδιαίτερα τη φέτα όχι μόνο οι Καλαβρυτινοί αλλά και κάθε επισκέπτης των Καλαβρύτων.
Αργότερα μετά το 1980, όταν χώρισαν οι συνεργάτες των Σουδενών και εγώ ψαχνόμουνα για μια δικιά μου δουλειά, κάναμε σκέψεις συνεργασίας να ανοίξουμε το εγκαταλελειμένο τυροκομείο του Αντώνη Στανίτσα και Δελησπηλιόπουλου στη Στάση Κερπινής.
Δεν είχαμε τα κεφάλαια, και οι Τράπεζες δάνειζαν με επιτόκιο 27%, συν τα έξοδα φακέλλου έφτανε 35% ο τόκος. Με τρόμαζε και με τις συνθήκες δουλειάς όταν μου έλεγε ότι τα βράδια στο τυροκομείο των Σουδενών κοιμόταν κάτω από το καζάνι που έβραζε το γάλα για να μην κρυώνει. Αλλά και η φέτα τότε δεν είχε τιμή και την αξία που σαν προϊόν απόκτησε αργότερα. Και η παραγωγή της στα μικρά διάσπαρτα τυροκομεία ήταν επίπονη και με δυσβάστακτο κόστος. Οι περισσότεροι από αυτούς τους τυροκόμους ήταν χρεωμένοι στην Αγροτική παρά το ότι με πρωτόγονα μέσα δεν άφηναν σταγόνα από το γάλα να πάει χαμένη.
Τελικά εγώ έγινα βιβλιοπώλης και ο Μπάρμπα Γιάννης ήρθε «μάστορας» στην Ένωση. Η μάλλον τον… άρπαξε ο νεοφερμένος τότε Διευθυντής της Ένωσης Θανάσης Παπαδόπουλος, που αν μη τι άλλο, είχε την ικανότητα να εντοπίζει τους κατάλληλους συνεργάτες.
Και ο Μπάρμπα Γιάννης απαλλαγμένος από το αφόρητο οικονομικό άγχος της δικιάς του επιχείρησης διέθεσε την εμπειρία και τεχνογνωσία τόσων χρόνων, δίνοντας φτερά στη φέτα της Ένωσης, την υφή, την πικάντικη γεύση, την άριστη ποιότητα ενός παραδοσιακού ελληνικού προϊόντος σε συνδυασμό με την υψηλή ποιότητα του ντόπιου γάλακτος και τα σύγχρονα μηχανήματα ελέγχου και επεξεργασίας που απέκτησε η Ένωση.
Εκτοπίστηκαν έτσι, θα λέγαμε, οι Κεφαλλονίτες μαστόροι που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε η Ένωση και το αποτέλεσμα ήταν να βγει ένα προϊόν με καθαρά Καλαβρυτινό χαρακτήρα, η φέτα όπως τη γνωρίζουμε σήμερα με τα πολλά βραβεία και διακρίσεις και την πανελλήνια αναγνώριση, χάρις και τις προσπάθειες των εκάστοτε Διοικήσεων και των Προέδρων της Ένωσης του Αργύρη Στούρα, του Τσεγρένη, του Ρόδη Σκούρα, του Φωκίωνα Σατολιά, του Τάσου Τζένου, της σημερινής διοίκησης και φυσικά του Τυροκόμου Γιάννη Παυλόπουλου στον οποίο η φέτα της Ένωσης οφείλει τα μέγιστα για την ποιοτική της μεταμόρφωσή.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.