Με αφορμή το κείμενο/άρθρο, με τίτλο «25η Μαρτίου 1971: Βιωματικές μνήμες από τον εορτασμό των 150 χρόνων της Εθνικής Παλιγγενεσίας» , του σ...
Με αφορμή το κείμενο/άρθρο, με τίτλο «25η
Μαρτίου 1971: Βιωματικές μνήμες από τον εορτασμό των 150 χρόνων της Εθνικής
Παλιγγενεσίας», του συγγραφέα-λογοτέχνη-λαογράφου Νίκου Παπακωνσταντόπουλου
(δείτε/διαβάστε εδώ), που αναρτήθηκε πρόσφατα στο ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, απάντησε με προσωπική του επιστολή στο
συντάκτη του κειμένου (Παπακωνσταντόπουλο) ο πατριώτης και αναγνώστης μας, επίσης
συγγραφέας Παναγιώτης Τσιακούλιας, από τη Σκοτάνη Καλαβρύτων-μόνιμος κάτοικος
Πόρου. Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος επικοινώνησε μαζί μας και μας ενημέρωσε σχετικά,
κατόπιν συνεννόησης με τον φίλο και επιστολογράφο του. Θεωρώντας το κείμενο της
επιστολής αυτής πολύ ενδιαφέρον και αξιόλογο, ευχαριστούμε και το δημοσιεύουμε
αυτούσιο, με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο, γιατί αναφέρεται στην αίγλη και
στη μεγαλοπρέπεια της Αγίας Λαύρας επί των ημερών μας.
-------------------
Διαβάζοντας το άρθρο σου, που πραγματικά με
συνεπήρε, αγαπητέ φίλε και συντοπίτη Νίκο Παπακωνσταντόπουλε και είπα να γράψω
κάτι… Μα και τι να πρωτογράψω και τι να πρωτοπώ, που θέλω τώρα και να
τραγουδήσω; Ας αρχίσω μ’ εκείνο το ηρωικό:
«Της Αγια-Λαύρας τα καμπαναριά χτυπούν
κι ευθύς ντουφέκια στα Καλάβρυτα ηχούν.
Φωτήλας, Λόντος, Ζαΐμης, Πετμεζάς
παντού σκορπίζουν ελπίδα Λευτεριάς…»,
που
το τραγουδούσα μαθητής Δημοτικού, με καμάρι στις παιδικές κατασκηνώσεις, σε
ακροατήριο 150 σχολιαρόπαιδα και τους Δασκάλους μας, ατενίζοντας το περήφανο
ιστορικό «Μαναστήρι» στο απέναντί μας ύψωμα.
Δεν μπορώ να μη συνεχίσω το γράψιμο μετά
το «τραγούδι», αφού μ’ έχουν συνεπάρει κι εμένα οι αναμνήσεις και οι εντυπώσεις…
Κι αυτό, για να συμπληρώσω τις δικές σου αναμνήσεις από τα δικά μου παιδικά
χρόνια (λίγο παλιότερος εγώ από εσένα, Νίκο), με πληροφορίες για τα γενόμενα εκ «των
έσω» - «εντός των τειχών» του μοναστηριού, όπου διέμενα φοιτώντας στο γυμνάσιο
Καλαβρύτων.
Θυμάμαι την πρώτη φωτογραφία μου πάνω στο
κανόνι, που μου την «τράβηξε» ο επαγγελματίας φωτογράφος των Καλαβρύτων,
τακτικός επισκέπτης κατά τους θερινούς μήνες στο μοναστήρι, λόγω τουριστικού
ρεύματος. Το κανόνι τότε βρισκόταν στη βορεινή πλευρά της μεγάλης αυλής, λίγα
μέτρα μακριά από τον ιστορικό Πλάτανο και ήταν στραμμένο βόρεια, στοχεύοντας
στο βουνό του Σκεπαστού (Αϊ-Θανάση).
Αγαπητέ φίλε Νίκο, κατάφερες να με καταστήσεις συνοδοιπόρο σου,
και όχι μόνο συνοδοιπόρο σου: κάπου συντύχαμε εκεί στα σκαλιά, ανάμεσα του
ιστορικού ναού και του πλάτανου. Και τούτο με κάνει ν’ αναφερθώ σε μία από τις
επετείους, αρχίζοντας από τα προ της εορτής, που η κινητοποίηση ήταν πολύ
μεγάλη.
Εκείνα τα χρόνια, και εννοώ μέχρι τα τέλη
της δεκαετίας του ’60, στην αγρυπνία του αγίου Αλεξίου συνέρρεαν πολλοί
προσκυνητές, άνδρες και γυναικόπαιδα, οι οποίοι παρέμεναν όλη τη νύχτα μέσα
στον κυρίως ναό, παρακολουθώντας το μεσονυκτικό, τον όρθρο και την πανηγυρική Θ.
Λειτουργία, αντάξια του τιμώμενου αγίου. Πολύ το κρύο, υπήρχαν και χρονιές που
είχε χιόνι και ούτε σκέψη να μείνει κανείς εκτός ναού. Κάποιοι έκλεβαν κι έναν
ολιγόλεπτο υπνάκο, εκεί στα στρωσίδια του μοναστηριού, που από κάτω ήταν οι
παγωμένες πλάκες. Η τεράστια ξυλόσομπα της εκκλησίας είχε ύψος ενάμισι μέτρο κι
έκαιγε ακατάπαυστα. Ελάχιστοι από το συρρέον πλήθος θα μπορούσαν να
φιλοξενηθούν στους ξενώνες της μονής, αλλά κι αυτοί δεν θα συγχωρούσαν στον
εαυτό τους, με το να παραμένουν αμέτοχοι και άπραγοι την ώρα της αγρυπνίας.
Μετά το πέρας των ακολουθιών και της Θ. Λειτουργίας, όλοι έπρεπε να
σιτισθούν, σύμφωνα με τη μοναστηριακή φιλοξενία και γι’ αυτό είχαν γίνει οι απαραίτητες
προετοιμασίες από τις προηγούμενες μέρες. Η κοσμοσυρροή, όμως, και η φιλοξενία,
ανήμερα του Ευαγγελισμού ήταν πολύ μεγαλύτερη και για το σκοπό αυτό όλη την
εβδομάδα που ακολουθούσε από του αγίου Αλεξίου, προέκυπταν και νέες υποχρεώσεις
από τη μεριά του μοναστηριού, που απαιτούσαν ανθρώπινα χέρια, προνοητικότητα,
συντονισμό και προγραμματισμό. Έρχονταν τότε τρεις γυναίκες, μεταξύ των οποίων
και η αείμνηστη κυρά-Διαμάντω, η αδελφή του π. Ανθίμου, του μετέπειτα Ηγουμένου
της Μονής. Αυτές οι γυναίκες, αφού έκαναν διάφορα συγυρίσματα, μπουγάδιασμα σε
κλινοσκεπάσματα, γενική καθαριότητα κλπ, από την προπαραμονή της μεγάλης
επετείου έπιαναν πόστο σ’ ένα χώρο εκτός της μονής και ειδικά στη νότια πλευρά
του μοναστικού συγκροτήματος, όπου οδηγούσε η δευτερεύουσα πύλη του. Ήταν
μια από τις τέσσερις παρειές του
υψώματος, όπου βρίσκεται εδραιωμένο το οικοδόμημα, που τώρα μετά από εκσκαφές
έχει δημιουργηθεί ο χώρος στάθμευσης των αυτοκινήτων. Από εκείνο το σημείο και
κάτω, ήταν, και νομίζω πως υπάρχουν ακόμα, τα μικρά παρτέρια-περιβολάκια των
μοναχών. Θα σημειώσω εδώ, ότι τότε η μονή της Αγίας Λαύρας ακολουθούσε το
τυπικό των ιδιόρρυθμων μονών, ενώ σήμερα έχει κοινοβιακό χαρακτήρα.
Εκεί, λοιπόν, σ’ αυτή την προσηλιακή
πλαγιά εκτός της μονής, έστηναν οι γυναίκες το αρχηγείο τους: Ένα πρόχειρο αλλά
πολύ μεγάλο κουζιναριό και πλυσταριό, με σύναξη των απαραίτητων σκευών και
προϋποθέσεων επιτυχίας. Έφερναν νερό με λάστιχα ύδρευσης, που τα συνέδεαν σε
βρύσες του μοναστηριού. Άναβαν φωτιές σε «παράταξη» κι έβαζαν τα πολύ μεγάλα
χαλκωματένια λεβέτια στις τεράστιες πυροστιές. Τα γέμιζαν μέχρι τη μέση με
ελαιόλαδο από το μετόχι της μονής στα Λεχαινά της Ηλείας. Το υπόλοιπο του
λεβετιού θα γέμιζε από κομμάτια μπακαλιάρου.
Να,
λοιπόν, πώς είχαν τα πράγματα: Τότε το Μοναστήρι είχε ανθρώπινο δυναμικό
περίπου 16-20 μοναχούς. Η πρόβλεψη του Ηγουμενο-Συμβουλίου για προσέλευση
επισκεπτών κατά την ημέρα εορτασμού της επετείου, κυμαινόταν από 1.000 έως
2.500 άτομα, αναλόγως του καιρού και του ενδιαφέροντος από τη μεριά των
επισκεπτών. Έπρεπε, επομένως, ν’ αγοράσουν ανάλογες ποσότητες παστού μπακαλιάρου,
που ανέρχονταν σε 400 κιλά, περίπου, κι έβγαζαν 2.000 μερίδες για τους
επισκέπτες. Αυτός ο μπακαλιάρος ήθελε ξαλμύρισμα, κόψιμο, καθάρισμα, αλεύρωμα
και τηγάνισμα.
Επιστρέφοντας ένα μεσημέρι από τα μαθήματά
μου στο λύκειο των Καλαβρύτων, 23 του Μάρτη, βρήκα τις γυναίκες εκεί να τον
τηγανίζουν μ’ αυτό τον πρακτικό τρόπο. Έπλεαν τα «φελιά» μέσα στο καυτό λάδι,
τσιρτσίριζαν, μοσχοβολούσαν κολασμένα και ήταν σαρακοστή! Η κυρά Διαμάντω
κατάλαβε την λαχτάρα μου, τη λιγούρα μου θα έλεγα, και μ’ ενθάρρυνε με
χαμόγελο: «Κουράγιο! Δυο μερούλες είν’ ακόμα! Μετά θα φας όσο θέλεις»!
Τη ημέρα της γιορτής (25 Μαρτίου), μετά το
πέρας της τελετής, της δοξολογίας και της επιμνημόσυνης δέησης, περνούσαν ΟΛΟΙ
αυτοί οι προσκυνητές σε φάλαγγα, μπροστά από το «αρχονταρίκι», για να
παραλάβουν μισό σομόνι κι ένα κομμάτι τηγανισμένου μπακαλιάρου (κρύο «πιάτο»).
Το «πιάτο» ήταν μια χαρτοπετσέτα, αφού η εισβολή του πλαστικού δεν είχε ακόμα
επισυμβεί. Μου έτυχε δυο-τρεις φορές,
λίγα χρόνια μετά, σαν με ρωτούσαν από πού κατάγομαι, στο άκουσμα «Καλάβρυτα», που
μου έλεγαν: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο
νόστιμος ήταν ο μπακαλιάρος που έφαγα του Ευαγγελισμού στην Αγία Λαύρα»!
Υποψιάζομαι, Νίκο μου, ότι το 1971 είχε πολύ μεγάλη προσέλευση, και το σομόνι
με μπακαλιάρο, ή δεν έφθασε για όλους, ή απλοποιήθηκε σε σαντουιτσάκι με
μαρμελάδα, όπως γράφεις! Στους επίσημους, βέβαια, παρετίθετο γεύμα στην αίθουσα
δεξιώσεων. Τώρα πάμε στο «σομόνι», και γι’ αυτό δεν του έβαλα αστερίσκο.
Ο τσοπάνης του μοναστηριού με τη μεγάλη
οικογένεια, ο μπάρμπα-Κώστας, είχε και καθήκοντα φούρναρη. Για τη μεγάλη μέρα
του Ευαγγελισμού, οι ανάγκες σε ψωμί ήταν πολλαπλάσιες των άλλων ημερών. Έπρεπε,
επομένως, να κάμει πολλά ζυμώματα και φουρνίσματα. Όταν έφτανε το ζυμάρι σε
φάση φουρνίσματος, καλούσε τους μοναχούς και όλοι γύρω από ένα μεγάλο
αλευρωμένο τραπέζι, έπλαθαν όρθιοι και με κυκλικές κινήσεις ένα κομμάτι ζυμάρι
στο κάθε χέρι, του έδιναν το κατάλληλο σχήμα και το πάσαραν στον μπάρμπα-Κώστα.
Εκείνος τα έβαζε σε εξάδες πάνω στο ξύλινο μεγάλο φτυάρι –
φουρνόφτυαρο ας πούμε – και, «φράστ!», τα έριχνε «παρατεταγμένα» μέσα στον
μεγάλο φούρνο, που το εσωτερικό του ήταν άσπρο από το πολύ κάψιμο, σε αντίθεση
με το καπνισμένο εξωτερικό του. Όταν τα ψωμιά έβγαιναν, είχαν κολλήσει μεταξύ
τους, σχηματίζοντας μια μεγάλη φρατζόλα, η οποία εύκολα και χωρίς μαχαίρι
χωριζόταν σε έξι ίσα μέρη των 400 περίπου γραμμαρίων. Αυτά ήταν τα σομόνια.
Καθαρό, ζυμωτό, άσπρο σταρένιο λαχταριστό ψωμί με προζύμι, που ζεστό άχνιζε και
μοσχοβόλαγε!
Ο Μπαρμπα-Κώστας, εκτός από την καλοσύνη
του και τα πολλά παιδιά του, με τα οποία έκανα
παρέα, διότι μόνον δύο ακόμα παιδιά υπήρχαν στο μοναστήρι, μου ήταν πολύ
συμπαθής και για έναν ακόμα λόγο: Τα Σαββατόβραδα, και ειδικά όταν δεν διανύαμε
περίοδο νηστείας, ερχόταν εκεί στη νότια πλευρά της μονής με τα σφαχτά του. Έσφαζε
μερικά αρνιά ή κατσίκια, έκοβε, ζύγιζε
κι έδινε σε κάθε μοναχό το μερτικό του, περίπου ένα κιλό για όλη την εβδομάδα,
με υπολογισμένους και τους ενδεχόμενους επισκέπτες του, αρχίζοντας από τον
Ηγούμενο και καταλήγοντας στο φύλακα του μοναστηριού, τον Θανάση, που μόνο ο
Θεός γνώριζε το επώνυμό του. Μόνο ο Γέρο-Ανθιμος δεν συμμετείχε σ’ αυτή τη
διανομή του κρέατος, ο οποίος ήταν εγκρατής: δεν έτρωγε ποτέ κρέας, σπανίως
έτρωγε ψάρι - και πού να βρεθεί αυτό; Τον θαύμαζα!
Αφού
έπαιρναν όλοι οι μοναχοί και τελείωνε η διανομή, το υπόλοιπο πήγαινε στον
Αρχοντάρη για τους προσκυνητές, διότι τότε κάθε επισκέπτης και ειδικά τις
βραδινές ώρες, εδικαιούτο σίτιση και ύπνο. Πλήρη φιλοξενία, δηλαδή. Είχαμε
φιλοξενήσει και τον περιβόητο λήσταρχο Πανόπουλο, τον οποίο γνώρισα προσωπικά.
Ήταν ένας ήρεμος, σκεπτόμενος, πολύ ευαίσθητος, σοφός θα έλεγες γέροντας. Έχει
γράψει για τη φτώχεια κι άλλα πολλά. Τον συμπάθησα, παρά τις κακές συστάσεις
που μου έδωσε περί αυτού κάποιος μοναχός.
Κατά την κύρια ημέρα εορτασμού της
επετείου της 25ης Μαρτίου, από τις μελωδικές ψαλμωδίες στη Θεία
Λειτουργία έκλεβαν πράγματα τα ευαίσθητα αυτιά μου. Παιδάκι ήμουν κι εγώ και
δεν είχα πολλές ευκαιρίες για να πλουτίσω τον κόσμο των γνώσεών μου. Ούτε
ραδιόφωνο δεν ακούγαμε. Από κάποιες-πολλές άλλες παραστάσεις που έχω, θ’
αναφέρω μόνο τούτη:
Κατά την περίοδο της διαμονής μου στην
Αγία Λαύρα, είχα αναλάβει διάφορα καθήκοντα. Ένα από αυτά ήταν του νεωκόρου-εκκλησιάρη,
με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πριν πάει ο Ηγούμενος στο γνωστό ιστορικό εκκλησάκι
που έγινε η ορκωμοσία των αγωνιστών του 1821 από τον Παλιών Πατρών Γερμανό, απ’
όπου θα έβγαινε με συνοδεία μοναχών και φουστανελοφόρων κρατώντας το Λάβαρο με
κάθε τυπικότητα και μεγαλοπρέπεια, φορώντας τον μεγάλο (Δεσποτικό) μανδύα, μου
έδωσε την οδηγία: «Θα είσαι στο καμπαναριό και τη στιγμή που θα βγει το Λάβαρο
από τον ιστορικό ναό, μέχρι τη στιγμή που θα φθάσει στον πλάτανο θα κτυπάς τις
καμπάνες….ψιθυριστά. Οι καμπάνες θα ακούγονται λιγότερο από τις ψαλμωδίες. Το
νου σου!». Πήρα το μήνυμα, στάθηκα εκεί ψηλά και περίμενα. Από κάτω η πλατεία,
ο δρόμος, τα πεζούλια απέναντι, γεμάτος όλος ο τόπος κόσμο. Έβλεπες όλα τα
χρώματα, μα κυριαρχούσε το γαλανόλευκο. Επεκράτησε απόλυτη ησυχία. Περίμεναν
όλοι, περίμενα κι εγώ. Και βλέπω τον επιβλητικό Γέροντα με τη συνοδεία του,
κόκκινο απ’ τη συγκίνηση, να βγαίνει με αργό βηματισμό κρατώντας το Λάβαρο.
Η
έγνοια μου ήταν να παρακολουθώ την πομπή, η οποία κατευθυνόταν δυτικά, ο
πλάτανος βρισκόταν πίσω μου κι αυτό με δυσκόλευε, γιατί εγώ έπρεπε να είμαι
στραμμένος ανατολικά για την κωδωνοκρουσία. Παρ’ όλα αυτά, μπορούσα με κλεφτές
ματιές να βλέπω την πορεία της τιμητικής πομπής, όπως επίσης άκουγα και τις ψαλμωδίες.
Κάτι σαν «σε γνωρίζω από την κόψη…» κάτι σαν «Τη Υπερμάχω»… δεν μπορούσα
ακριβώς να καταλάβω, αφού στ’ αυτιά μου ήταν ο ελάχιστος αυτός ήχος από τις
καμπάνες. Εκείνο, όμως, που είδα καθαρά, είναι ότι όλες οι σημαίες από σχολεία,
στρατιωτικά αγήματα, σωματεία αναπήρων πολέμου κ.λ.π., υποκλίθηκαν σαν
συνεννοημένες, μόλις εμφανίσθηκε το Λάβαρο! Η ανατριχίλα μου, η ένταση των
αισθήσεών μου, η συναίσθηση της ιερότητας των στιγμών ήταν σε τέτοιο βαθμό,
ώστε δεν έδωσα καμιά σημασία σε αυτό τον άγνωστο κύριο, που βρέθηκε ξαφνικά
απέναντί μου, με κρεμασμένες τσάντες και στους δυο ώμους του, να με
απαθανατίζει με μια μεγάλη κινηματογραφική μηχανή λήψεως! Όμως, ποτέ δεν είδα
τον εαυτό μου… κινηματογραφικά!
Αυτά τα παρασκηνιακά σου στέλνω, που πόνο
νοσταλγικό και ψυχική φόρτιση μου φέρνουν, προκειμένου να φωτίσω από μια άλλη
οπτική γωνία, αυτά που τόσο ζωντανά και συγκινητικά περιέγραψες, από την ένδοξη
και σημαδιακή εκείνη μέρα της μαθητείας σου, φίλε Νίκο Παπακωνσταντόπουλε. Θέλω
να πιστεύω ότι έτσι θα μπορέσω να προσφέρω μια κάποια γεύση από τα μοναστηριακά
έθιμα και τις δραστηριότητες κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού στην ιστορική Μονή
της Αγίας Λαύρας, που μάλλον έχουν εκλείψει οριστικά.
Παναγιώτης Τσιακούλιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.