Η άνανδρη εκτέλεση των Μοναχών Η περιπετειώδης διάσωση του Ιστορικού Λάβαρου της Επανάστασης του 1821 Η ανεπανόρθωτη καταστροφή της Βιβλι...
- Η άνανδρη εκτέλεση των Μοναχών
- Η περιπετειώδης διάσωση του Ιστορικού Λάβαρου της Επανάστασης του 1821
- Η ανεπανόρθωτη καταστροφή της Βιβλιοθήκης και των χειρογράφων της Μονής
- Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΒΟΛΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
- Ατιμώρητοι οι φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος Οι Γερμανοί οφείλουν στο ακέραιο αποζημιώσεις
πρώτη δημοσίευση εφημερίδα "Ωρα των Καλαβρύτων" Νοε.2020
Το Μοναστήρι της Αντίστασης
Επιλέχτηκαν σαν θέμα της «Ιστορικής έρευνας» σε αυτό το φύλλο τα γεγονότα της λεηλασίας, πυρπόλησης και εκτέλεσης τεσσάρων μοναχών και του φύλακα, στις 14.12.1943, στην Αγία Λαύρα γιατί τα εγκλήματα αυτά των Γερμανών περνάνε κάθε χρόνο σχεδόν απαρατήρητα στις εκδηλώσεις μνήμης. Γίνεται ένα τυπικό τρισάγιο, καμμία αναφορά στα γεγονότα, και μια βιαστική φιλοξενία στο αρχονταρίκι, ελάχιστων συμμετεχόντων, αφού οι «επίσημοι» την ίδια ημέρα, με διαφορά μιάς ώρας, 9-10, πρέπει να παρεβρίσκονται στα Μαζέικα. Και αυτό είναι όλο. Κι όμως η «παραμελειμένη» περίπτωση της Αγίας Λαύρας είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά εγκλήματα των Γερμανών, χωρίς να υποβαθμίζεται η εν ψυχρώ δολοφονία πέντε ανθρώπων εκεί, τεσσάρων μοναχών και του φύλακα.
Λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε από τον τακτικό Γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ) το σημαντικότερο ιστορικό και θρησκευτικό μνημείο των Καλαβρύτων με ισχυρό συμβολισμό, σε πανελλαδικό επίπεδο, αυτό της Αντίστασης και της Επανάστασης.
Η Αγία Λαύρα ήταν στη διάρκεια της κατοχής σύμβολο της Αντίστασης και της Ελευθερίας.
Όλα τα μοναστήρια της «Ελεύθερης περιοχής» του «αντιστασιακού κέντρου» των Καλαβρύτων είχαν μπει από νωρίς στο στόχαστρο των Γερμανών. Είχαν τις πληροφορίες τους. Στην «απόρρητη Διαταγή» του στρατηγείου του συντάγματος, στις 1.12.1943, ο Βόλφιγκερ έδινε εξειδικευμένες οδηγίες για την «Επιχείρηση Καλάβρυτα» στα τμήματά του. Στην παράγραφο «Γενικές οδηγίες Μάχης» μεταξύ άλλων αναφέρει: «…ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί σε όλα τα μοναστήρια, παρεκκλήσια και μεμονωμένα οικήματα, αφού εκεί, ως επί το πλείστον μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη κρυφών οπλοστασίων».
Ιδιαίτερα το μοναστήρι της Λαύρας είχε χαρακτηριστεί από τη Γερμανική αντικατασκοπεία σαν «τόπος παραμονής και καταφύγιο των συμμοριών (ανταρτών)».
Στο κέντρο της «ελεύθερης περιοχής», ήταν πράγματι η Λαύρα το «αποκούμπι» των αντάρτικων τμημάτων του ΕΛΑΣ στο περασμά τους από το ένα μέρος στο άλλο.
Ήταν και η δεσπόζουσα στην περιοχή θέση της Λαύρας, οχυρή και σίγουρη ανάμεσα στα πυκνοδασωμένα βουνά, με άμεσο έλεγχο από μακριά των δρόμων που οδηγούσαν στα Καλάβρυτα από Πάτρα, από Αίγιο, από Τρίπολη, που την κατέστησε κέντρο της αντίστασης.
Αγία Λαύρα 1904. Αυτό το Μοναστηριακό συγκρότημα του 1850 πυρπόλησαν οι Γερμανοί στις 14.12.1943 |
Αγία Λαύρα 1944. Το Μοναστήρι και τα γύρω κτήρια κατεστραμμένα, σώθηκε μόνο ο παλιός ναός. |
Εκεί δόθηκε με επιτυχία η «Μάχη της
Λαύρας» λίγους μήνες, πρίν, όταν μια ομάδα του Μίχου, 30 αντάρτες, παρά το ότι αιφνιδιάστηκαν, μπόρεσαν και απεγκλωβίστηκαν, προς τα Σουδενά και τον Χελμό, με ένα μόνο μικροτραυματισμό.
Αγία Λαύρα 1956, 16 Αυγούστου. Το Μοναστήρι μόλις έχει ανοικοδομηθεί με τον οβολό του Ελληνικού λαού. |
Λαύρας» λίγους μήνες, πρίν, όταν μια ομάδα του Μίχου, 30 αντάρτες, παρά το ότι αιφνιδιάστηκαν, μπόρεσαν και απεγκλωβίστηκαν, προς τα Σουδενά και τον Χελμό, με ένα μόνο μικροτραυματισμό.
Η Αγία Λαύρα είχε «συνδέσμους» και οργάνωση του ΕΑΜ. Την αποτελούσαν εργαζόμενοι εκεί αγρότες και κάποιοι μοναχοί και έδιναν σημαντικές πληροφορίες στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ για τις κινήσεις των ΙταλοΓερμανών
Εδώ στη Λαύρα κατέληξαν οι 80 Ρουμελιώτες αντάρτες όταν πέρασαν στην Πελοπόννησο τον Ιούνιο του 43 για να συναντήσουν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ
Από τη Λαύρα έγινε στις 9 με 10 Σεπτ. 43 η επίθεση του Λόχου Στρατηγείου, 50 αντάρτες (Δ. Μίχου και οι Εγγλέζοι) για την κατάληψη των Καλαβρύτων και την απελευθέρωσή τους από τους Ιταλούς.
Στη Λαύρα είχε εγκατασταθεί στο μεγαλύτερο διάστημα το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ και οι Εγγλέζοι πράκτορες (αποστολή- Άντωνυ Άντριους κλπ) και εκεί οδηγήθηκαν και ανακρίθηκαν οι Γερμανοί αιχμάλωτοι της Μάχης της Κερπινής του Οκτώβρη του 43.
Εκεί στη Λαύρα ήταν το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ στη διάρκεια του βομβαρδισμού της Βυσωκάς στις 29/11/43.
Εκεί βρισκόταν η διοίκηση της νεοσύστατης Μεραρχίας και ο Δ. Μίχου είχε οργανώσει το σχέδιο άμυνας της επαρχίας, στις 4.12.43
Η Λαύρα δεν ήταν μόνο ένα ισχυρό σύμβολο Ελευθερίας από την επανάσταση του 1821 αλλά είχε επιλεγεί σαν το μοναστήρι της Αντίστασης κατά τη διάρκεια του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1940-44.
Και οι καλόγεροι ανέχθηκαν, αν δεν βοήθησαν συνειδητά, και υποστήριξαν με τροφοδοσία, τους αντάρτες χωρίς να τους ασκηθεί βία ή απειλή (όπως το 1821 έκαναν ο Προκόπιος και οι Κοτσαμπάσηδες κάθε φορά που χρειάζονταν τρόφιμα ή χρήματα).
Για τους παραπάνω λόγους η Λαύρα ήταν στο στόχαστρο των Γερμανών από την αρχή. Παρ΄ όλο που την «επισκέφθηκαν» το βράδυ στις 12.12.43, προηγούμενη της εκτέλεσης των Καλαβρύτων, δεν προχώρησαν σε εμπρησμό και εκτελέσεις για να μη δώσουν υποψίες στα Καλάβρυτα. Τα Γερμανικά τμήματα μετά το μεγάλο έγκλημα την ομαδική εκτέλεση αμάχων στα Καλάβρυτα στις 13.12 δεν αποχώρησαν από την περιοχή όπως πιθανά πιστεύεται. Έμειναν εδώ. Διανυκτέρευσαν το βράδυ, 13 προς 14 Δεκ., κοντά στους εκτελεσμένους Καλαβρυτινούς, στο δυτικό άκρο της πυρπολημένης πόλης, μεταξύ Καλαβρύτων και Βυσωκάς, κάτω ακριβώς από την Αγία Λαύρα.
Την επομένη 14.12.43, Τρίτη, ένα τμήμα της μαχητικής ομάδας Εμπερσμπέργκερ με επικεφαλή τον Λοχαγό Φράντς Γιούππε έκαψε τη Βυσωκά και εκτέλεσε τον τραυματία Γιάννη Καλούτση και ένα άλλο τμήμα (Γερμανοί και Αυστριακοί) στις έξι με επτά το πρωί ανέβηκαν, με γρήγορο βηματισμό, στο μοναστήρι της Λαύρας, ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί σε αυτό από τα Καλάβρυτα. Αμίλητοι, άγριοι, ένας-ένας, σαν κυνηγοί στην ομίχλη, τους είδαν ξαφνικά οι μοναχοί, στα κυπαρίσσια, λίγο πριν το μοναστήρι, γύρω στις 7.30 το πρωί, με το ξημέρωμα.
Αδικαιολόγητα οι μοναχοί αιφνιδιάστηκαν αφού γνώριζαν για την εκτέλεση στα Καλάβρυτα, άκουσαν τα μυδράλια να δουλεύουν, είδαν τους καπνούς από την πόλη που καιγόταν όπως και από την Κερπινή και τους Ρωγούς. Μόλις που πρόλαβαν να φύγουν την τελευταία στιγμή πανικόβλητοι. Επακολούθησε κόλαση για τέσσερες ώρες από την πυρπόληση της μονής και την εκτέλεση κάτω από τα κλωνάρια του αιωνόβιου πλάτανου των βασανισμένων τεσσάρων μοναχών και του φύλακα του μοναστηριού που δεν πρόλαβαν να φύγουν; ή επιλέχτηκαν με κλήρο να μείνουν; όπως λένε οι Εγγλέζοι πράκτορες.
Ακολουθούν οι μαρτυρίες τριών από τους επιζήσαντες μοναχούς της Λαύρας.
Η αφήγηση του Ιερομόναχου Ευσέβιου Γιαννακάκη
(αποσπάσματα από το βιβλίο «Επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος» της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Αιγιαλείας-2012)
Την Κυριακή 12 Δεκ ανέβηκαν οι Γερμανοί στην Αγία Λαύρα. Επισκέπτονταν συχνά το Μοναστήρι, περιεργάζονταν τα κειμήλια, έπαιρναν το κέρασμα των μοναχών και έφευγαν.
Αυτή τη φορά όμως η συμπεριφορά τους ήταν διαφορετική. Ο αρχηγός τους και το επιτελείο του ανέβηκαν στο ηγουμενείο και ζήτησαν να δουν το μοναχολόγιο. Οι στρατιώτες δεν πήγαν όπως άλλες φορές να δουν το Μοναστήρι αλλά έμειναν με τους μοναχούς κάτω στο προαύλιο. Όπως φάνηκε εκ των υστέρων περίμεναν εντολή να τους εκτελέσουν και δεν θα γλύτωνε κανείς. Ύστερα από αρκετή ώρα ο αρχηγός τους, κάποιος Τένερ, κατέβηκε. Κάθισε λίγο πιο πέρα από τον πλάτανο μόνος του επί δεκαπέντε περίπου λεπτά, με σκυμμένο το κεφάλι. Προφανώς θα σκεπτόταν: «Αν σκοτώσω πρώτα αυτούς εδώ που έχω στα χέρια μου, θα το μάθουν οι Καλαβρυτινοί και θα φύγουν». Σφύριξε λοιπόν και έφυγαν εις φάλαγγα κατά δυάδες. Είχε ήδη καταστρώσει το εγκληματικό του σχέδιο. Θα άρχιζαν από τα Καλάβρυτα.
Τις τελευταίες ημέρες οι κατακτητές είχαν σκορπίσει τον όλεθρο στα γύρω χωριά. Οι πατέρες για κάθε ενδεχόμενο είχαν ήδη αρχίσει να ασφαλίζουν ότι πολύτιμο διέθετε η Μονή. Ο π. Ευσέβιος, δραστήριος και επινοητικός, ήταν ένας από εκείνους που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια αυτή. Είχε τότε και το διακόνημα του «εκκλησιαστικού». Συγκέντρωσε τα καλύτερα ιερά σκεύη και πολλά από τα κειμήλια, τα οποία τοποθέτησε σε μία κρύπτη του ισογείου που στη συνέχεια την έκτισε από μπροστά, όπως αναφέρει και ο π.Δωρόθεος Θεοδώνης στη μαρτυρία του. Επίσης μαζί με τον π. Νεόφυτο έβαλαν τα καλύτερα Ιερατικά άμφια και ρούχα σε κασέλες, τις οποίες έκρυψαν σ΄ ένα λάκκο που άνοιξαν στο περιβόλι. Τον πολυτιμότερο θησαυρό της Μονής, τη θαυματόβρυτη Κάρα του Αγίου Αλεξίου ο π. Ευσέβιος και ο π. Άνθιμος την ανέβασαν πάνω στο τέμπλο, το οποίο ήταν αρκετά φαρδύ και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κρύπτη. Το Λάβαρο της Επαναστάσεως αφού το προστάτευσαν ανάμεσα σε λαμαρίνες, το έκρυψαν στη σκεπή του Ναού. Με πρόταση του πνευματικού της μονής π. Βασιλείου οι πατέρες άνοιξαν μια μεγάλη γούβα στο υπόγειο κάτω από την αίθουσα κειμηλίων. Την έκτισαν εσωτερικά γύρω γύρω και έκρυψαν εκεί τα υπόλοιπα κειμήλια. Επίσης φύλαξαν μέσα σε μπαούλα πολύ πολύτιμα χειρόγραφα και όσα βιβλία μπόρεσαν.
Την επομένη, Δευτέρα 13 Δεκ. ο π. Ευσέβιος, ανήσυχος πήγε να παρακολουθήσει τα ζώα που έβοσκαν σε μια πλαγιά. Ο νους του όμως ήταν κάτω στην πόλη. Θα ήταν δώδεκα και μισή το μεσημέρι, όταν ξαφνικά, στην ησυχία της υπαίθρου, ακούει μυδραλιοβόλα να δουλεύουν επί πέντε έως δέκα λεπτά περίπου. Μεγάλο κακό γίνεται στα Καλάβρυτα σκέφτηκε. Εν τω μεταξύ πήγαν εκεί και άλλοι πατέρες. Ατένιζαν προς την πόλη με ανησυχία. Ο ορίζοντας στο βάθος ήταν κόκκινος. Σε λίγο άκουσαν μεμονωμένους πυροβολισμούς. Θα είναι χαριστικές βολές είπε ο π. Ευσέβιος, που ήξερε από τον πόλεμο της Αλβανίας. Οι Γερμανοί, είχαν απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και την έξοδο από τα Καλάβρυτα, και έτσι οι πατέρες δεν μπόρεσαν να μάθουν τι ακριβώς έγινε εκεί .Στο Μοναστήρι επικρατούσε φαινομενικά ησυχία, όμως όλοι είχαν το φόβο ότι θα έρχονταν ξανά οι Γερμανοί, με κακό σκοπό. Πολλοί σκέπτονταν να φύγουν. Μάλιστα ο π. Αγαθάγγελος είχε ετοιμάσει ένα μείγμα από καρύδια και σταφίδες και μοίραζε σε όσους ήθελαν, για να το πάρουν μαζί τους. Το βράδυ αποφασίστηκε να εξομολογηθούν όλοι οι πατέρες και την επόμενη να γίνει Θεία Λειτουργία. Για να κοινωνήσουν. Ο ηγούμενος και αρκετοί μοναχοί διανυκτέρευσαν στο βουνό και το πρωί επέστρεψαν στο Μοναστήρι για τη Θεία Λειτουργία.
Ξημέρωνε η 14η Δεκ., ημέρα Τρίτη, ιστορική για την Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας. Ο π. Ευσέβιος έπρεπε κανονικά να σημάνει για την Ακολουθία στις τεσσερισήμισι. Με δική του πρωτοβουλία σήμανε στις τρείς και τέταρτο. Εν τούτοις ούτε ο ηγούμενος ούτε κανείς άλλος του έκανε παρατήρηση. Αν ο π. Ευσέβιος δεν κτυπούσε μία ώρα και πλέον ενωρίτερα, οι Γερμανοί θα τους έπιαναν όλους μέσα στο Ναό και η Αγία Λαύρα θα αφανιζόταν…Είχε ήδη αρχίσει να φωτίζει, ήταν η ώρα περίπου επτά, όταν τελείωσαν και βγήκαν στο προαύλιο. Ο π. Ευσέβιος έβαλε βιαστικά σ΄ ένα κοφίνι τα καλύτερα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας και έτρεξε να τα κρύψει και αυτά στο περιβόλι. Αμέσως ο ηγούμενος κάλεσε την αδελφότητα σε σύναξη για να αποφασίσουν τελικά τι έπρεπε να κάνουν, σε περίπτωση που οι Γερμανοί θα εμφανίζονταν ξανά. Να μείνουν στο Μοναστήρι ή να φύγουν. Οι Γέροντες συζητούσαν χωρίς να καταλήγουν κάπου…Την ώρα που ο Ιεροδιάκονος π. Τιμόθεος πήγαινε προς το κελλί του να πάρει λίγη τροφή και ένα κοντόρασο για να φύγει, φάνηκαν οι Γερμανοί απέναντι στα κυπαρίσσια. «Πραγαλά-πραγαλά, ένας-ένας σαν κυνηγοί έρχονταν στη Μονή αθόρυβα. Είχε και ομίχλη. Τρέχει ο π. Τιμόθεος και φωνάζει:-Μας πιάσανε οι Γερμανοί! Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι Μοναχοί έτρεχαν τρομαγμένοι άλλοι από δω και άλλοι από κει. Μόλις που πρόλαβαν να φύγουν, όχι όμως όλοι. Ο ηγούμενος τράβηξε προς τον Προφήτη Ηλία μαζί με άλλους πατέρες. Τον π. Χαρίτωνα τον έβλεπαν που έφευγε, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Ο π. Ευσέβιος με τον π. Πολύκαρπο, τον υποτακτικό του γέροντα Αγαθάγγελου έτρεξαν προς το περιβόλι. Τους ακολούθησε και ο δόκιμος Φίλιππος. Καθώς ροβολούσαν στο μονοπάτι ο π. Πολύκαρπος είπε:- π. Ευσέβιε, οι Γερμανοί κει πάνω! Έπεσαν κάτω και μπουσουλώντας κρύφτηκαν κάτω από ένα πουρνάρι.
Οι Γερμανοί έφθασαν στο προαύλιο και φώναζαν:- να μη φύγει κανείς. Δεν θα σας κάνουμε τίποτα. Μόνο το Μοναστήρι θα κάψουμε.- Φωνάξτε και τους άλλους να γυρίσουν πίσω. Είπαν στους πατέρες που βγήκαν εκεί. Ο π. Νεόφυτος προχώρησε προς το Παλιομονάστηρο για το σκοπό αυτό και μπορούσε να τους είχε ξεφύγει, όμως γύρισε πίσω. Ο π.Ευσέβιος, πενήντα μόλις μέτρα πιο κάτω, άκουγε τις φωνές τους. Φασαρία μεγάλο κακό γινόταν επάνω. Σε λίγο άρχισαν τα φλογοβόλα.
Ξύλινο το Μοναστήρι πήρε φωτιά και άρχισε να τριζοβολάει. Χάλαγε ο κόσμος από τις οκτώ ως τις έντεκα. Οι ώρες ήταν δραματικές το αγαπημένο του Μοναστήρι καιγόταν και το πιο λυπηρό κάποιοι πατέρες είχαν μείνει πίσω. Αλλά και ο ίδιος διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Λίγα βήματα αν κατηφόριζαν οι Γερμανοί, θα τον έβρισκαν. Ακίνητος κάτω από το πουρνάρι προσευχόταν θερμά και ακατάπαυστα.
Κάποτε τελείωσαν. Το έκαψαν το Μοναστήρι. Και ξαφνικά ακούστηκαν δεκατρείς πυροβολισμοί.-Πάτερ Πολύκαρπε ψιθύρισε με αγωνία, πολύ φοβούμαι για τους πατέρες. Μετά από λίγο άκουσαν τους Γερμανούς να φεύγουν «χασκαρίζοντας» όπως έλεγε ο Γέροντας. Άφησαν να περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν από το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι. Ήταν οι πρώτοι που επέστρεφαν. Ο π. Ευσέβιος προπορευόταν. Όταν έφθασε στο προαύλιο και κοίταξε προς τον πλάτανο, τι να δει. Παναγία μου φώναξε. Τέσσερις πατέρες σκοτωμένοι κάτω από τον πλάτανο πεσμένοι ο ένας κοντά στον άλλον. Ο φύλακας της Μονής, ο Παναγιώτης Μπράτσικας ήταν καθιστός στο πεζούλι και έμοιαζε σαν ζωντανός από μακριά…
Το Μοναστήρι δίπλα τους καιγόταν. Φλόγες και καπνοί παντού. Η ιστορική και όμορφη Αγία Λαύρα ήταν τώρα ένας σωρός ερείπια… Την ίδια ημέρα μόνο εκείνοι γύρισαν στο Μοναστήρι γιατί είχαν κρυφτεί πολύ κοντά. Την επομένη κατά το μεσημέρι, λίγοι – λίγοι επέστρεφαν και οι άλλοι μοναχοί…Διάβασαν νεκρώσιμη ακολουθία ενώ δύο μοναχοί φύλαγαν έξω για το φόβο των Γερμανών. Με βαθύ πόνο ενταφίασαν τους πατέρες στον κοινό τάφο που άνοιξαν…Εν τω μεταξύ έμαθαν τι είχε συμβεί στα Καλάβρυτα…
Η φωτιά στο Μοναστήρι έκαιγε ακόμη. Τα κελιά είχαν καταστραφεί, μόνο το υπόγεια είχαν μείνει. Οι πατέρες αγωνίστηκαν να σώσουν ότι μπορούσαν. Με απεγνωσμένες προσπάθειες έσβησαν τη φωτιά στη βιβλιοθήκη. Βρήκαν στην αποθήκη το σιτάρι να καίγεται, το έσβησαν και το άπλωσαν έξω να στεγνώσει. Μύριζε κάπνα και είχε σουρώσει, αλλά με αυτό πέρασαν αρκετό καιρό και έδωσαν και σε όσους δεν είχαν. Από τότε άρχισε μια δύσκολη περίοδος. Οι Γερμανοί κάθε τόσο έκαναν εφόδους στα Καλάβρυτα και οι μοναχοί αναγκάστηκαν να ζουν στο ύπαιθρο από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Απρίλιο που οι κατακτητές έφυγαν. Μέσα στο πυκνό δάσος απέναντι από τη Λαύρα είχαν βρει ένα πλάτωμα. Γύρω γύρω υψώνονταν ψηλά πουρνάρια που τους έκρυβαν. Εκεί μαγείρευαν και έτρωγαν όλοι μαζί. Τα βράδια έψαχναν ένα στεγνό χώρο μέσα στα πουρνάρια και τα κυπαρίσσια να κοιμηθούν…Σιγά, σιγά άρχισαν να πηγαίνουν τη νύχτα στο Μοναστήρι για τις ακολουθίες. Έξω φύλαγε πάντα ένας δόκιμος μήπως έλθουν οι Γερμανοί και όταν άκουγαν αυτοκίνητο έτρεχαν να κρυφτούν. Τη Μ. Παρασκευή (1944) τη στιγμή που ετοιμάζονταν να ψάλλουν το «Σε τον αναβαλλόμενον το φως» ακούστηκε μια φωνή: «Οι Γερμανοί και έφυγαν αμέσως για το Παλιομονάστηρο. Εκείνη τη χρονιά έκαναν Πάσχα στο δάσος…»
Η αφήγηση του ηγούμενου της Λαύρας Πολύκαρπου Π. Πάϊκου
και του Ιερομόναχου Βαρθολομαίου Κ. Βουρλούμη
«Από τη Δευτέρα (13.12.43) τ΄ απόγιομα ξέραμε τη σφαγή των Καλαβρύτων. Μας έπιασε μια φοβερή αγανάκτηση. Το βράδυ κανείς μας δεν μπόρεσε να γλαρώσει. Την άλλη μέρα που ξημέρωνε Τρίτη, πολύ μπονώρα, είμαστε όλοι στο πόδι. Βάλαμε καραούλια για να δούμε τα κινήματα των Γερμανών. Στις 7.30 έφτασε στο μοναστήρι η είδηση, που μας έλεγε, για που πορεύονταν οι Γερμανοί. Έρχονταν για τη Λαύρα. Αποβραδύς είχαμε πάρει την απόφασή μας. Θα σκαλώναμε στα βουνά. Φύγαμε λοιπόν όλοι, εκτός των καλογέρων, Βασίλη Νασόπουλου, Νεόφυτου Αρφάνη, Ευθύμιου Χρυσανθακόπουλου και του φύλακα του Μονατηριού Παναγιώτη Μπράτσικα. Ο τέταρτος καλόγερος ο Χρυσανθακόπουλος ήταν κατάκοιτος και παράλυτος. Αυτόν ακριβώς μείναν για να πάρουν οι αδελφοί. Ζούσε την τελευταία μέρα του βίου του. Κουβέντιαζε από βραδύς με το χάρο.
Οι Γερμανοί στις 8 ήταν εκεί. Έψαξαν παντού κ΄ έβαλαν φωτιά στα κελλιά. Τους καλογέρους με το φύλακα τους έβγαλαν έξω και τους πήγαν κάτου από τον πλάτανο τον ιστορικό, που είχαν κρεμάσει τα καρυοφύλλια τους οι ήρωες του 21. Τους παίδεψαν φρικτά για να τους αναγκάσουν να μαρτυρήσουν τα κρησφύγετα των ανταρτών. Κείνοι δεν έλεγαν τίποτα. Μετά τους σκότωσαν. Ή καλύτερα τους σαψάλιασαν με τα βαριά τους όπλα. Κι αυτόν ακόμα τον άρρωστο και παράλυτο Χρυσανθακόπουλο, τον είχαν παιδέψει πρωτού τον σκοτώσουν.
Τους καλόγερους τους βρήκαμε πεσμένους κατά γης. Άλλους ανάσκελα και άλλους μπρουμυτισμένους. Τον Μπράτσικα τον βρήκαμε καθιστό πάνου στο πεζούλι, του πλατάνου, που ο κορμός του στήριζε την σαψαλιασμένη πλάτη του. Και νεκρός έκανε το καθήκον του. Φύλαγε τα ιερά και τους πατέρες. Φόραγε μια καινούρια στολή Ιταλική, κι έμοιαζε από μακρυά σαν ζωντανός στρατιώτης, που ξεκουράζονταν. Όταν τ΄απόγιομα ζυγώσαμε προς το μοναστήρι για να δούμε τι κάηκε και τι σώθηκε, τον πήραμε από μακρυά για Γερμανό και το ξαναβάλαμε στα πόδια. Από μια βίγλα τον παρατηρούσαμε προσεχτικά. Τότε είδαμε ότι δεν σάλευε…»
Η Μαρτυρία του αρχιμανδρίτη Τιμόθεου Καποτά
Το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου όταν είδα ότι καιγόταν η Βυσωκά, σκέφθηκα ότι θα είχαμε την ίδια τύχη και εμείς εδώ στο Μοναστήρι, στην Αγία Λαύρα. Έτρεξα στο κελί μου κι άρχισα να βγάζω έξω μερικά πράγματα. Καθώς μετέφεραν τη μηχανή του ραψίματος της μακαρίτισσας της Ευτυχίας, συνάντησα κάτω στην καγκελόπορτα τον ηγούμενο (Πολύκαρπο Παϊκο). Μου είπε: «Τέτοια πράγματα κάνεις;» δεν του απάντησα. Γύρισα πάλι πίσω. Πήρα το λίγο αλεύρι που είχα και το πήγαινα προς το δάσος. Ήρθε ο μακαρίτης, ο Βασίλειος, ο πνευματικός και μου είπε: «Έλα σε παρακαλώ, έλα κι εσύ». Ανέβηκα επάνω, στην αίθουσα των κειμηλίων. Ήταν συγκεντρωμένοι εκεί καμιά εικοσαριά καλόγεροι και κάποιοι δάσκαλοι ή καθηγητές. Πήρα το λόγο εγώ, παρ΄ όλο που ήμουν ο μικρότερος κι έπρεπε να μιλήσω τελευταίος, ήμουν τότε τριάντα τριών ετών «Άγιε Ηγούμενε μου επιτρέπεις να πω τη γνώμη μου; Μου έδωσε την άδεια και απευθυνόμενος προς τη σύναξη είπα: «Κατά τη γνώμη μου πρέπει να φύγουμε, γιατί πρέπει να υπερασπιστούμε τα άγιά μας». Ο Άγιος Αλέξιος μας έχει εδώ τόσα χρόνια, απάντησε με αυστηρό ο ηγούμενος. «Γέροντα μήπως θα ρωτήσουν εμάς οι Γερμανοί για τον Χριστό για να πάμε ως μάρτυρες» Ξαναείπα εγώ. Σε διατάζω, μου απάντησε. Κατέβασα το κεφάλι και έφυγα.
Πήγα κατ΄ ευθείαν σ΄ένα κελί. Μπήκα μέσα και κοίταξα προς τα κάτω, κατά τη Βυσωκά. Είδα τους Γερμανούς να ανεβαίνουν προς το Μοναστήρι. Έφυγα, λοιπόν από κει κι έτρεξα πάλι στον Ηγούμενο και του είπα: «Άγιε Ηγούμενε τα Καλάβρυτα κάηκαν, το διαπιστώσαμε. Οι Γερμανοί έφυγαν από τα Καλάβρυτα, πήγανε στη Βυσωκά την έκαψαν κι έρχονται τώρα προς τα εδώ. Που είναι οι άνθρωποι που κάηκαν και δεν έχουν ούτε ρούχο να φορέσουν, ούτε φαϊ να φάνε, ούτε τίποτα; Πως δεν ήρθαν εδώ να κοιμηθούν; Που είναι αυτοί οι άνθρωποι; Αυτό δεν σε βάζει σε έννοια γέροντα;» Μου φάνηκε σαν να τον συγκλόνισαν τα λόγια μου. Ωστόσο δεν μίλησε. Έφυγα και γύρισα στο κελί μου. Είχα πάρει την απόφασή μου. Θα έφευγα στο δάσος. Ζαλώθηκα ένα μεγάλο μπαούλο που είχα και ΄βαζα την πατάτα για να το πάω στο δάσος και να βάλω τις κότες μέσα. Βγαίνοντας στον διάδρομο κοίταξα από το παράθυρο. Είδα να έρχονται οι Γερμανοί, ήταν στα κυπαρίσσια. Πετάχτηκα έξω και άρχισα να φωνάζω: «Έρχονται οι Γερμανοί, φύγετε, φύγετε! Άγιε Ηγούμενε τι κάνεις. Θα πάρεις τον κόσμο στο λαιμό σου;» Και έφυγαν όλοι. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα τότε. Γύρισα πίσω και πήρα λίγο ψωμί, ένα πανωφόρι κι ένα κιάλι στα χέρια μου. Ενώ εγώ έβγαινα έξω να πάω κατά το ηρώο οι Γερμανοί ήταν στον ιστορικό ναό. Τόσο κοντά. Από εκεί, λοιπόν, πήγα πάνω στο βουνό, μια ώρα μακριά από το Μοναστήρι. Εκεί συνάντησα τον Ηγούμενο, που είχε διαφύγει, από άλλον δρόμο. Οι υπόλοιποι μοναχοί είχαν κάνει προς την Κρανιά. Κάποια στιγμή κοίταξα και είδα, όπως φύσαγε ο αέρας, τις φλόγες να ξεπετάγονται τέσσερα μέτρα από το μοναστήρι και είπα: «Καίγεται η Αγία Λαύρα, άγιε Ηγούμενε!» Τα ιερά κειμήλια, ωστόσο, τα σώσαμε. Τα πιο πολλά τα ιστορικά και θρησκευτικά, τα είχαμε βάλει μέσα σε μια κρύπτη ενός θόλου, που επικοινωνούσε από πάνω μ΄ ένα κελλί. Βούτηξα τ΄αντερί μου μέσα στο νερό, το φόρεσα και πήδηξα από το κελί κάτω στην κρύπτη. Σήκωσα τις αμπάρες από την πόρτα και μπήκαν οι μοναχοί και τα πήρανε. Έτσι τα σώσαμε. Την εκκλησία δεν την έκαψαν. Είχαμε αφήσει μερικά, για παραπλάνηση, μήπως μας ζητήσουν το λόγο για το που είναι τα κειμήλια.
Η αναφορά των Εγγλέζων πρακτόρων για τις εκτελέσεις των μοναχών και την πυρπόληση της Αγίας Λαύρας
Από την εκτενή αναφορά που έστειλαν στο Κάϊρο, τον Φεβρουάριο του 1944, οι Εγγλέζοι πράκτορες, που δρούσαν στην επαρχία, σχετικά με τα αποτελέσματα της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», δημοσιεύουμε εδώ, πρώτη φορά, την τελευταία παράγραφό της για την πυρπόληση της Αγίας Λαύρας. Είναι μια άλλη εκδοχή, που αν αληθεύει, χρειάζεται συζήτηση. (ολόκληρη η αναφορά των εγγλέζων πρακτόρων σε επόμενο σχετικό κεφάλαιο).
«Γραφείο Πολέμου 204/8898
Δελτία εγγράφων και πληροφοριών
Εκδόθησαν από το Ελληνικό Τμήμα Πληροφοριών
Νο 10- Σφαγές στην Πελοπόννησο-Κάϊρο Φεβρουάριος 1944»
«………………………………………………………………………………..
Το απόγευμα πια, στις 13 Δεκεμβρίου, οι μοναχοί της Αγίας Λαύρας έμαθαν για τη σφαγή και την καταστροφή των Καλαβρύτων. Με το φόβο γι΄ αυτό που τους περίμενε, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη μονή. Κάλεσαν μια γενική συγκέντρωση, όπου αποφάσισαν ένας φύλακας της τιμής θα θυσιαζόταν και θα έμενε πίσω στο μοναστήρι. Τράβηξαν κλήρο. Και ο κλήρος έτυχε στους μοναχούς Ευθάλιο, Βασίλειο, και Σεραφείμ. Μετά οι μοναχοί της τιμής κοινώνησαν. Οι άλλοι αφού τους αγκάλιασαν, πήραν μαζί τους τους θησαυρούς του μοναστηριού. Μετά από μιάμιση ώρα, έφτασαν οι Γερμανοί και σκότωσαν τους τρεις μοναχούς κάτω από το δένδρο της επανάστασης και έβαλαν φωτιά στο μοναστήρι. Αυτό το μοναστήρι είχε κτιστεί κατά τον 16ο αιώνα και είναι ιστορικό. Είναι εκεί όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ανέγειρε στις 25 Μαρτίου το Λάβαρο της Επανάστασης».
Τα θύματα της Αγίας Λαύρας κατά τη διάρκεια της κατοχής
Οι εκτελεσθέντες από τον τακτικό Γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ) στις 14 Δεκέμβρη 1943 μοναχοί και ο φύλακας στον περίβολο της Μονής:-
-Νεόφυτος Αρφάνης (Ορφανός)-ετών 26- μοναχός
Γεννήθηκε στα Μαζείκα το 1917. Ήρθε στο μοναστήρι σε ηλικία 13 ετών όπου έγινε δόκιμος και στη συνέχεια εκάρη μοναχός.
Αργότερα έγινε Ιερέας.
-Αγαθάγγελος Ασημακόπουλος-ετών 43-γραμματέας
Γεννήθηκε στην Κάτω Χώρα Ναυπακτίας το 1900. Νεαρός ήλθε στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Έκανε κατηχητική εργασία και ήταν γραμματέας της Μονής.
-Βασίλειος Νασιόπουλος-ετών 51-πνευματικός
Γεννήθηκε στον Προυσό Ευρυτανίας. Μετά το Ελληνικό Σχολείο του χωριού του πήγε στο στρατό απ΄ όπου απολύθηκε ως λοχίας. Άνοιξε βιβλιοπωλείο και εξέδωσε δικό του θρησκευτικό περιοδικό. Το 1935 έγινε μέλος της Αδελφότητας Θεολόγων «Η Ζωή». Το 1937 πήγε στην Αγία Λαύρα υποτακτικός του γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλου. Το 1938 χειροτονήθηκε διάκονος και αργότερα ιερεύς. Δεν θέλησε να εγκαταλείψει τη Μονή κατά την επιδρομή των Γερμανών.
-Ευθύμιος Χρυσανθακόπουλος-ετών 64-Μοναχός
Γεννήθηκε το 1879 στο Καλλιφώνιο Καλαβρύτων. Σε ηλικία 15 ετών ήρθε στο Μοναστήρι σαν υποτακτικός του γέροντα Γεδεών. Εκάρη Μοναχός μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων και αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Όταν οι Γερμανοί τον εκτέλεσαν ήταν κατάκοιτος και παράλυτος.
-Παναγιώτης Σωτ. Μπράτσικας-ετών 40 -φύλακας
Με καταγωγή από τα Καστριά Καλαβρύτων ανήκε σαν φύλακας στο υπηρετικό προσωπικό του Μοναστηριού. Είχε ακόμα τέσσερα αδέλφια τους Σπυρίδωνα, Ιωάννη, Μαρία-Ευφροσύνη.
Την προηγούμενη ημέρα, 13.12.43, από την επιδρομή των Γερμανών στην Αγία Λαύρα, εκτελέστηκαν στην ομαδική εκτέλεση των Καλαβρύτων και άλλοι τρείς ιερωμένοι που ανήκαν την Αγία Λαύρα και είχαν εγκλωβιστεί στην πόλη μετά την απαγόρευση της εξόδου των κατοίκων από αυτή.
-Παρθένιος Λουκόπουλος-ετών 42- Αρχιμανδρίτης. Καθηγ. Θεολογίας. Γεννήθηκε στο Λευκάσιο Καλαβρύτων το 1901. Τελείωσε το Γυμνάσιο Καλαβρύτων και τη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Μοναχός υποτακτικός του γέροντα Αγαπιού Μιχαλόπουλου. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς στην Αγία Λαύρα. Υπηρέτησε στην Αθήνα, στα Βίλλια Αττικής και την Φλώρινα. Τρείς μήνες πριν την εκτέλεση της 13.12.43 υπηρετούσε στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων σαν θεολόγος καθηγητής.
-Δωρόθεος Παπαδημητρίου-ετών 51- Αρχιμανδρίτης, Καθηγήτης θεολογίας. Γεννήθηκε στο Καρνέσι Καλαβρύτων. Από επτά χρονών το πήραν οι θείοι του Ιερομόναχοι της Αγίας Λαύρας Γεννάδιος και Καλλίστρατος. Φοίτησε στο Δημ. Σχολείο Κραστικών και στα Γυμνάσια Καλαβρύτων Καμαρών και Αιγίου και μετέπειτα στη θεολογική Σχολή Αθηνών. Το 1916 τελειώνοντας τις σπουδές διορίστηκε Σχολάρχης στο Αίγιο ενώ στις 13.12.43 υπηρετούσε σαν Θεολόγος Καθηγητής στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων και διακονούσε το Μετόχι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα.
-Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος-ετών 26-Φοιτητής Θεολογίας
Γεννήθηκε στην Πάτρα από τον Αριστείδη Αντωνόπουλο και την Ανδρομάχη Μπερτσουκλή με καταγωγή από το Λευκάσιο Καλαβρύτων.
Ήταν φοιτητής Θεολογίας και δόκιμος Μοναχός της Αγίας Λαύρας. Στις 13.12.43 εγκλωβίστηκε στα Καλάβρυτα και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
Από τα Ιταλικά στρατεύματα κατοχής, στις 25/6/1943, εκτελέστηκε ο προηγούμενος της Μονής Αγίου Αθανασίου Φιλίων που ανήκε στην Αγία Λαύρα και αποτελούσε μετόχι της. Οι Ιταλοί, πέντε ημέρες μετά τη μάχη του Φίλια, 20/6/43, επέδραμαν κατά του Μοναστηριού του Αγίου Αθανασίου και με την πρόφαση ότι εκεί περιέθαλψαν τους τραυματίες αντάρτες, πυρπόλησαν, λεηλάτησαν το Μοναστήρι και πήραν τους δύο μοναχούς ομήρους για τα Μαζέικα καθ΄οδόν ο ηγούμενος π. Αμβρόσιος Παπαρρηγόπουλος, έχοντας κατά νου ότι θα του εκτελούσαν, αποπειράθηκε να δραπετεύσει, χωρίς όμως επιτυχία, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, και έπεσε νεκρός από τα πυρά των Ιταλών.
-Αμβρόσιος Παπαρρηγόπουλος-ετών 62- Ιερομόναχος
Γεννήθηκε το 1881 στα Φίλια Καλαβρύτων. Με την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων εκάρη μοναχός υπό του γέροντος Γαβριήλ Ευσταθίου στη Μονή Αγίου Αθανασίου Φιλίων. Αργότερα έγινε Ιερεύς και Ηγούμενος της Μονής η οποία προσαρτήθηκε το 1926 στην Αγία Λαύρα.
Η Η διαβρωμένη και δυσανάγνωστηαναμνηστική πλάκα με τα ονόματα τωνεκτελεσθέντων μοναχών που πρέπει ναεπανατοποθετηθεί. (Ιστορικό αρχείο Φιλίππου Σαρδελιάνου) |
Κατά την Απογραφή της 16 Οκτωβρίου 1940 που έγινε δηλαδή δυο εβδομάδες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία στην Αγία Λαύρα απογράφηκαν 47 άτομα, εκ των οποίων 45 άνδρες και 2 γυναίκες. Προφανώς πρόκειται περί των Μοναχών και του υπηρετικού προσωπικού. Κατά την απογραφή της 7 Απριλίου 1951, την πρώτη που έγινε μετά την κατοχή στην Αγία Λαύρα απογράφηκαν 34 άτομα, όλοι άνδρες.
Μοναχοί οι οποίοι πρόλαβαν και έφυγαν και διασώθηκαν, που εμείς γνωρίζουμε είναι οι:
Πολύκαρπος Π. Πάϊκος (ηγούμενος)
Βαρθολομαίος Κ. Βουρλούμης Ιερομόναχος
Ευσέβιος Γιαννακάκης
Τιμόθεος Καποτάς
Θεόκλητος Αβραντινής
Άνθιμος Δημακόπουλος
Φιλάρετος Ζαφειρόπουλος
Δωρόθεος Θεοδώνης
Μελέτιος Ροδόπουλος
Χαρίτων
Φίλιππος
Πολύκαρπος
Δαμασκηνός
Φώτιος
Περισσότερα ονόματα διασωθέντων ίσως υπάρχουν στο Μοναχολόγιο της Μονής, αν αυτό έχει διασωθεί από την φωτιά.
Η διάσωση από τον εμπρησμό της Μονής του ιστορικού Λάβαρου της επανάστασης του ΄21
Ο ισχυρός συμβολισμός του αποτέλεσε θέμα ανταλλαγής επιστολών του κατοχικού πρωθυπουργού Ι. Ράλλη με τον Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή Ελλάδος Σπάϊντελ
Η πυρπόληση των Καλαβρύτων και της επαρχίας και οι ομαδικές εκτελέσεις αμάχων είχαν αντίθετα αποτελέσματα και συναισθήματα στον Ελληνικό λαό από αυτά που περίμεναν οι Γερμανοί όπως αυτό φαίνεται από την αναφορά του στρατιωτικού Διοικητή της Ελλάδος προς τον Ανώτατο Διοικητή του Ε΄ Σώματος Στρατού (Βελιγράδι) όπου μεταξύ άλλων γράφει:
«Είναι αναμφισβήτητον, ότι η υπόθεσις Καλαβρύτων επί εβδομάδας κρατεί εις συγκίνησιν ολόκληρον τον Ελληνικόν Λαόν περισσότερον από οιονδήποτε άλλο πρόβλημα και ότι η ψυχολογική επίδρασις των μέτρων του Γερμανικού Στρατού συνήνωσαν και πάλιν τον εθνικόν και κουμουνιστικόν κόσμον εις κοινόν μέτωπον εναντίον του γερμανικού στρατού. Τούτο ήτο ιδιαιτέρως λυπηρόν και ανέτρεψεν τας από πολλού χρόνου καταβαλλόμενας παρ΄ εμού προσπαθείας διασπάσεως και διαχωρισμού των εθνικών και κουμμουνιστικών στοιχείων της χώρας, επιτευχθείσης αντιθέτως και πάλιν προσεγγίσεως αυτών».
Εκείνο όμως που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη αντίδραση στον Ελληνικό Λαό ήταν η φήμη πως με τον εμπρησμό της Αγίας Λαύρας καταστράφηκε και το Ιστορικό Λάβαρο, το σύμβολο της Επανάστασης του 1821. Η φήμη αυτή προκάλεσε την έντονη γραπτή αντιπαράθεση του δοσίλογου πρωθυπουργού Ι. Ράλλη με τον Στρατιωτικό Διοικητή Ελλάδος Σπαϊντελ:
Διαμαρτύρεται ο Ι. Ράλλης με αναφορά του στον Σπάϊντελ εκτός των άλλων ότι: «…εκτός τούτου (εκτέλεσης αμάχων) επυρπολήθη και ολόκληρος η πόλις των Καλαβρύτων. Η ιστορική με τον αγώνα της Ελληνικής ανεξαρτησίας του έτους 1821 συνυφασμένη Μονή της Αγίας Λαύρας, εγένετο συγχρόνως παρανάλωμα του πυρός, τα ιερά σκεύη καταστράφηκαν και οι ευρεθέντες εις την Μονήν τούτην 13 γέροντες μοναχοί ετυφεκίσθησαν».(19 Δεκ. 1943).
Και ο Σπάϊντελ του απαντά μεταξύ άλλων (29 Δεκ. 1943) ψευδώς:
«Το αναφερόμενον Μοναστήριον ήσκησεν άμυναν και παρέστη ανάγκη να καταληφθεί κατόπιν μάχης. Τρεις μοναχοί συνελήφθησαν με όπλα ανά χείρας. Δια το ότι εις την επιχείρησιν αυτήν, όπως συμβαίνει εις παρομοίας περιπτώσεις, μαζί με τους ενόχους επλήρωσαν με την ζωήν των και αθώοι, εκφράζω την βαθειάν μου λύπην ειλικρινώς…Ο πόλεμος είναι σκληρός, σχετικώς δε επιθυμώ να σας παραπέμψω εις τας βαρυτάτους απωλείας του Γερμανικού πληθυσμού εκ των Αγγλοαμερικανικών τρομοκρατικών επιδρομών εναντίον γερμανικών πόλεων και μνημείων πολιτισμού, κατά τας οποίας μόνον αθώοι, ως επί το πλείστον γυναίκες και παιδιά απώλεσαν την ζωήν των».
Και ο Σπάϊντελ απευθυνόμενος στον Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Βελιγράδι), εφιστά την προσοχή των Γερμανών και ως προς την εξής κατεύθυνση:
«Μνημεία πολιτισμού και έργα αξίας πρέπει, συμφώνως με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, να προφυλάσσωνται, διότι η καταστροφή των θα χρησιμεύση αμέσως κατά ιστορικόν τρόπον, από τους αντιπάλους, ως κακή προπαγάνδα εναντίον της κατοχικής δυνάμεως. Κατά την πυρπόλησιν Μοναστηρίου πρόκειται περί εθνικοθρησκευτικών κειμηλίων των Ελλήνων συμπεριλήφθησαν και το «Λάβαρον της Ελευθερίας» καθώς επίσης αναντικατάστατα έργα τέχνης της προβυζαντινής εποχής. Μετά το τέλος μιας επιχείρησης πρέπει αμέσως να παρουσιάζεται με προπαγάνδα εις τα όμματα του πληθυσμού η κουμμουνιστική κίνησις ως υπεύθυνος απέναντι της ιστορίας. Καθυστερημέναι επεξηγήσεις επιδρούν εις βάρος του γερμανικού Στρατού και χαρακτηρίζονται ως δικαιολογία…».
Το «Λάβαρο της Ελευθερίας», όπως και άλλα κειμήλια, σώθηκε, παρά τις περί του αντιθέτου φήμες, όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες των διασωθέντων μοναχών. Ήταν πρώτο ανάμεσα στα άλλα κειμήλια που φρόντισαν να ασφαλίσουν σε ειδική κρύπτη φεύγοντας. Και στον πρώτο που το εμφάνισαν οι μοναχοί μετά την καταστροφή της Αγίας Λαύρας ήταν στον Σουηδό «εκπρόσωπο» του Ερυθρού σταυρού Χάνς Ερενστρώλε όταν αυτός διανυχτέρευσε στην κατεστραμμένη Μονή στις 11 Αυγούστου 1944 μαζί με τον Μητροπολίτη Αντώνιο, μετά την τέλεση του πρώτου μνημοσύνου που έγινε στον τόπο της εκτέλεσης στα Καλάβρυτα στις 11.8.1944 από το ΕΑΜ.
Η μαρτυρία του την οποία διαθέτουμε στο αρχείο μας και δημοσιεύεται πρώτη φορά έχει ως εξής αποσπασματικά:
Η μαρτυρία του Χάνς Ερενστρώλε για τη διάσωση του Λαβάρου της Επανάστασης του 1821
«Στα βουνά γύρω της Αγίας Λαύρας ο ΕΛΑΣ άρχισε να συγκεντρώνει τους οπαδούς του. Η Μονή, από κάποια αφορμή, πήρε τη φήμη ότι ήταν φωλιά των ανταρτών. Ως εκ τούτου ο συνταγματάρχης Βόλφιγκερ ύστερα από την τιμωρία της περιφέρειας των Καλαβρύτων κατά τον Δεκέμβριο του 1943, επέδραμε και εναντίον της Αγίας Λαύρας. Αρχαία βιβλία μεγάλης αξίας και διάφοροι ανεκτίμητοι θησαυροί λεηλατήθηκαν. Η σκληρότερη όμως ζημιά ήταν η απώλεια του λαβάρου. Αυτό προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και μεγάλο αναβρασμό κατά τον βάρβαρον κατακτητή. Οι φοβερότερες κατάρες εκστομίστηκαν από όλους τους Έλληνες εναντίον εκείνων που άρπαξαν το ιερό αυτό σύμβολο της ελληνικής ελευθερίας. Υπάρχουν όμως εκείνοι που πίστευαν ότι οι καλόγηροι με κάποιον τρόπο την τελευταίαν στιγμή κατόρθωσαν να το περισώσουν. Και έτσι στο μέλλον όταν η μονή θα ανοικοδομηθεί και πάλι, θα είναι αυτό μια θαυμάσια επιτυχία για την Αγία Λαύρα. Η φήμη όμως αυτή είναι ανεπιβεβαίωτη. Κάνεις δεν τολμά να ισχυρισθεί πως είδε με τα μάτια του ότι το λάβαρο υπάρχει…
Ο Χάνς Ερενστρώλε στο κατεστραμένο μοναστήρι της Λαύρας 11.8.1944 |
Μετά μικρή ανάπαυση αναχωρήσαμε για τη μονή…Στην Αγία λαύρα γίναμε δεκτοί εγκάρδια και με σεβασμό. Ο Αντώνιος (δεσπότης Ηλείας) γνώριζε τη Μονή και προτίμησε να ησυχάσει. Οι καλόγηροι με οδήγησαν να επισκεφθώ τα ερείπια. Όλα εκεί ήσαν ένα χάος και οι τοίχοι γκρεμισμένοι. Το μόνο το οποίο δεν φαινόταν καταστραμμένο ήταν ένα παρεκκλήσιο στον κήπο. Μου έδειξαν μια καστανιά από τα κλαδιά της οποίας οι Γερμανοί είχαν απαγχονίσει τέσσερεις μοναχούς του ένα κοντά στον άλλο. Ο πλέον ηλικιωμένος από τους μοναχούς τρέμοντας μου έδειξε το λαιμό του, όπου φαίνονταν ακόμη τα ίχνη ενός αποτυχόντος απαγχονισμού. Στο πάρκο, πάνω σε μια λίθινη πλάκα, είχαν στρώσει ένα πτωχόγευμα που συνίστατο από σύκα και ψωμί. Ο μητροπολίτης είχε κουραστεί. Ήταν 60 χρονών άνθρωπος. Είπε ότι σε λίγα λεπτά έπρεπε να ανεβεί στο άλογό του για να συναντήσει το επιτελείο του σε ένα χωριό αρκετά μακρυά στο βουνό…
Δεν θέλησα να επεκταθώ περισσότερο σ΄αυτό το ζήτημα. Αντ αυτού επέστησα την προσοχή μου στο ζήτημα του Λαβάρου.-Το Λάβαρο υπάρχει; Ρώτησα. Πιστεύω όπως και όλος ο κόσμος ότι αυτό κάηκε με την καταστροφή.-Μάλιστα, υπάρχει, απάντησε εκείνος, (ηγούμενος Πάϊκος) σύντομα. Όταν ήλθαν οι Γερμανοί, εμείς το θάψαμε στη γή. Όταν ξαναήλθαν για δεύτερη φορά το ξαναθάψαμε. Νομίζεται ότι θα ξαναέλθουν;- Όχι δεν το νομίζω. Έχουν άλλα πράγματα να σκεφθούν. Τώρα πρέπει να προετοιμαστούμε για την Απελευθέρωση. Σκέφθηκα να τον παρακαλέσω για να δω το Λάβαρο του Γερμανού, αλλά δεν τόλμησα μπροστά στο σταθερό βλέμμα του ηγουμένου.
-Είναι η στιγμή να αποκαλύψουμε το Λάβαρο, πρόσθεσε εκείνος. Επανήλθε στον κήπο. Έκανε σημείο στους μοναχούς να συναθροιστούν και μετά από λίγο, με μεγάλη τάξη, κατευθυνθήκαμε προς το μικρό παρεκκλήσι. Όταν περάσαμε κοντά από το μεγάλο κυπαρίσσι που βρισκόταν στην είσοδο..- Εδώ, είπε, χώσαμε τη σημαία όταν ήλθαν οι κατακτητές. Εισήλθαμε στην εκκλησία. Μια κανδήλα έκαιγε στο μέσο και φώτιζε τις χρυσωμένες εικόνες. Δύο από τους κατώτερους μοναχούς άναψαν τις άλλες κανδήλες. Όλοι ήσαν σιωπηλοί. Οι προετοιμασίες ελάμβαναν χώρα ήσυχα και χωρίς θόρυβο. Έκλεισαν την πόρτα του παρεκκλησίου. Δύο μοναχοί εξαφανίστηκαν πίσω από τη στενή πόρτα του Αγίου Βήματος.
Τότε ακούστηκε ψαλμωδία. Μια στιγμή σιώπησαν. Η Ιεροτελεστία λάμβανε χώρα. Ένας από τους δύο ιερουργούς παρουσιάστηκε. Φορούσε ωραία άμφια. Στα χέρια του κρατούσε ένα τετράγωνο κομμάτι υφάσματος επάνω στο οποίο ήσαν βαριά κεντήματα με ξεθωριασμένα χρώματα. Όλοι έκλειναν το κεφάλι τους. Ο ηγούμενος έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. Στράφηκε προς τους συναθροισμένους και μίλησε με συγκίνηση. Δεν κατάλαβα καλά το τι είπε, αλλά τα λόγια του ήσαν περίπου τα εξής: «-Αδελφοί το ιερό σύμβολο φέρει πάνω του το χρυσό σταυρό. Οι προπάτορές μας έχυσαν το αίμα τους, και γι΄αυτό το χρώμα του θα μπορούσε να είναι και ερυθρό. Αντί αυτού στέκεται ο Ερυθρός Σταυρός με τα χρυσά γράμματα χαραγμένα στου λαού μας την ιστορία. Όπως εκείνη τη φορά η σημαία έγινε το σύμβολο της σωτηρίας μας έτσι είναι τώρα ο Ερυθρός Σταυρός. Ο κύριος ο οποίος τον αντιπροσωπεύει, μας είπε ότι σύντομα η χώρα μας θα είναι ελεύθερη. Ας υψώσουμε λοιπόν το σύμβολο.
Έσκυψε και φίλησε το άκρο του συμβόλου έδωσε και σε μένα να το φιλήσω και το επέστρεψε στον ιερουργούντα, ο οποίος το τύλιξε και το τοποθέτησε πίσω από το Ιερό Βήμα. Μετά την ιεροτελεστία βγήκαμε στον κήπο. Ο ηγούμενος διέκοψε τη σιωπή του λέγοντας σ΄ εμένα ότι είμαι ο πρώτος εκτός των ανθρώπων της μονής, ο οποίος λαμβάνει γνώση για τη διάσωση του Λαβάρου. Τον παρεκάλεσα να μου επιτρέψει να διαδώσω την είδηση. Ύστερα από κάποιο δισταγμό μου το επέτρεψε, αλλά με ρώτησε ακόμη μία φορά εάν οι Γερμανοί είναι ακίνδυνοι πια για την αγία Λαύρα.
Ανέβηκα και εγώ ύστερα στον γάϊδαρό μου και ανεχώρησα μετά από θερμό χαιρετισμό με τους αδελφούς».
Αυτοί που πραγματοποίησαν τα εγκλήματα στην Αγία Λαύρα έμειναν ατιμώρητοι. Οι Γερμανοφασίστες φυσικοί αυτουργοί.
Η πολυσέλιδη «Έκθεση πεπραγμένων από 1 Δεκεμβρίου έως 15 Δεκεμβρίου 1943» του «Στρατηγείου της 117 Μεραρχίας» που συντάχθηκε με ημερομηνία «18 Δεκ. 1943» την οποία υπογράφει «Ο Υποστράτηγος και Διοικητής Μεραρχίας Von Le Suire» σε μία από τις τελευταίες παραγράφους της αναφέρει και την πυρπόληση της Αγίας Λαύρας ως εξής:
«Επιχείρηση Καλάβρυτα 14/12
Τα μηχανοκίνητα τμήματα του αποσπάσματος Wolfinger (ενισχυμένο ΙΙ/749 τάγμα κυνηγών) επέστρεψαν στις βάσεις πλήρη.
Η πεδινή ομάδα στην περιοχή Πυργακίου-Φτέρης-Βάλτσας.
Ως αντίποινα καταστράφηκαν η Κλαπατσούνα, η Βυσωκά, η Μονή Σπηλαίου και η Μονή Λαύρας.
Το 116 απόσπασμα αναγνωρίσεως τους αποσπάσματος Gnass επέστρεψε στην Τρίπολη. Τα Μαζέικα πυρπολήθηκαν.
Ο ενισχυμένος Λόχος του 965 συντάγματος πεζικού Φρουράς έφτασε στον Πύργο».
Δεν έχει, μέχρι σήμερα, κανένας από τους συγγραφείς βιβλίων ή σχετικών άρθρων, αναφέρει τα ονόματα των διοικητών (εγκληματιών πολέμου) των μονάδων που διέπραξαν τα παραπάνω εγκλήματα ανάμεσά τους και αυτό της εκτέλεσης των μοναχών της Αγίας Λαύρας και της πυρπόλησης της ιστορικής Μονής. Πέρα από τους υπευθύνους της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», υποστράτηγο Καρλ φον Λε Σουϊρ, Γιούλιους Βόλφιγκερ και Χανς Εμπερσμπέργκερ, εκτελεστές των μοναχών στην Αγία Λαύρα και εμπρηστές της Μονής επικεφαλείς των Γερμανο-Αυστριακών αποσπασμάτων της Βέρμαχτ, που τα πραγματοποίησαν ήταν:
Ο 43χρόνος Ευαγγελικός Ιερέας της 117 Μεραρχίας, Γιόαχιμ Λάνγκε διοικητής της ορεινής ομάδας και διοικητής του δεύτερου τάγματος του 749 Συντάγματος. Και ιδιαίτερα:
Ο 25χρονος Ελληνομαθής υπολοχαγός Φράντς Γιούππε, διοικητής του 4ου Λόχου του 749 συντάγματος (Αίγιο) που ανέλαβε διοικητής του 1ου Τάγματος του 749 αναπληρώνωντας τον Ταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ, που με τη σειρά του αναπλήρωσε τον τραυματισθέντα Βόλφιγκερ στην ηγεσία της «Επιχείρησης Καλάβρυτα». Ο Γιούππε, που θα αναπλήρωνε και τον Εμπερσμπέργκερ σε περίπτωση θανάτου, ανέλαβε να διασφαλίσει την αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από τη περιοχή, του ανατέθηκε η συγκέντρωση και μεταφορά στο Αίγιο 2000 συγκεντρωμένων αιγοπροβάτων και άλλων ζώων και του λοιπού πλιάτσικου και είναι εκείνος που, επιστρέφοντας στο Αίγιο καταλήστευσε και πυρπόλησε την Αγία Λαύρα, τη Βυσωκά, την Κερπινή, Βάλτσα, Κλαπατσούνα, Φτέρη, Πυργάκι, Μελίσσια, και εκτέλεσε όσους έβρισκε μπροστά του αφήνοντας πίσω ολοκληρωτική καταστροφή.
Δημιουργήθηκε φάκελλος και για τους δύο από το Ελληνικό γραφείο δίωξης Εγκληματιών πολέμου και κατηγορήθηκαν για αυτά τα εγκλήματα. (Ψεύτο)Ανακρίθηκαν, μέχρι το 1970, από τα Γερμανικά Δικαστήρια, στα οποία, ως γνωστό, παραδόθηκαν με τη συμφωνία Καραμανλή, οι φάκελλοι των εγκληματιών πολέμου, και κανείς τους δεν οδηγήθηκε σε δίκη, λόγω παραγραφής και λόγω του ότι εκτέλεσαν «αντίποινα σε μία μολυσμένη από τις συμμορίες περιοχή που θεωρούνται νόμιμα». Δηλαδή ο ελληνικός λαός δεν είχε το δικαίωμα στην αντίσταση, κατά των κατακτητών. Έπρεπε να καθίσει «στα αυγά του», να μη δίνει αφορμές, να έχει ακόμα εδώ τους Γερμανούς. Δεν είχε το δικαίωμα στον αγώνα για την Ελευθερία. Έπρεπε επίσης να δεχτεί ότι η συμπεριφορά των Γερμανών ήταν «ιπποτική» όταν δολοφονούσαν ανεξέλεκτα , αθώους, αμάχους, αιχμαλώτους, τραυματίες, ομήρους, κατάκοιτους όπως το μοναχό Χρυσανθακόπουλο εν προκειμένω ή τον τραυματία Καλούτση την ίδια μέρα στη Βυσωκά. Βέβαια οι Γερμανοί μεταπολεμικά, και σήμερα, έχουν τις απόψεις τους και τις δικαιολογίες τους για τα εγκλήματα που διέπραξαν στην κατοχή, δημιουργώντας διάφορα «άλλοθι».
Δυστυχώς όμως υπάρχουν και κάποιοι «Έλληνες και Καλαβρυτινοί» που υποστηρίζουν τις πιο πάνω αθλιότητες περί «αντιποίνων» και μάλιστα «νόμιμων και δικαιολογημένων» (απόψεις που ταυτίζονται με εκείνες των απογόνων των συνεργατών των Ναζί).
Το πολιτιστικό έγκλημα
Καμένα από τους Γερμανούς χειρόγραφα και κώδικες
Η ανεπανόρθωτη καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Μονής
--------------------------------------------------------------------------------------------
Εβδομήντα επτά χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από την εκτέλεση των μοναχών της Αγίας Λαύρας, την πυρπόληση της Μονής, μαζί με τη λεηλασία και το κάψιμο της περίφημης Βιβλιοθήκης με τους κώδικες τα χειρόγραφα και τα βιβλία. Οι Γερμανοί αφού εκτελούν τους 4 καλογέρους και τον φύλακα, που δεν πρόλαβαν να φύγουν, προχωρούν και σε πολιτιστικό έγκλημα. Βάζουν φωτιά στα κελλιά και τις αποθήκες. Η φωτιά γρήγορα επεκτάθηκε παντού και οι στέγες κατέρρευσαν. Πέφτοντας η στέγη στη δυτική πλευρά καταπλάκωσε και έκαψε τη Βιβλιοθήκη.
Εμπνευστής και δημιουργός της Βιβλιοθήκης θεωρείται ο λόγιος ηγούμενος της μονής Κύριλλος Λαυριώτης από την Πάτρα (τέλη του 18ου αιώνα). Περιείχε χειρόγραφα που χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, περγαμηνές Ευαγγελίων του 14ου αιώνα και βιβλία που μάθαιναν γράμματα τα παιδιά των γύρω περιοχών τον 18ο και 19ο και 20ο αιώνα. Η βιβλιοθήκη είχε το πλέον πυρίφλεκτο υλικό.
Τα αποκαϊδια από τη βιβλιοθήκη, οι κάφτρες από τα καμένα χειρόγραφα και βιβλία έφταναν ανάλαφρες μέχρι το δάσος, μαύρα κοράκια, τις ανέβασαν οι φλόγες ψηλά και ο αέρας τις μετέφερε στις γύρω δασωμένες πλαγιές που κρύβονταν φοβισμένοι, σκόρπιοι ανάμεσα στα πουρνάρια οι μοναχοί. Ύστερα από κάποιες μέρες ξεπλάκωσαν και διέσωσαν ότι δεν είχε καεί ολοσχερώς. Η πρώτη καταγραφή των διασωθέντων έγινε, τρία χρόνια αργότερα, από τον επιμελούμενο της ανοικοδόμησης της Μονής Καθηγητή Αναστάσιο Ορλάνδο. Τα περισυνέλεξε όσο ήταν δυνατόν, περιτυλίγοντάς τα σε εφημερίδες εποχής και τα κατέγραψε σε σύγκριση προς παλαιότερους χειρόγραφους καταλόγους εντύπων της Μονής, σε ένα τρίφυλλο χειρόγραφο κατάλογο που αρχίζει ως εξής:
«Κατά τον από 19ης μέχρι 26ης Αυγούστου 1946 διενεργειθέντα έλεγχον των εντύπων βιβλίων της Ι. Μονής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων επί τη βάσει δύο χειρογράφων καταλόγων προέκυψε ότι ελλείπουσιν τα εξής βιβλία καέντα πιθανώτατα κατά την πυρπόλησιν της Μονής υπό των Γερμανών τη 14 Δεκ. 1943».
Τελειώνει δε ως εξής:
«Εν Ι Μονή Αγίας Λαύρας τη 27 Αυγούστου 1946
Α.Κ. Ορλάνδος. Καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών».
Το μέγεθος του πολιτιστικού αυτού εγκλήματος των Γερμανών αποτυπώνεται επακριβώς σε αυτόν τον «Κατάλογο πυρίκαυστων χειρογράφων συνταχθέντα υπό Α Ορλάνδου». Από έλλειψη χώρου παρουσιάζουμε δύο αποσπάσματα.
«16. Ειρμολόγιον διαστ. 0,175Χ 0,130, Επίτιτλα, εσταχωμένον, ασελίδοτον, πυρίκαυστον, εις άθλιαν κατάστασιν. Μόνον τινές σελίδες αναγνώσιμες.
4. Θεοτοκάριον. Χάρτης Βομβύκινος. διαστ. 0,300 Χ 0,200 17ου αιων. Εκ των 250 φύλλων διεσώθησαν τα 164 και ταύτα λίαν εφθαρμένα. Αρχικά ερυθρά. Ελλιπές, περικεκαυμένον».
Ακολούθησε η καταγραφή και μικροφωτογράφηση (με δαπάνες της μονής) όλων των εγγράφων του αρχειοφυλακίου και ταξινόμησή του από δύο ολιγοήμερες αποστολές του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, τον Δεκέμβριο του 1969 και Σεπτέμβριο του 1970 (ηγούμενος Πολύκαρπος Πάϊκος) από τις κ. Λουκία Δρούλια, Χρύσα Μαλτέζου, και τον κ.Παν. Νικολόπουλο οι οποίοι όπως εγράφουν:
«ότε επεσκέφθην την Μονήν και εζήτησα τα χειρόγραφα ευρέθην προ οικτρού και λυπηρού θεάματος. Εκ τινός ερμαρίου τοποθετειμένου εις παρακείμενω τω Μουσείω αίθουσαν εξήγαγον σωρούς κεκαυμένων χαρτίων αναμείξ χειρογράφων και εντύπων…Η συγκρότησις των σωμάτων χειρογράφων και η ταύτησις τούτων προς τα εν τω καταλόγω τω Α. Ορλάνδω αναγραφόμενα ήτο δυσχερής διότι τα χειρόγραφα ήσαν βαρέως πεπληγμένα εκ της πυράς…».
Από τότε τα χειρόγραφα παρέμειναν τυλιγμένα στις ίδιες παλιές εφημερίδες. Μέχρι το 1987 που στο πλαίσιο των παλαιογραφικών αποστολών του Ιστορικού Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) ανασυστήθηκαν οι κώδικες σε εννιαία σώματα και πάλι μικροφωτογραφήθηκαν, όπως είπαν με προσοχή, με συμβατική μηχανή- δεν υπήρχε ψηφιακή τότε- αποτυπώθηκαν οι περιοχές των φύλλων που είχαν απανθρακωθεί, βέβαια κάποια αποκαϊδια ξέφευγαν, και έγινε λεπτομερής περιγραφή του περιεχομένου τους.
Έκτοτε ο προηγούμενος- ηγούμενος της Μονής (Φιλάρετος) είχε φτιάξει καλαίσθητα ξύλινα κουτιά και εκεί είναι τοποθετημένα. Τα πυρίκαυστα υπάρχουν σε βιτρίνα για το κοινό. Ελπίζουμε ότι όλες αυτές οι εργασίες υπάρχουν και πως ο νυν ηγούμενος της Μονής, πατέρας Ευσέβιος, με την ενεργητικότητα δραστηριότητα που τον διακρίνει και με αφορμή των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 θα κατορθώσει να μας δώσει μια έκδοση τους, πολύτιμη συμβολή στην ιστορία της Μονής και των Καλαβρύτων.
Η Ανοικοδόμηση της Ιστορικής Μονής 1946-1950 Με τον οβολό του Ελληνικού Λαού
Όταν οι φλόγες , από τον εμπρησμό των Γερμανών, αγκάλιασαν το κειμήλιο του Γένους, το μοναστήρι φάρο της Ελευθερίας και της Αντίστασης, απέμειναν στάχτες. Η Μονή που ήταν γεμάτη από καλή παλιά ξυλεία τώρα είναι σωριασμένη σε ερείπια. Κόλαση και στάχτες ήταν αυτό που αντίκρυσαν οι μοναχοί όταν επέστρεψαν. Άρχισαν αμέσως τις πρόχειρες επισκευές. Αρχικά επισκεύασαν τις αποθήκες και τους ορνιθώνες, μικρά κτίρια, που τα χρησιμοποίησαν για προσωρινή διαμονή, και εκεί έμειναν, με το φόβο της επιστροφής των Γερμανών, μέχρι την απελευθέρωση. Οι δυνατότητες επισκευής στην περίοδο αυτή ήταν δύσκολες και τα υλικά δυσεύρετα.
Την αναστήλωση τελικά ανέλαβε να πραγματοποιήσει το Ελληνικό Κράτος. Πιο συγκεκριμένα το Υπουργείο θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Η Διεύθυνση Αναστηλώσεως Αρχείων και ιστορικών Μνημείων.
Και η ανοικοδόμηση της Αγίας Λαύρας άρχισε τον Αύγουστο του 1946. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια συντάχθηκαν από την πιο πάνω Διεύθυνση Αναστηλώσεως αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων και τα εκπόνησαν ο Ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος που είχε και την επίβλεψη των εργασιών και ο αρχιτέκτονας Ευστάθιος Στίκας, επίσης.
Κατά το έτος 1946 και 1947 έγινε η αναστήλωση των κελλιών ολόκληρης της Νότιας πλευράς, με τα ιδιόρρυθμα ημικυλινδρικά τζάκια των κελλιών και με το ωραίο κωδωνοστάσιο εις το μέσον. Ανακατασκευάσθηκε επίσης και το εσωτερικό υπόστεγο των κελλιών της πλευράς αυτής, καθώς και ο εσωτερικός εξώστης, πάνω στη βάση των σωθέντων λειψάνων.
Μεσολάβησε όμως διακοπή των εργασιών λόγω των σφοδρών εμφύλιων μαχών στην περιοχή των Καλαβρύτων. Ο έλεγχος του Μοναστηριού της Λαύρας ήταν επισφαλής για τις κυβερνητικές δυνάμεις παρά το γεγονός ότι οι μοναχοί δεν είχαν σχέση με τον Δημοκρατικό στρατό, πέρα από την διάθεση κάποιων τροφίμων στους αντάρτες.
Το 1949, με το τέλος του εμφυλίου, άρχισαν πάλι οι εργασίες αναστήλωσης και τελείωσαν, όχι οριστικά, μέχρι το 1952. Εδώ θέλω να σημειώσω πως την επανέναρξη των εργασιών κήρυξε ουσιαστικά, αυτοπροσώπως, ο τότε υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας Κων. Δ. Τσάτσος με λόγο που εκφώνησε στις 15 Μάϊου 1949 στην Αγία Λαύρα, «επί τη αναστηλώσει αυτής». Ο «λόγος» του, ένα αντικομμουνιστικό παραλήρημα, που καμμιά αναφορά δεν είχε για την αναστήλωση της Μονής,τυπώθηκε και διανεμήθηκε αμέσως (1949) από τον εκδοτικό οίκο Χαρ. Καγιάφα στην Πάτρα, για να μας θυμίζει τι είδους πρόεδρο της Δημοκρατίας είχαμε αργότερα, το 1975-1980. (να σημειωθεί ότι δεύτερη σύζυγος του Κων. Τσάτσου ήταν η Ιωάννα Σεφεριάδου-αδελφή του Γεωργίου Σεφέρη- που επισκέφθηκε τα Καλάβρυτα κατά της διάρκεια της προεδρίας του).
Σε αυτά τα χρόνια, 1949-1950, ανοικοδομήθηκαν η ανατολική, βόρεια και δυτική πλευρά του μοναστηριού, με εσωτερικούς εξώστες, με βάση σχέδιο καθαρά μοναστηριακού χαρακτήρα. Κάτω από τα κελλιά κατασκευάστηκαν ανοικτές στοές και πάνω τα κελλιά. Κάθε κελλί φέρει ξεχωριστό υπνοδωμάτιο προς τον εσωτερικό εξώστη και δεύτερο δωμάτιο με μικρή κουζίνα και αποχωρητήριο. Κάτω από τη βόρεια πλευρά κατασκευάστηκε μεγάλη αίθουσα «τράπεζα», δηλαδή το εστιατόριο της Μονής και στη συνέχεια αποθήκες. Μεγαλύτερη προσοχή καταβλήθηκε στην ανοικοδόμηση της πρόσοψης της Μονής. Στο μέσο αυτής της πλευράς, δυτικής ανακατασκευάστηκε η κεντρική είσοδος, με θολωτό διάδρομο, «διαβατικόν» και πάνω από αυτόν κομψό κωδωνοστάσιο.
Δεξιά επί της Ν.Δ. γωνίας διασκευάστηκε ειδικός χώρος και παρεκκλήσιο με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο και στη συνέχεια έχουν διαμορφωθεί τα γραφεία της μονής. Τέλος, στην αριστερή πλευρά της πρόσοψης, προβλέφθηκε η κατασκευή ευρύχωρου Μουσείου Ενθυμίων του Αγώνος της Επαναστάσεως του 1821, τα οποία τοποθετηθήκαν, όσα διασώθηκαν, σε ειδικές προθήκες.
Το νέο κτιριακό συγκρότημα έγινε με βάση το παλιό Βυζαντινό πρότυπο, με τους μικρούς εξώστες, τις τοξοειδείς καμάρες που πλαισιώνουν το ναό και αψιδωτά παράθυρα. Οι παλιές ξύλινες στέγες τώρα έγιναν από μπετόν και κεραμύδια. Ο παλιός δομικός χαρακτήρας διατηρήθηκε στη νότια και δυτική πλευρά, ενώ οι άλλες δύο πλευρές έγιναν με τους χαρακτηριστικούς δύο ωραίους ξενώνες.
Σημαντική ήταν για την ανοικοδόμηση του Μοναστηριού η προσωπική εργασία των Μοναχών. Βοήθησαν όλοι, που σύμφωνα με την απογραφή του 1951 ήταν 34. Ο ηγούμενος Πολύκαρπος Παϊκος, ιδιαίτερα ο μετέπειτα ηγούμενος Βαρθολομαίος Βουρλούμης στον οποίο οι υπεύθυνοι αρχιτέκτονες οφείλουν «Χάριτες και ευγνωμοσύνη», αλλά και ο Άνθιμος Δημακόπουλος, νέος τότε, ηγούμενος αργότερα, και οι άλλοι μοναχοί «φορτώνουν και ξεφορτώνουν μόνοι τους τα δοκάρια και γυρνάνε σκονισμένοι πάνω στα φορτηγά να βρουν υλικά, δύσκολο εκείνη την εποχή, να ξαναχτιστεί το Μοναστήρι». Φυσικά υπήρξε και προσωπική αυτεπιστασία των μοναχών, κάτω από τις υποδείξεις του Διευθυντού της ανταστηλώσεως διαπρεπή αρχαιολόγου Αναστάσιου Ορλάνδου και του επίσης Διευθυντού αναστηλώσεως του Υπ. Παιδείας αρχιτέκτονα Ευστάθιου Στίκα τους οποίους απέστειλε το υπουργείο και συνεπόπτευσαν τις εργασίες αναστήλωσης. Τα ποσά που δαπανήθηκαν για την ανοικοδόμηση, σε πρώτη φάση, ήταν 1.200.000 δρχ. (νέων δραχμών) από τις εισπράξεις του γραμματοσήμου και 300.000 δρχ. δαπάνησε η Μονή, μέχρι τότε, που προήλθαν από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και άλλες επιχορηγήσεις.
Το ειδικό γραμματόσημο από το οποίο προήλθαν οι εισπράξεις των απαιτούμενων ποσών κυκλοφόρησε μετά την απελευθέρωση, αποκλειστικά και μόνο, για την αναστήλωση του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης (75%) και της ιστορικής Μονής Αγίας Λαύρας (25%). Άρθρο 3 του υπ΄αριθμ. 453/1947 Νομ. Διατ. «Περί επιβολής πρόσθετου Ταχυδρομικού τέλους υπερ αναστυλώσεως και στερεώσεως Βυζαντινών Ναών κλπ. ΦΕΚ 237/1947. Έτσι, δηλαδή με τον οβολό του φτωχού λαού, συγκεντρώθηκε σεβαστό ποσό και άρχισαν το καλοκαίρι του 1946 οι αναστηλώσεις. Για το λόγο αυτό (και για άλλους λόγους) κάποιοι Μητροπολίτες καλό είναι να κατανοήσουν ότι τα Μοναστήρια σαν θρησκευτικά και Ιστορικά Μνημεία ανήκουν στον Ελληνικό Λαό και μόνο.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως τα χρηματικά ποσά τμηματικά εκταμίευε από το Υπ. Θρησκευμάτων και Εθν. Παιδείας ο Αναστάσιος Ορλάνδος από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (Τ.Τ.Τ.) που ήταν κατατεθημένα και κάθε φορά απέστελνε ισόποσο χρηματικό ένταλμα προπληρωμής των εργασιών στα Καλάβρυτα σε λογαριασμό του Παναγιώτη Παπαδημητρόπουλου (Παπά Κουτσού) δημοδιδάσκαλου Καλαβρύτων «δια την συνέχισιν των εργασιών ανοικοδομήσεως της πυρποληθήσης κατά την κατοχήν ιστορικής Μονής της Αγίας Λαύρας» ο οποίος εντός τριμήνου έπρεπε να αποδώσει λογαριασμό του κάθε παραλαμβανόμενου ποσού για έλεγχο. Βαριά η ευθύνη του Παπά Κουτσού για την αναστήλωση της Λαύρας. Την ανέλαβε και την έβγαλε πέρα.
Υπήρξαν και επικρίσεις για τη μορφή του νέου Οικοδομικού συγκροτήματος της Αγίας Λαύρας
---------------------------------------------------------------------------------
Υποστήριξαν πολλοί ότι κατά την αναστήλωση έπρεπε να κρατηθεί αυστηρά ο χαρακτήρας του παλιού οικοδομήματος της Μονής, όπως επίσης ότι μέσα σε αυτή έπρεπε να συμπεριληφθεί και ο παλιός ναός του 1821.
Δημοσιεύουμε απόσπασμα από ένα τέτοιο, σχετικό, άρθρο Αθηναϊκής ημερήσιας εφημερίδας, στις 4 Νοε. 1952, όταν δηλαδή είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση της Αγίας Λαύρας.
«…………………………………………………………………………………………………
Η φύτρα της επαναστάσεως, το ξεκίνημα του αγώνα, με τη μονή της Αγίας Λαύρας που είναι η επίσημη αφετηρία της Ελευθερίας. Προς αυτή κατευθύνομαι, καθυστερημένος προσκυνητής των Ιερών του Εθνικού αγώνα. Θεέ μου, η κιβωτός του Έθνους είναι αυτή, ή το «Σέσιλ» της Κηφισιάς; Την είχαν σαρώσει οι φλόγες του κατακτητή. Πάνω στα παλιά σχέδια, λένε, έγινε η ανοικοδόμηση. Ανοικοδομώντας όμως άφησαν έξω από το κτίριο την παλιά ψυχή. Έλειψε ο μοναστηριακός τόνος. Έλειψε η άχνα τους παρελθόντος, τα σκεβρωμένα ξύλα, τα γερασμένα δοκάρια που κρατούσαν τους εξώστες. Το μπετόν τώρα. Όπως στο Μέγα Σπήλαιο, που το κατάντησαν πολυκατοικία Αθηναϊκή. Αίθουσα για πάρτυ το αρχονταρίκι της Λαύρας. Σε βιτρίνες συγχρονισμένου μουσείου το Λάβαρο και τα καρυοφίλια. Το 21 στις αίθουσες της «Μεγάλης Βρεττανίας». Ασφάλεια. Βέβαια. Μα ασφάλεια όμως στην οποία θυσιάζεται η υποβολή και η συγκίνηση. Καλά που δεν τύλιξαν στη φασκιά του μπετόν και τον πλάτανο στον αυλόγυρο της μονής, δένδρο με πέντε αιώνων ζωή, που μένει εκεί για να τελή με το θροϊσμα των φύλλων του μνημόσυνα στους μάρτυρες που δυό φορές, μια το 21 και μια το 43, είδε να αιωρούνται από τα χοντρά του κλωνάρια. Π.ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ»
Οι Γερμανοί οφείλουν να καταβάλουν στο ακέραιο αποζημίωση και για την πυρπόληση της Ιστορικής Μονής της Αγίας Λαύρας.
-------------------------------------------------------------------------------
Όλα τα προηγούμενα ποσά και άλλα που ακόμα απαιτήθηκαν για την αναστήλωση του Ιστορικού Μοναστηριού της Λαύρας έπρεπε να έχουν απαιτηθεί και καταβληθεί εντόκως από το Γερμανικό κράτος, πέρα από τη δήλωση αναγνώρισης και συγνώμης για το πολιτιστικό έγκλημα που διέπραξαν και την εκτέλεση των τεσσάρων Μοναχών, εκεί, και του φύλακα της Μονής.
Δεν έχουν ζητηθεί όμως ούτε έχει κατατεθεί σχετική αγωγή από τη Μητρόπολη. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός ότι στην πολυσέλιδη έκδοση «Μνήμες και Μαρτυρίες από το ’40 και την κατοχή», πρόλογος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, 580 σελίδων, μεγάλου σχήματος, του κλάδου Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος-Αθήνα 2000- στο Κεφάλαιο «Η πολιτιστική καταστροφή σε Ιερές Μητροπόλεις και Μονές» στη σελίδα που αναφέρεται στη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, σελ. 460, σε ελάχιστες γραμμές και γενικόλογα αναφέρονται λίγα στοιχεία για τις καταστροφές εκκλησιών και μοναστηριών παραλείποντας την Αγία Λαύρα, τόσο ως προς την προσφορά της στην Εθνική Αντίσταση, όσο και ως προς την καταστροφή της. Να σημειωθεί πως οι υπόλοιπες Μητροπόλεις όχι μόνο περιγράφουν, λεπτομερώς τις καταστροφές που υπέστησαν ναοί και μοναστήρια αλλά σε κάθε περίπτωση δίπλα παραθέτουν το κόστος κάθε καταστροφής που οφείλουν οι Γερμανοί. Προφανώς ο τότε Μητροπολίτης Αμβρόσιος δεν ήθελε να …στενοχωρήσει τους Γερμανούς στα πλαίσια της Ελληνογερμανικής φιλίας την οποία, άκριτα και χωρίς προϋποθέσεις, προωθούσε με αντάλλαγμα ψίχουλα ελεημοσύνης από την Ευαγγελική εκκλησία.
Μια σοβαρή παράλειψη που ο νέος Μητροπολίτης ευχόμαστε να διορθώσει.
{full_page}
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.