Μέρες Νοέμβρη Φίλες μου και φίλοι μου, καταθέτω ένα ποίημά μου, ταπεινή αφιέρωση τιμής στις ημέρες και την εξέγερση της νεολαίας το Νοέμβρη...
Μέρες Νοέμβρη
Φίλες μου και φίλοι μου,
καταθέτω ένα ποίημά μου, ταπεινή αφιέρωση τιμής στις ημέρες και την εξέγερση της νεολαίας το Νοέμβρη του '73, εναντίον της ξενόδουλης χούντας, με σύνθημα "Ψωμί - Παιδεία - Ελευθέρια".
Σύνθημα με διαχρονική απήχηση, ζωντανό έως σήμερα που το Κοινωνικό κράτος υποχωρεί διαρκώς, η σωστή Παιδεία παραμένει ζητούμενο, η Δικαιοσύνη παραπαίει και η Δημοκρατία απέχει πολύ από την ουσιαστική της διάσταση.
Φίλες μου και φίλοι μου,
καταθέτω ένα ποίημά μου, ταπεινή αφιέρωση τιμής στις ημέρες και την εξέγερση της νεολαίας το Νοέμβρη του '73, εναντίον της ξενόδουλης χούντας, με σύνθημα "Ψωμί - Παιδεία - Ελευθέρια".
Σύνθημα με διαχρονική απήχηση, ζωντανό έως σήμερα που το Κοινωνικό κράτος υποχωρεί διαρκώς, η σωστή Παιδεία παραμένει ζητούμενο, η Δικαιοσύνη παραπαίει και η Δημοκρατία απέχει πολύ από την ουσιαστική της διάσταση.
17 Νοέμβρη 1973
Χρόνια γκρίζος ο καιρός,
λασπωμένες κι αδιέξοδες οι μέρες,
για να αντέξεις του φασισμού τη δυσωδία,
στο αλώνι του θάνατου έπρεπε να γυμνάζεσαι,
όχι μακριά απ’ την Αχερουσία,
το βρωμισμένο από απάτη και ξενοδουλεία.
Το αληθινό πρόσωπο του θάνατου στους δρόμους,
οι δήμιοι πολλοί, οι γκιλοτίνες νοικιασμένες από ‘σωτήρες’,
η Ακρόπολη και τα μνημεία να αιμορραγούν,
η ιστορία καιόμενη από του φοίνικα τη φωτιά
κι ο λαός να μηρυκάζει τις μνήμες του,
στον ακίνητο χρόνο να μην του αποκοιμηθούν.
Οι σιωπές από την πείνα για λίγο ψωμί,
η στάχτη των καμένων ποιημάτων,
η ευχή να γυρίσει ο αδελφός κι ο σύντροφος από την εξορία,
το τελευταίο δάκρυ για τον επόμενο πόνο,
φίλιωσαν σ’ ένα σύνθημα ονείρων κι ελπίδας,
‘Ψωμί, Παιδεία , Ελευθερία’.
Κείνα τα όνειρα μας κράτησαν δεμένους στα κάγκελα,
δίπλα, δίπλα αγαπημένη με συντρόφους
αγαπηθήκαμε περισσότερο από το καλοκαίρι κι ήταν Νοέμβρης.
Σαν να φορούσαμε πλατύ πανωφόρι κείνο το απόβραδο,
να τυλίξουμε του κόσμου τις πληγές και το λυγμό,
σαν να κυοφορούσες στη μήτρα σου το αύριο, χίλιες γέννες,
μέσα στις ιαχές ‘απόψε πεθαίνει ο φασισμός’.
Κορμιά συντρόφων λύγισαν στην άσφαλτο,
κάτω από τις μπότες και τις ερπύστριες,
σάρκες και αίμα πολύ στο χώμα πίσω από την πόρτα.
Ορφανεμένα τα όνειρα δραπέτευσαν και γλύτωσαν με θυμό,
έτσι κάνουν πάντα τα όνειρα των έφηβων,
μένουν να κάνουν ύμνο και τραγούδι τον τελευταίο στεναγμό.
Τις καλημέρες τις είπαν στο λυκαυγές οι πρώτοι νεκροί,
ευτυχώς κάποια κυκλάμινα στο μαντρότοιχο αντιστάθηκαν στη φωτιά
και συντρόφεψαν τον πληγωμένο ήλιο να βγει,
για να ψάξουν οι μάνες τα παιδιά που δεν είχαν γυρίσει.
Οι πόλεις αλυσοδεμένες, οι δρόμοι σιδερόφρακτοι,
τα όνειρα δειλά ακόμα να ξορκίσουν το θάνατο
και τη μελλούμενη της Κύπρου εκτέλεση.
…………………….
Για να μην ξεχνάμε. Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι.
Αλήθεια τα είπαμε στα παιδιά,
τα διηγηθήκαμε στα εγγόνια;
Αθανάσιος Νασιόπουλος, 17/11/2022
Χρόνια γκρίζος ο καιρός,
λασπωμένες κι αδιέξοδες οι μέρες,
για να αντέξεις του φασισμού τη δυσωδία,
στο αλώνι του θάνατου έπρεπε να γυμνάζεσαι,
όχι μακριά απ’ την Αχερουσία,
το βρωμισμένο από απάτη και ξενοδουλεία.
Το αληθινό πρόσωπο του θάνατου στους δρόμους,
οι δήμιοι πολλοί, οι γκιλοτίνες νοικιασμένες από ‘σωτήρες’,
η Ακρόπολη και τα μνημεία να αιμορραγούν,
η ιστορία καιόμενη από του φοίνικα τη φωτιά
κι ο λαός να μηρυκάζει τις μνήμες του,
στον ακίνητο χρόνο να μην του αποκοιμηθούν.
Οι σιωπές από την πείνα για λίγο ψωμί,
η στάχτη των καμένων ποιημάτων,
η ευχή να γυρίσει ο αδελφός κι ο σύντροφος από την εξορία,
το τελευταίο δάκρυ για τον επόμενο πόνο,
φίλιωσαν σ’ ένα σύνθημα ονείρων κι ελπίδας,
‘Ψωμί, Παιδεία , Ελευθερία’.
Κείνα τα όνειρα μας κράτησαν δεμένους στα κάγκελα,
δίπλα, δίπλα αγαπημένη με συντρόφους
αγαπηθήκαμε περισσότερο από το καλοκαίρι κι ήταν Νοέμβρης.
Σαν να φορούσαμε πλατύ πανωφόρι κείνο το απόβραδο,
να τυλίξουμε του κόσμου τις πληγές και το λυγμό,
σαν να κυοφορούσες στη μήτρα σου το αύριο, χίλιες γέννες,
μέσα στις ιαχές ‘απόψε πεθαίνει ο φασισμός’.
Κορμιά συντρόφων λύγισαν στην άσφαλτο,
κάτω από τις μπότες και τις ερπύστριες,
σάρκες και αίμα πολύ στο χώμα πίσω από την πόρτα.
Ορφανεμένα τα όνειρα δραπέτευσαν και γλύτωσαν με θυμό,
έτσι κάνουν πάντα τα όνειρα των έφηβων,
μένουν να κάνουν ύμνο και τραγούδι τον τελευταίο στεναγμό.
Τις καλημέρες τις είπαν στο λυκαυγές οι πρώτοι νεκροί,
ευτυχώς κάποια κυκλάμινα στο μαντρότοιχο αντιστάθηκαν στη φωτιά
και συντρόφεψαν τον πληγωμένο ήλιο να βγει,
για να ψάξουν οι μάνες τα παιδιά που δεν είχαν γυρίσει.
Οι πόλεις αλυσοδεμένες, οι δρόμοι σιδερόφρακτοι,
τα όνειρα δειλά ακόμα να ξορκίσουν το θάνατο
και τη μελλούμενη της Κύπρου εκτέλεση.
…………………….
Για να μην ξεχνάμε. Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι.
Αλήθεια τα είπαμε στα παιδιά,
τα διηγηθήκαμε στα εγγόνια;
Αθανάσιος Νασιόπουλος, 17/11/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.