Πώς να γράψεις για τον καλό σου φίλο που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή; Πίστευα ότι σε τέτοιες στιγμές, αρμόζει περισσότερο η σιωπή. Είναι τόσε...
Γνωρίζεις καλά ότι ο αγαπημένος φίλος θα ζει για πάντα μέσα στην καρδιά σου, θα βρίσκεται εκεί και θα συνομιλείς νοερά μαζί του για εκείνα που ζήσατε ως παιδιά και που ονειρευτήκατε σαν νέοι. Κάτι σε σπρώχνει να αφηγηθείς λίγα πράγματα από το βίο και την πολιτεία του Γιώργη Γιαννέλου, κάποιες απ’ αυτές τις προσωπικές στιγμές, έτσι σαν αντίδραση στη λησμοσύνη, γιατί ο Γιώργης ήταν για μένα κάτι πάρα πάνω από φίλος, ήταν τα παιδικά μου χρόνια, ήταν η εφηβεία μου, η νιότη μου.
Ο Γιώργης ήταν ο γιός της καλύτερης φίλης της μάνας μου, της Ντίνας Γιαννέλου, που είχε έρθει στα Καλάβρυτα από τη Σμύρνη, μετά την Μικρασιατική καταστροφή μαζί με τον πατέρα της Στέλιο Χονδροθανάση και τα δυο αδέρφια της, τον Χρίστο και τον Θανάση που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς.
Την περίοδο της κατοχής είχε έρθει από την Αθήνα και εργαζόταν στα μεταλλεία, ο Λευκαδίτης στην καταγωγή Γιώργης Γιαννέλος. Γνώρισε την Ντίνα με την οποία παντρεύτηκε και πριν την καταστροφή των Καλαβρύτων έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα .
Δεν είχαν ακόμα προλάβει καλά - καλά να στήσουν το νοικοκυριό τους περιμένοντας τις καλύτερες μέρες της απελευθέρωσης, που ήρθε τον Οκτώβρη του 1944. Ενώ ζούσαν στην Αθήνα, εκείνες τις ημέρες της παράνοιας των Δεκεμβριανών, μια σφαίρα έκοψε το νήμα της ζωής του Γιώργη Γιαννέλου, αφήνοντας την Ντίνα μόνη και έρημη ανάμεσα στην φρίκη που είχε αφήσει πίσω του ο Δεκέμβρης του‘44, περιμένοντας να φέρει στον κόσμο το παιδί τους.
Στις αρχές του 1945 στον Πειραιά, όπου διέμενε ένας από τους αδελφούς του Γιώργη Γιαννέλου, ήρθε στη ζωή ο γιός της Ντίνας, που πήρε το όνομα του πατέρα του Γεώργιος Γεωργίου Γιαννέλος. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα η Ντίνα Γιαννέλου με ένα μωρό στην αγκαλιά επέστρεψε στα Καλάβρυτα στην ασφάλεια και σιγουριά του πατέρα της Στέλιου Χονδροθανάση, κοντά στην αγαπημένη γειτονιά της, τα προσφυγικά της πόλης των Καλαβρύτων. Εκεί όταν θα μεγάλωνε ο Γιώργος θα διαπίστωνε ότι αρκετοί συνομήλικοι του είχαν και αυτοί όπως και αυτός, το όνομα του πατέρα τους, όπως ο αγαπημένος παιδικός του φίλος Αθανάσιος Αθανασίου Μαχαίρας.
Από την πρώτη στιγμή της επιστροφής της Ντίνας στα Καλάβρυτα μαζί με τον γιό της το Γιώργο, η μάνα μου, η καλύτερή της φίλη, τουλάχιστον από το 1930, στάθηκε δίπλα της, γιατί, όπως κατάλαβα, με το πέρασμα του χρόνου ένοιωθαν η μια την άλλη περισσότερο για αδερφή παρά για φίλη.
Η μάνα του Γιώργη η γνωστή μέχρι το θάνατο της για όλους του Καλαβρυτινούς ως η Κυρά Ντίνα πάλεψε ξενοδουλεύοντας, με αξιοπρέπεια και υπομονή να τα βγάλει πέρα μέχρι που με την ίδρυση του Νοσοκομείου διορίσθηκε καθαρίστρια αποκτώντας έτσι μια μόνιμη δουλειά
Γεννήθηκα και άρχισα να μεγαλώνω κοντά στην Ντίνα και τον Γιώργη, οι πρώτες θύμησες που έχω αρχίζουν από τον καιρό που πήγα σχολείο, εγώ στην πρώτη και ο Γιώργης ήταν στην πέμπτη, σαν όνειρο θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγα σχολείο που είχε έρθει με τον Θανάση Μαχαίρα να με πάρουν για να με πάνε αυτοί.
Τα χρόνια που η οικογένεια μου έφυγε στην Αθήνα από το 1956 έως το 1959 επικοινωνούσαμε μέσω της τακτικής αλληλογραφίας των μανάδων μας, τρία γράμματα από εκείνα που είχε στείλει η Κυρά Ντίνα γραμμένα καθ΄ υπαγόρευση της από τον Γιώργη και τον Θανάση Μαχαίρα τα φυλάω σαν κάτι πολύτιμο.
Όταν επιστρέψαμε στα Καλάβρυτα, μαθητής εγώ πια της Ε΄ δημοτικού βρήκα τον Γιώργη περίπου 15 ετών εργαζόμενο στο επιπλοποιείο των αγαπημένων μας γειτόνων αδελφών Κανακάρη.
Παρόλο που είχε τελειώσει το Σχολείο συνέχιζε να διαβάζει το σημαντικό για την εποχή μας έντυπο «ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ», το οποίο μετά από εκείνον, το έπαιρνα εγώ, μέσα από τα οποία ήρθαμε σε πρώτη επαφή με την παγκόσμια λογοτεχνία, την Ελληνική μυθολογία και την ιστορία.
Δεν θα ξεχάσω, Γιώργη, εκείνη την ημέρα του 1960 πρέπει να ήταν, που σε συνέλαβαν οι χωροφύλακες, με επικεφαλής τον γνωστό χωροφύλακα Παναγιώτη, αρχιχαφιέ για χρόνια της μικρής μας πολιτείας. Είχατε πάει κάποια έπιπλα στον σταθμό να τα φορτώσετε κάτω από το βλέμμα της χωροφυλακής, λόγω Κανακαρέων, και σε συνέλαβαν γιατί ο δεκαπεντάχρονος Γιώργης Γιαννέλος σε παρατήρηση των χωροφυλάκων τάχα τους απείλησε σφίγγοντας τις γροθιές του.
Θυμάμαι εκείνο το απόβραδο που σε κρατούσαν στο σταθμό χωροφυλακής, έκλαιγε η μάνα σου, έκλαιγε η μάνα μου, έκλαιγε ο Θανάσης Μαχαίρας, κλαίγαμε και τα τρία Σοκορελόπουλα.
Την άλλη μέρα το πρωί σε άφησαν κάτω από την πάνδημη τοπική κατακραυγή, και συνέχισες να εργάζεσαι ως μαθητευόμενος επιπλοποιός, επάγγελμα που δεν σου πολυάρεσε μέχρι που ένα απόγευμα, που ήμασταν μαζί, κάπου το 1961, ήρθε και σε βρήκε ο αείμνηστος Θάνος Τσαπάρας και σου πρότεινε να πας για δουλειά ως βοηθός ηλεκτρολόγου, γιατί τότε είχε ξεκινήσει ο εξηλεκτρισμός της επαρχίας μέσω της ΔΕΗ, γεγονός που καθιστούσε απαραίτητες τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στις οικοδομές της περιοχής.
Το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου σε είχε ενθουσιάσει και το ασκούσες με μεγάλη ευχαρίστηση. Θυμάμαι που είχες προμηθευτεί και μελετούσες τα διδακτικά βιβλία για ηλεκτρολογία που είχε εκδώσει το Ίδρυμα Ευγενίδου.
Μας άρεσε πολύ να κουβεντιάζουμε και να ανταλλάσσουμε απόψεις, όχι μόνο για το θέατρο που ήταν η μεγάλη σου αγάπη, αλλά και για την ιστορία. Τα καλοκαίρια καθόμασταν στην πανέμορφη αυλή του σπιτιού σας, ακούγοντας ιστορίες, από τον παππού σου τον μπάρμπα Στέλιο και τον μπάρμπα Γιώργη τον Πεντζιά, για τις χαμένες πατρίδες τους, θυμάμαι πόσο συγκλονιστικές ήταν οι περιγραφές του μπάρμπα Γιώργη από την αιχμαλωσία του από τους Τούρκους, ιστορίες που κατάλαβα την μεγάλη αξία τους, χρόνια μετά όταν διάβασα τα «Ματωμένα Χώματα» της Σωτηρίου και το «O Χαμένος Παράδεισος» του Τζάιλς Μίλτον κ.ά..
Θυμάμαι την ημέρα που κυκλοφορούσε το περιοδικό «ΘΗΣΑΥΡΟΣ» το καλοκαίρι έξω στην αυλή και τις άλλες εποχές στην μικρή καμαρούλα είχαν συγκέντρωση η μάνα σου, η μάνα μου, η Μαρία Οικονομίδη, η Ελένη Μαχαίρα με υπεύθυνη για την ανάγνωση, πρώτα των «συνεχειών» και κατόπιν των άλλων κειμένων του Θησαυρού, την Διονυσία Πεντζιά γιατί είχε την καλύτερη μόρφωση από όλες τις άλλες.
Μας άρεσε πολύ επίσης να κάνουμε βόλτα και να χαζεύουμε στο πανηγύρι. Θυμάμαι ένα βράδυ που γυρίζαμε σπίτι βρήκαμε ένα αδέσποτο γαϊδουροπούλι και το πήγαμε σπίτι και το κρατήσαμε παρά τις αντιρρήσεις της μάνας σου, η οποία την επόμενη ημέρα με την εμφάνιση του ιδιοκτήτη αναγκάσθηκε να το πληρώσει για να μην μας χαλάσει το χατίρι. Ευτυχώς για εκείνη βρέθηκε ένας Καλαβρυτινός που το ήθελε και του το έδωσε.
Εν τω μεταξύ συνέχιζε να σε απασχολεί το θέατρο και η μουσική. Τότε ήταν που αποφάσισες ν’ αγοράσεις ακορντεόν, κάνοντας προσπάθεια από μόνος να μάθεις να παίζεις. Και για να είμαστε ειλικρινείς δεν τα πολυκατάφερνες. Πάντως ο μεγάλος σου έρωτας ήταν το θέατρο και η λογοτεχνία.
Ο Γιώργης ήταν ταγμένος στο θέατρο από νέος. Θυμάμαι την πρώτη παράσταση που ανέβασε ήταν ένα μικρό μονόπρακτο του κοινού μας φίλου Δημήτρη Χασάπη με τίτλο «ο αντάρτης» που το παίξαμε, στην αίθουσα των προσκόπων δίπλα στο ΚΤΕΛ.
Κοινοί μας φίλοι την δεκαετία του ΄60 ήταν οι: Θανάσης Μαχαίρας, Τάκης Χριστοδούλου, Νίκος Διον. Παπαδάτος, Δημήτρης Χασάπης, Νίκος Κανακάρης, Ανδρέας Παπαγιαννόπουλος (Σκαμπαρδόνης) και κάποιοι ακόμη που λόγω του χρόνου μου διαφεύγουν.
Κάπου το 1965 στα πλαίσια των εκδηλώσεων της 25 Μαρτίου έλαβε χώρα για πρώτη φορά η παρουσίαση της Αναπαράστασης των επαναστατικών γεγονότων και της ορκωμοσίας των αγωνιστών του 1821. Τότε σου ανέθεσαν τον βασικό ρόλο της παράστασης, αυτόν του αφηγητή των γεγονότων της επανάστασης μοναχού Καλλίνικου.
Τον ρόλο του μοναχού Καλλίνικου με κάποιες αλλαγές που έγιναν στο κείμενο και στον ρόλο με την πάροδο του χρόνου τον κράτησες για περισσότερο από πενήντα χρόνια. Στο διάστημα αυτό κατάφερες το αξιοζήλευτο: να πλαισιωθείς από δυο γενιές Καλαβρυτινών.
Το θέατρο πάντα ήταν η αδυναμία σου. Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1966 ήρθες με το τραίνο στην Αθήνα για να πάμε να δούμε την παράσταση του έργου του Ν. Καζαντζάκη «Ο καπετάν Μιχάλης» από τον Θίασο το Μάνου Κατράκη στην θεατρική σκηνή του Πεδίου του Άρεως γιατί ήσουν λάτρης του Καζατζάκη και θαυμαστής του Κατράκη. Αυτή ήταν η πρώτη σπουδαία παράσταση που βλέπαμε, γιατί μέχρι τότε θεατρικές παραστάσεις μόνο ακούγαμε από το ραδιόφωνο, μέσα από την εκπομπή «Το θέατρο στο ραδιόφωνο» που ήταν η πιο σημαντική επαφή που είχαμε με το θέατρο και που μας έκανε να το αγαπήσουμε, πολύ περισσότερο εσύ και λιγότερο εγώ.
Παρόλο που το ακορντεόν είχε μπει στην άκρη, τα μουσικά ακούσματα συνέχισαν να σε ενδιαφέρουν και κοντά σε σένα και εμένα. Τότε με τις οικονομίες σου αγόρασες ένα μικρό πικάπ και πέρα από τα πρώτα δισκάκια των 45 στροφών που καταφέραμε να προμηθευτούμε, με τραγούδια της εποχής, το 1965, αποκτήσαμε και τον πιο σημαντικό δίσκο της συλλογής μας, τον πρώτο μας δίσκο 33 στροφών που μας είχε εντυπωσιάσει, και ήταν το έργο των Χρήστου Λεοντή - Κώστα Βίρβου: «Καταχνιά».
Τα χρόνια πέρασαν εγώ πήγα στο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, εσύ συνέχισες να ασχολείσαι με την ηλεκτρολογία, τη μουσική και την αναπαράσταση. Θα πρέπει να ήταν αρχές Δεκέμβρη όταν έλαβα εκείνο το γράμμα σου, που ταίριαζε πιο πολύ για τηλεγράφημα παρά για γράμμα, όπου μου έγραφες «Εύρον πράσινη πέτρα ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως», (Ν. Καζαντζάκη «Αλέξης Ζορμπάς») εξηγώντας μου πιο κάτω ότι είχες γνωρίσει μια κοπέλα και είχατε αποφασίσει να παντρευτείτε στις γιορτές και ήθελες να είμαι κουμπάρος.
Πράγματι κατέβηκα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας μου με μεγάλη χαρά που θα σε πάντρευα, μου αγόρασε το πρώτο μου κουστούμι, από του «Δραγώνα» και ο γάμος έγινε στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία στον Πειραιά, τόπο της γέννησής σου.
Η «πράσινη πέτρα» που είχες βρει ήταν η Ευγενία Γκολφινοπούλου από τον Κάνδαλο, η σύντροφος και συνοδοιπόρος της ζωής σου, αυτή η ευγενική γυναίκα, αυτός ο υπέροχος άνθρωπος, που στάθηκε κοντά σου αθόρυβα στηρίζοντας τις πρωτοβουλίες σου και τη ζωή σου. Μαζί αποκτήσατε τα τέσσερα υπέροχα παιδιά σας, τον Στέλιο, τον βαπτίσαμε μαζί με τον Τάκη Χριστοδούλου και του δώσαμε το όνομα του πατέρα της μάνας σου, τον Γιάννη, τον Θανάση και την Ντίνα.
Καταφέρατε μαζί με την Ευγενία να πετύχετε αυτό που είναι ό,τι σπουδαιότερο για τους γονιούς: να νοιώθουν οι ίδιοι υπερήφανοι για τα παιδιά τους και τα παιδιά για τους γονιούς τους.
Πρέπει εκείνη την εποχή που παντρεύτηκες να άλλαξες δουλειά και πήγες στην ποτοποιία ενός ευπατρίδη Καλαβρυτινού, του Λεωνίδα Ροδόπουλου, ο οποίος σε είχε πιο πολύ σαν παιδί του παρά σαν εργαζόμενο. Εκεί γνωρίστηκες καλά με τα αδέρφια Μίμη και Τάκη Χριστοδούλου και ανέπτυξες μαζί τους μια μεγάλη και στέρεη φιλική σχέση.
Παρ’ όλες τις υποχρεώσεις που επέφερε ο γάμος και η ανατροφή των παιδιών ο Γιώργης συνέχισε να ασχολείται με το θέατρο και κυρίως με την «αναπαράσταση» των γεγονότων του ΄21. Κάπου εκεί με την μεταπολίτευση άνοιξε η συζήτηση για την παρουσίαση του έργου του Ηλία Βενέζη «ΜΠΛΟΚ C», συζήτηση η οποία μέσα από «διαφωνίες» καλλιτεχνικής φύσεως τράβηξε για πολύ καιρό. Και όταν κατάφερες με την επιμονή σου να συγκροτήσεις μια πολύ καλή ομάδα με νέους Καλαβρυτινούς, τους δίδαξες με πρωτόγνωρο μεράκι, μεράκι «επαγγελματία» το σπουδαίο και δύσκολο έργο «ΜΠΛΟΚ C». Εκεί έδειξες για πρώτη φορά το σκηνοθετικό σου ταλέντο και το πόσο καλός ηθοποιός ήσουν ερμηνεύοντας το σπουδαίο και δύσκολο ρόλο της ευγενικής φυσιογνωμίας του κρατούμενου Αντισμήναρχου Παύλου Δεσύλλα.
Η προσπάθεια σου αυτή ήταν το έναυσμα να δημιουργήσεις την πρώτη ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΟΜΑΔΑ στα Καλάβρυτα, στάθηκες τυχερός γιατί πλαισιώθηκες από μια σειρά νέων ταλαντούχων που είχαν και αυτοί το μεράκι του θεάτρου και γενικότερα της πολιτιστικής δράσης. Μάλιστα συνεχίσατε για χρόνια ανεβάζοντας αξιόλογες παραστάσεις σε συνέχεια του «ΜΠΛΟΚ C». Η άλλη σπουδαία παράσταση, που είχα καταφέρει να παρακολουθήσω ήταν «Η Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλη όπου είχες ερμηνεύσει τον γέρο-Ιορδάνη. Βέβαια η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΟΜΑΔΑ πέραν των φίλων που συμμετείχαν ενεργά στις παραστάσεις υπήρχαν και οι αφανείς συνεργάτες και συνοδοιπόροι που βοηθούσαν όπως και από όπου μπορούσαν ο σημαντικότερος από αυτούς ήταν ο φίλος μας Πάνος Μίχος, που τόσο πρόωρα έφυγε από τη ζωή και προς τιμή του, με πρόταση σου, η θεατρική ομάδα ονομάσθηκε «Θεατρικός Όμιλος Πάνος Μίχος».
Είμαι βέβαιος ότι από τους ήρωες που ερμήνευσες και εκείνον που αγάπησες πιο πολύ ήταν αυτός του Αντισμήναρχου Παύλου Δεσύλλα και αυτό γιατί όπως είχες δηλώσει κάποια στιγμή ο ίδιος: «Είμαι ένας αθεράπευτα ρομαντικός ειρηνιστής. Ένας απλός άνθρωπος που πιστεύει στην αγάπη, στην ειρήνη και στην ανεκτικότητα των ανθρώπων».
Ο φίλος μου ανήκει πια στην ιστορία της μικρής μας πόλης. Έφυγε στο ταξίδι για το επέκεινα. Σε μας μένει το έργο του και η αγάπη για τον τόπο που έζησε και δημιούργησε. Σε μένα απομένει το χαμόγελό του και η τιμή που υπήρξα φίλος του αγαπημένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.