Γράφει η Κωνσταντίνα Πορετσάνου Κάπως έτσι ήρθε σήμερα στον νου η γιαγιά η Άννα, τη θυμάμαι πάντα γριά και πάντα μαυροφορεμένη, έμενε απέν...
Κάπως έτσι ήρθε σήμερα στον νου η γιαγιά η Άννα, τη θυμάμαι πάντα γριά και πάντα μαυροφορεμένη, έμενε απέναντι από το πατρικό μου.
Κάθε βράδυ, έλυνε το μαντήλι της, ξέπλεκε τα μαλλιά της, κοιτούσε τον ουρανό και τραγουδούσε. Άλλοτε χαμηλόφωνα σαν παράπονο κι άλλοτε δυνατά σαν κατάρα.
«Μάνα τι κάνει κάθε βράδυ η γιαγιά η Άννα τραγουδάει ή κλαίει;» ρώτησα τη μάνα μου.
«Μοιρολογάει το παιδί της. Μου απάντησε
Δεν το είχα δει ποτέ το παιδί της γιαγιάς της Άννας, μέσα στο παιδικό μου μυαλό ο Γιώργης της είχε πεθάνει πριν λίγες ημέρες.
Για χρόνια καθόταν στην ίδια θέση και μοιρολογούσε το παιδί της, για χρόνια νόμιζα και γω πως πριν λίγες μέρες πέθανε ο Γιώργης της.
Πολύ αργότερα κατάλαβα πως ο χρόνος προχωρούσε μόνο για μας τους υπόλοιπους
Η Ευαγγελία μου την θύμισε σήμερα όταν πήρε στα χέρια της την φωτογραφία του δικού της Γιώργη.
«Έχεις άλλα παιδιά γιαγιά; Μήπως και απαλύνω τον πόνο «Έχω τρία κορίτσια και τον Γιώργη μου, το παληκάρι μου, που το έχασα».
Και η γιαγιά η Άννα είχε κι άλλα παιδιά, άλλα τέσσερα, στον Γιώργη της όμως μιλούσε κάθε βράδυ.
Λένε πως οι άνθρωποι που έχουν πολλά παιδιά κάνουν κουράγιο στον χαμό. Όμως ο πόνος της μάνας δεν μοιράζεται, ούτε κουβαλιέται από άλλες πλάτες.
Αυτές οι μάνες δεν γιορτάζουν σήμερα.
Αυτές οι μάνες μόνο θυμούνται και περιμένουν να πάρουν ξανά στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους.
«Καθένας μας στο στρόβιλο ετούτης της
ανέμης χρωστάει έναν θάνατο κι ένα παραμύθι»
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.