γράφει ο Αθανάσιος Νασιόπουλος Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Πρόεδρος της Πολιτιστικής Ένωσης Αρμπουναίων 14/06/202...
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
Πρόεδρος της Πολιτιστικής Ένωσης Αρμπουναίων
Φίλες και φίλοι σήμερα άλλο ένα νέο μεγάλο δράμα εξελίσσεται στα νερά της Μεσογείου κοντά στις ακτές μας. Αιωρούνται χρόνια βασικά ερωτήματα που δεν έχουν απαντήσεις. Ποιος γέννησε αυτές τις γενιές προσφύγων στον 21ο αιώνα;
Η ισχυρή δύση που … βρίσκεται από τη σωστή πλευρά της ιστορίας (!!!) ... και τάχα κλαίει σήμερα υποκριτικά γνωρίζει κάτι; Ποιος διέλυσε τη Λιβύη, τη Συρία, το Ιράκ, τους Παλαιστίνιους, το Σουδάν;;;
Όπλα, πόλεμοι, μίσος, φράχτες ... πολιτισμός. Κόσμος αγγελικά πλασμένος.
Θλίβομαι και διαμαρτύρομαι με ένα ποίημα:
Βίοι άβιοι
Τον βράχο δεν τον βρέχουν πια τα κύματα,
τον βρέχουν τα δάκρυα,
έβαψε ανεξίτηλα από αίμα κυνηγημένων.
Παιδικά πτώματα και ρούχα στο χώμα,
ρούχα πολύχρωμα,
αυτά που φορούν τα παιδιά όταν παίζουν,
όταν πάνε στο σχολειό κρατώντας το χέρι της μάνας,
με χαρά, γέλιο και ελπίδα,
που φορούν όταν πάνε στην εκκλησιά.
Τα βότσαλα, που ερωτεύονταν τον αφρό,
τώρα τον μαστιγώνουν,
κλαίνε και μοιρολογούν ανθρώπους.
Η ευωδία της θάλασσας,
της αλμύρας και του ιώδιου,
δυσοσμία πλέον του πόνου και του θάνατου.
Η μέρα λίγνεψε, ο ήλιος χλωμός,
η νύκτα οικτρά αφεγγάρωτη,
η βάρκα βούλιαξε,
η ανθρωπιά ναυάγησε,
στους υφάλους της υποκρισίας,
στις συμπληγάδες του κέρδους.
Τα παιδικά σχήματα στην άμμο διέλυσαν,
όχι από το κύμα, αλλά από τα δάκρυα.
Τα κάστρα και οι γέφυρες των παιδικών χεριών
μοιάζουν αλλόκοτα τώρα με μνήματα,
απάνω τους βίαια κτυπούν αφρίζοντα κύματα.
Πλέον, ίχνη συμβόλων και ονόματα έσβησαν,
ο πόνος ροβολάει παντού,
της μοίρας δεσμώτες, οι Θεοί άπονοι,
ο παράδεισος αλάργεψε, χίμαιρες τα ονείρατα.
Ροζιασμένα χέρια στο βάθος απλωμένα,
βλέμματα πλάνα,
αντί για ανάσα έχουν αναστεναγμό,
ζητούν επίμονα βοήθεια, απελπισμένα,
από δάκρυα καυτά πρόσωπα ρυτιδωμένα,
παιδικά βλέμματα θολά από ήλιο και αλάτι.
Χείλη ξερά από την αλισάχνη, χείλη διψασμένα
σαν από χρόνια αγέλαστα
αποζητάνε μόνο νερό και μόνο ψωμί,
ξέχασαν την καραμέλα από το χέρι του παππού,
φίλεμα το βράδυ σαν γύριζαν από το σχολείο.
Η θάλασσα άλλαξε χρώμα, πορφύρισε
από τον ιδρώτα του πόνου και το αίμα,
δε μοιάζει με τον ουρανό,
άλλαξε και αυτός χρώμα, γκρίζαρε, βαθιά ανεξίτηλα.
Πιο βαθιά από το γκρίζο μολύβι, που αύριο θα σβήσει
των γραφειοκρατών με τις αλουργίδες και τα ατλάζια,
που αποφασίζουν για το μέλλον αφού το σκότωσαν.
Άνθρωποι δεν υπάρχουν, χάθηκαν,
αποσύρθηκαν σε συσκέψεις, κάνουν στατιστικές.
Τα όρνεα καταβροχθίζουν ό,τι απόμεινε,
συμμάχησαν να κρύψουν το έγκλημα.
Το κρηπίδωμα κατέρρευσε από τα ουρλιαχτά,
το λιμάνι σβήστηκε από τον χάρτη,
μοναδική κρυψώνα της μάνας η αγκαλιά,
ακουμπισμένη στον βράχο, το βυζί της απάγκιο
για το βυζασταρούδι που ρουφάει ό,τι απέμεινε από τη σάρκα της.
Στη στέρνα το νερό της βροχής αν και πολυκαιρινό και γλυφό
θα φθάσει να ξεδιψάσει άραγε τόσα στόματα,
που γευμάτισαν ως τώρα με αλάτι μόνο και δάκρυα,
και να χωνέψουν είχαν μόνο πίκρα και φενάκη.
Η φραγκοσυκιά στην άκρη της μάντρας δίπλα στο συρματόπλεγμα,
μόνη ελπίδα, μάνα από τον ουρανό,
μοναδική ελπίδα επιβίωσης βίων άβιων.
Από την ποιητική μου συλλογή «Στοχασμοί Ψυχής, Ονείρου Σκέψεις», εκδόσεις “Κούρος”, 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.