Ναι! Αν ήταν μπροστά τη στιγμή του φευγιού σου ο σπουδαίος σοφός της αρχαιότητας Σόλων, ίσως να σε χαρακτήριζε σαν έναν από τους πιο ευτυχι...
Ήσουν, ό,τι ήσουν πάντα…! Ναι, ακόμα και εκείνη την ύστατη στιγμή, ήσουν ο ήλιος τους, ο έλατος ο δροσερός, το ραβδί που θα ακουμπήσουν για να σταθούν γερά στα πόδια τους. Ένιωσαν την ανάγκη να γίνουν μια σφιχτή αγκαλιά, να κρατηθούν γερά, και συ ήσυχος πια, άνοιγες τα φτερά σου για το Κάστρο, τη Φράγκα, το Αγούπι, το Παλιοχώρι, του Μαρτηγιάννη ή ποιος ξέρει για που αλλού…;
Έζησες μια ζωή ταπεινή, με μέτρο, κούραση, στέρηση και πάνω από όλα αξιοπρέπεια. Ήσουν η επιτομή του ήσυχου ανθρώπου, της αθόρυβης προσφοράς. Βέβαια στο δίκιο σου, ήσουν και λίγο ξεροκέφαλος. Χάριζες στη διαφωνία χωράφια, αν δεν σέβονταν την ακεραιότητα και την ειλικρίνειά σου… Βέβαια μετά ακολουθούσε το συγνώμη τους, αλλά τότε ήταν πολύ αργά… Αθόρυβα αλλά με σοφία και λογική έκτιζες την κάθε σου μέρα…
Όλες σου οι κινήσεις, από μικρός που ήσουνα, ήταν πολύ ουσιαστικές και βέβαια πάνω από όλα είχες την φαμελιά σου, με τον δικό σου τρόπο βέβαια, αθόρυβα, ουσιαστικά και ταπεινά. Εκεί που “ξεχώρισες” όταν μεγάλωσες ήταν οι συμβουλές σου για κάποιους φίλους που βίωναν τον Γολγοθά τους (ξέρουν αυτοί) και που με το καθαρό σου μυαλό, τη δικιά σου κουβέντα, άλλαξαν τις αποφάσεις τους για να κρατήσουν πιο ζεστά και πιο δυνατά την φαμελιά τους.
Σίγουρα τα χνάρια σου καθαρά και ξάστερα δεν θα τα βρει κανείς στο καφενεία αλλά στις ράχες, την Φράγκα, στις Κλάπες στην Μαγγίνενα, στο Παλιοχώρι. Όχι ότι έλειψες από το καφενείο αλλά δεν ήτανε και ό,τι πιο αγαπημένο για σένα. Τις Κυριακές, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, με το απόλιο της εκκλησιάς, έπινες το καφεδάκι σου όπως οι άλλοι και αμέσως για τη δουλειά, για το τάισμα της προβατίνας και της γίδας, για την περιποίηση του στάβλου. Άξιος άνθρωπος, καλό παράδειγμα για παιδιά και εγγόνια.
Ήσουν χρήσιμος άνθρωπος κουμπάρε, κοίταζες γύρω σου τις ανάγκες του χωριού, εκεί που ήταν η δραστηριότητά σου, ο κάμπος και το βουνό δηλαδή!!! Κι όπως έλεγε και ο γιατρός, ”άιντε τώρα να δούμε ποιος θα έχει το νου του στις υδρομαστεύσεις και στα φρεάτια!!!”. Άλλαξε ο κόσμος κουμπάρε, …και χωρίς εσένα έγινε πολύ φτωχότερος!!!
Αγάπησες και σεβάστηκες τον αγριότοπο, ίσως τώρα κάπου – κάπου να δακρύζουν τα κορφοβούνια που δεν ακούγεται το σαλαχητό σου. Οι βρυσούλες κάποια στιγμή θα στέρεψαν, έστω για μια στιγμή, θα έκαναν το νερό τους δάκρυ, εκεί που με τη χούφτα σου ξεδίψασες, αλλά και που νοικοκύρεψες την πηγή.
Που να βρει η Φράγκα και η Τριανταφυλλιά Καρατζιά… Σίγουρα οι μπερκιές, οι βρύσες και τα διάσελα θα “αφουγκράζονται” μπας και ακούσουν το περπάτημα σου…να νιώσουν την αγωνία σου… για την ύπαρξή τους!!! Τα προστάτευες όλα!!!
Πράματα, ζώα, δέντρα και φυτά σίγουρα θα νιώθουν την απουσία σου!!! Χρήσιμος άνθρωπος για τη φύση, τα φρόντιζες όλα.
Μεγάλωσες τέσσερα παιδιά, τέσσερα διαμάντια, τη Βούλα, την Ασημίνα, τη Βαγγελιώ και τον Μιχάλη. Είχες φτώχεια, φαρμάκια και δυσκολίες. Είχες όμως καλοσύνη, αντοχή αλλά και πολύ πείσμα και τα έφτιαξες ούλα με μαεστρία. Ήσουν όμως και πολύ τυχερός, είχες δίπλα σου στυλοβάτη, αυτόν τον αητό, την κόρη του συχωρεμένου του Τάκη του Στούρα, τη Ζαχάρω. Κι αυτή τυχερή αλλά κι εσύ πολύ τυχερός, κουμπάρε.
Και όταν ήρθε η ώρα που έφτασε ο κόμπος στο χτένι, και ένιωθες αυτό που ερχόταν… είπες ”Μιχάλη μη στεναχωριέσαι, το πουλάκι πέταξε!!! Πες του γιατρού να με αφήκει να πάμε στο χωριό”. Έτσι κι έγινε…
Πρώτα απ΄όλα κοινώνησες…
Το βράδυ …τους έβαλες να κάτσουν όλοι στο τραπέζι, αγνάντι να τους βλέπεις, παιδιά και εγγόνια, όλοι γελαστοί, όλοι μια γροθιά…
Άκουσαν καθαρά για τελευταία φορά τη φωνή σου. Ω του θαύματος… είχε από καιρό χαθεί… αλλά ήρθε για μια στιγμή… για εκείνη τη στιγμή…!!!
Γέλασες για τελευταία φορά.
Δάκρυσες για τελευταία φορά…..
Οι λέξεις έπαψαν πια να χορεύουν στα χείλη σου…
Τα μάτια κατέβηκαν σιγά-σιγά, όλο και πιο χαμηλά
Το πρωί ώρα 09:30… την ώρα δηλαδή που τελειώνουν οι πρωινές δουλειές, και ήταν ούλα συγυρισμένα!!!
Ένα παγωμένο μειδίαμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σου ήταν σημάδι ότι έφυγες… έφυγες….
ΥΓ. 1 Κι αν φανεί καμιά φορά κανένα αετόπουλο, ή κανένα γεράκι να αγναντεύει και να καμαρώνει τα πρόβατα στη μαυράδα… δεν έχω αμφιβολία τι θα ‘ναι…!!! Χμ… κι αν κάτι δεν σου αρέσει ή το ξεχνάμε… έρχεσαι στον ύπνο και μας το θυμίζεις με εκείνο το αδιερεύνητο μειδίαμα…όπως στον Βαγγέλη το λάδι που σου έταξε.., όπως βέβαια έκανες και σε μένα
ΥΓ. 2 Δε λέω, το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να γράψω αυτές τις δυο αράδες αλλά όλο το ανέβαλα… Τούτες τις μέρες που μόλις έκλεισες χρόνο ήρθε και μου το θύμισες με εκείνο το ιδιαίτερο μειδίαμα και είπες: “Κουμπάρε… με ξέχασες!!!”
-Ρε κουμπάρε, είπα, πιλαλάμε, δεν προλαβαίνουμε, ούτε να πεθάνουμε…
ΥΓ. 3 Μείνε ήσυχος, ο Τάσος τα ανάβει κάθε μέρα τα καντήλια της Αγια Μαύρας…
Χρήστος Κοντογιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.