Δημοσιεύω το διήγημα μου ύστερα από την επιθυμία πολλών συμπολιτών μας. Σας ευχαριστώ όλους πολύ για την θερμή ανταπόκριση σας στην προσπάθε...
Δημοσιεύω το διήγημα μου ύστερα από την επιθυμία πολλών συμπολιτών μας. Σας ευχαριστώ όλους πολύ για την θερμή ανταπόκριση σας στην προσπάθειά μου, τις ευχές και τα ευγενικά σας σχόλια. Πατρούλα Χαρακτηνιώτη
"ΘΥΜΗΣΕΣ"
Καλοκαίρι 2024. Η ατμόσφαιρα στην Κύπρο ήταν βαριά. Ο χρόνος έμοιαζε να έχει παγώσει σε εκείνη τη ζεστή ημέρα του Ιουλίου του 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στο νησί, χωρίζοντας οικογένειες, σπίτια και ελπίδες. Πενήντα χρόνια πέρασαν, και οι πληγές ήταν ακόμα ανοιχτές, αν και καλυμμένες με το πέρασμα του χρόνου.Ο Αντρέας, ένας άνδρας στα εβδομήντα του, στεκόταν στην άκρη ενός μικρού χωριού στα κατεχόμενα. Είχε επιστρέψει στην Κύπρο μετά από χρόνια στην ξενιτιά. Παιδί το '74, είχε ζήσει τον πόνο του ξεριζωμού και της απώλειας.
Οι γονείς του τον είχαν πάρει από το χέρι εκείνη την τρομερή ημέρα και μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, άφησαν πίσω το σπίτι, τα υπάρχοντα, αλλά κυρίως τις αναμνήσεις τους.
Το χωριό του, άλλοτε γεμάτο ζωή, ήταν τώρα μισοερειπωμένο. Τα παλιά πέτρινα σπίτια είχαν καταρρεύσει, τα παράθυρα ήταν σπασμένα και οι δρόμοι, κάποτε γεμάτοι γέλια παιδιών, έμοιαζαν άδειοι και σιωπηλοί. Ο Αντρέας κοντοστάθηκε μπροστά στο παλιό του σπίτι. Μια μεγάλη ελιά στέκονταν ακόμα εκεί, ακριβώς όπως την θυμόταν.
Πέρασαν χρόνια από τότε που ήταν παιδί. Τότε έτρεχε με τα ξαδέρφια του στην αυλή, παίζοντας κάτω από τη σκιά της ελιάς, ενώ η μητέρα του ετοίμαζε το μεσημεριανό στην κουζίνα. Θυμήθηκε τη φωνή της, τα χέρια της, τη μυρωδιά του ψωμιού που έψηνε κάθε Σάββατο. Θυμήθηκε και τον πατέρα του, έναν σιωπηλό, περήφανο άνδρα που δούλευε ασταμάτητα για να φροντίσει την οικογένειά του.
Η ελιά όμως στεκόταν σαν μάρτυρας του χρόνου που πέρασε, άφθαρτη από τη φθορά της εισβολής. Άγγιξε τον κορμό της, και για μια στιγμή ένιωσε να γυρίζει πίσω. Πενήντα χρόνια δεν ήταν αρκετά για να σβήσουν τον πόνο, την οργή, τη θλίψη. Ήξερε όμως ότι ήταν καιρός για συμφιλίωση με το παρελθόν.
Κάθε χρόνο, από το 1974 μέχρι το 2024, οι πληγές του πολέμου έμοιαζαν να αναζωπυρώνονται στις ψυχές των ανθρώπων. Οι θύμησες των αγνοούμενων, των χαμένων ζωών και των κατεστραμμένων οικογενειών ήταν βαριές, αν και όχι αόρατες. Οι μανάδες δεν είχαν σταματήσει να θρηνούν τα χαμένα τους παιδιά,
και οι πατεράδες δεν είχαν πάψει να εύχονται ότι θα έρθει η ημέρα που θα περπατήσουν ξανά στους δρόμους των πόλεων τους, ελεύθεροι.
Όμως, το 2024, το βάρος των πενήντα χρόνων έγινε πιο αισθητό από ποτέ. Στην ετήσια τελετή μνήμης, εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στη Λευκωσία. Οι νέοι και οι παλιοί στάθηκαν μαζί, κρατώντας αναμμένα κεριά. Το πλήθος ήταν γεμάτο από πρόσωπα κουρασμένα αλλά και αποφασισμένα, πρόσωπα ανθρώπων που δεν είχαν σταματήσει να ελπίζουν.
Ο Αντρέας τους παρακολουθούσε από μακριά, στα κατεχόμενα. Είχε έρθει να επισκεφθεί το χωριό του, αλλά κάτι τον κράτησε εκεί. Ένα αίσθημα ότι οι μνήμες του δεν έπρεπε να χαθούν. Ότι η γενιά του είχε την ευθύνη να κρατήσει ζωντανή την ιστορία για τις επόμενες.
Ο ήλιος έδυε, και το φως του έλουζε την ελιά με μια χρυσαφένια λάμψη. Ο Αντρέας έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε ότι ο αγώνας δεν είχε τελειώσει. Ότι η ελπίδα για επανένωση, για ειρήνη, έπρεπε να μείνει ζωντανή. Αλλά, καθώς έσκυψε και άγγιξε το χώμα κάτω από την ελιά, κατάλαβε ότι ο χρόνος δεν μπορούσε να σβήσει ό,τι ήταν γραμμένο στην καρδιά. Ήταν καθήκον του να συνεχίσει να θυμάται.
Με την τελευταία αχτίδα του ήλιου να χάνεται στον ορίζοντα, σηκώθηκε αργά. Γύρισε την πλάτη του στο παλιό του σπίτι και άρχισε να περπατά πίσω προς το αυτοκίνητό του. Πίσω του, το χωριό έμεινε στην ησυχία του, σιωπηλός μάρτυρας μιας ιστορίας που, για πενήντα χρόνια, δεν είχε ακόμα γραφτεί ολοκληρωτικά. Όμως ο Αντρέας ήξερε ότι, με κάθε βήμα, πλησίαζε την ημέρα που θα μπορούσε να επιστρέψει πραγματικά.
Τις σκέψεις του διέκοψε ο ήχος του κινητού του. Απάντησε ανόρεχτα και από την άλλη άκρη της γραμμής, ο μικρός Αντρέας, ο εγγονός του του φώναξε χαρούμενος:
=Παππού, παππού, η ζωγραφιά μου με τη γέρικη ελιά που μου είχες πει ότι υπήρχε μπροστά από πατρικό σου σπίτι, στο χωριό σου, πήρε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό εικαστικών με θέμα “Αναμνήσεις από την κατεχόμενη Κύπρο¨. Άραγε παππού, υπάρχει ακόμη αυτό το δέντρο εκεί;
=Υπάρχει , αγόρι μου, απάντησε συγκινημένος ο εβδομηντάχρονος Κύπριος και οι ρίζες της είναι τόσο βαθιές, όσο η αγάπη για το νησί μας και η ελπίδα μας να λευτερωθεί. Υπόσχομαι την επόμενη φορά που θα έρθω, να σε πάρω μαζί μου για να τη δεις κι εσύ από κοντά και να τη θαυμάσεις. Και να θυμάσαι ότι η ιστορία μας είναι μια παρακαταθήκη προς όλες τις επόμενες γενιές και οφείλουμε όλοι να τη γνωρίζουμε , να παραδειγματιζόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος και να ελπίζουμε σ’ ένα καλυτερο μέλλον. Άνθρωποι πέθαναν, άλλοι αγνοούνται ,μα η θυσία τους αποτελεί στέφανο αμάραντο κι εκείνοι έγιναν Εθνομάρτυρες καθώς το συναίσθημα που επικρατούσε στην ψυχή τους ήταν αυτό που έλεγε ο Ρήγας Φερραίος:
“Νιώθω για σε πατρίδα μου στα σπλάχνα χαλασμό”
“Νιώθω για σε πατρίδα μου στα σπλάχνα χαλασμό”, επανέλαβε το παιδάκι ,καταλαβαίνοντας τη συγκίνηση του ηλικιωμένου άντρα και έκλεισε το τηλέφωνο αποχαιρετώντας τον με την καρδιά γεμάτη περηφάνεια για τον παππού του που είχε ζήσει τόσα πολλά και ήταν τόσο σοφός... Ήθελε πολύ να του μοιάσει…
Δημοσιεύω το διήγημα μου ύστερα από την επιθυμία πολλών συμπολιτών μας. Σας ευχαριστώ όλους πολύ για την θερμή ανταπόκριση σας στην προσπάθειά μου, τις ευχές και τα ευγενικά σας σχόλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.