Παραδοσιακός γάμος στο Λειβάρτζι, δεκαετία 1970 και από τους τελευταίους με ζώα. (Φωτογραφία από το βιβλίο του γράφοντος «Λειβάρτζι, σ’ ...
Παραδοσιακός γάμος στο Λειβάρτζι, δεκαετία 1970 και από τους τελευταίους με ζώα. (Φωτογραφία από το βιβλίο του γράφοντος «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!», έκδοση 2002) |
Όπως έχουμε προαναγγείλει, ανοίγουμε τον νέο κύκλο άρθρων στο ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS, με θέμα το γάμο. Ευχαριστούμε για άλλη μια φορά την πάντα φιλόξενη ηλεκτρονική εφημερίδα του τόπου μας και τον ιδρυτή/εκδότη/διαχειριστή της, αδελφικό φίλο Νίκο Κυριαζή, για την προθυμία και την αγάπη με την οποία περιβάλλουν τα άρθρα μας, λαογραφικού περιεχομένου στη μεγάλη πλειοψηφία τους. Πιστεύω μας είναι ότι δεν πρέπει να αφήνουμε χώρο στη λήθη σε ό,τι αφορά τις Αξίες μας, μία εκ των οποίων και η Παράδοσή μας.
Θ’ αναφερθούμε επιγραμματικά εδώ στα έθιμα του συγκεκριμένου θέματος, καλύπτοντας από τη διαδικασία του συνοικεσίου (προξενιού), μέχρι και αρκετές μέρες μετά το μυστήριο, που η τήρησή τους ήταν αδιαπραγμάτευτη και με το «πρωτόκολλο» πάντα αυστηρό και στα Καλαβρυτοχώρια.
Ο γάμος, λοιπόν, ξεκίναγε από το προξενιό, που στις περισσότερες περιπτώσεις το «έστελνε» ο πατέρας, για λογαριασμό του (μεγαλύτερου ελεύθερου) γιού του. Πιθανόν στον ίδιο να ανήκε και η πρόταση (ίσως και η απόφαση) στο παιδί του για την επιλογή της νύφης κι αυτό, συνήθως, γινόταν για το πρώτο ελεύθερο κορίτσι της άλλης οικογένειας.
Αφού πατέρας και γιος συμφωνούσαν, (η άποψη των υπολοίπων μελών της οικογένειας μπορεί και να είχε δευτερεύουσα σημασία!), καλούσαν κάποιον έμπιστο, ιδίως συγγενή, που θα έπαιζε το ρόλο του προξενητή. Πέρα από την εμπιστοσύνη που είχε η ίδια οικογένεια στον άνθρωπο αυτό, θα έπρεπε να είναι αξιοπρεπής, ευρείας αποδοχής, κυρίως όμως αγαπητός και από την οικογένεια της υποψήφιας νύφης. «Επαγγελματίες» προξενητές, με την σαφή έννοια του όρου δεν φαίνεται ότι υπήρχαν.
Την πρώτη διερευνητική επίσκεψη στο σπίτι της υποψήφιας νύφης την έκανε μόνος του ο προξενητής και με κάθε διακριτικότητα. Στην κατάλληλη στιγμή ανακοίνωνε στους γονείς της το σκοπό της επίσκεψής του. Αυτοί τόν ευχαριστούσαν και το θεωρούσαν τιμή που η άλλη οικογένεια ενδιαφέρθηκε για την κόρη τους κι «έστειλε» προξενιό. Μπορεί και ορισμένες κουβέντες να γίνονταν στο βουνό ή στο δρόμο, όπου συναντιόντουσαν με τους γονείς της, πηγαίνοντας στις δουλειές τους.
Συνήθως η απάντηση στον προξενητή δεν δινόταν αμέσως. Στην οικογένεια της υποψήφιας νύφης το κουβέντιαζαν μεταξύ τους, χωρίς να ενημερώνεται απαραίτητα η ίδια, για να μη «γνοιάζεται»! Ίσως αυτή να ενημερωνότανε πολύ αργότερα, αφού οι γονείς της και τα μεγαλύτερα αδέλφια της είχαν αποφασίσει θετικά!
Ο προξενητής δεν ξαναπήγαινε στο σπίτι της κοπέλας για το θέμα αυτό. Πήγαινε μόνο αν τον καλούσαν, που αυτό σήμαινε πως η απάντηση θα ήταν καταφατική. Η υποδοχή του τότε έπαιρνε μάλλον επίσημο χαρακτήρα. Στη συνέχεια μετέφερε τη θετική απάντηση στον υποψήφιο γαμπρό και τους γονείς του. Αναλάμβανε ακόμα, να ορίσει την ημέρα και την ώρα της συνάντησης των δύο οικογενειών, που σχεδόν πάντα γινόταν βράδυ.
Πριν φτάσει η υπόθεση στο σημείο αυτό, ίσως ο προξενητής να μετέφερε στην κάθε οικογένεια για λογαριασμό της άλλης – παίζοντας και ρόλο διαπραγματευτή –, τί προίκα θα έπαιρνε η νύφη και τί αξιώσεις είχε ο γαμπρός. Κι αν οι αξιώσεις αυτές ήταν μεγαλύτερες από τις δυνατότητες της οικογένειας της νύφης, το προξενιό χάλαγε από την αρχή. Ίσως πάλι, αυτή η κουβέντα να γινόταν απ’ ευθείας μεταξύ των δύο οικογενειών, με θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα. Αξίζει πάντως να ειπωθεί, ότι κάποια συνοικέσια χάλαγαν στην πορεία, αν διαπιστωνόταν απόκλιση από την αρχική συμφωνία της προίκας, π.χ. λιγότερα ζωντανά, υφαντά, χαλκώματα, έκταση γης ή ακόμα και αριθμός δέντρων!
Η πρώτη συνάντηση μεταξύ των δύο οικογενειών γινότανε πάντα στο σπίτι της νύφης. Εκεί πήγαιναν ο γαμπρός, οι γονείς του, και ο μεγαλύτερος αδελφός του, αν είχε. Ίσως να συμμετείχε και κάποιος ακόμα κοντινός συγγενής του. Τα μικρά της αδέλφια τα έδιωχναν σε κάποιο άλλο σπίτι, χωρίς αυτά να ξέρουν το γιατί. Πάντως, δεν συμμετείχαν στη συνάντηση.
Ο γαμπρός με τους συγγενείς του δεν ξεκινούσαν με «άδεια χέρια». Πήγαιναν σφαχτό, κρασί, γλυκά, ακόμα και ψωμί. Η υποδοχή ήταν εγκάρδια και επίσημη, σχεδόν πάντα όμως με κάποια επιφύλαξη, γιατί κανείς δεν μπορούσε να δηλώσει βεβαιότητα για τη έκβαση του προξενιού. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι κοπέλα που είχε έστω κι ένα αποτυχημένο συνοικέσιο, δεν αποτελούσε την πρώτη επιλογή κάθε ελεύθερου παλικαριού.
Πρώτος στο σπίτι έμπαινε ο προξενητής. Ακολουθούσε ο πατέρας του γαμπρού, ο γαμπρός και όσοι άλλοι συμμετείχαν. Λέγεται ότι συνηθιζόταν να ρωτάνε πριν μπουν:
- Είμαστε δεχτοί;
- Καλώς ήρθατε! Απαντούσαν οι νοικοκυραίοι.
- Καλώς σας ήβραμε! Και μπαίνανε στο σπίτι.
Η πρώτη αυτή συνάντηση είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αν ο γαμπρός ήταν από άλλο χωριό. Επόμενο να μην τον γνωρίζουν πολύ καλά οι γονείς της νύφης, φυσικά και αυτή. Αν από την αρχή δεν ενθουσίαζε τον ίδιο και τους δικούς του η κοπέλα, το προξενιό ήταν μάλλον καταδικασμένο να τελειώσει άδοξα. Η δική της άποψη για τον ενδιαφερόμενο δεν είχε πάντα και τόσο μεγάλη σημασία! Η σοβαρότητα, όμως, έπρεπε να χαρακτηρίζει και τους δύο.
Στα κεράσματα και στο τραπέζι που ακολουθούσε με επισημότητα, η υποψήφια νύφη συμμετείχε ενεργά στο σερβίρισμα. Σκοπός ήταν να κερδίσει τις εντυπώσεις, αφού ο γαμπρός και οι συγγενείς του παρατηρούσαν κάθε κίνησή της, αξιολογώντας τις ικανότητές της. Η επισημοποίηση του προξενιού γινόταν την ώρα του φαγητού, ενώ όλα είχαν κουβεντιαστεί με κάθε λεπτομέρεια και με τη συμμετοχή του προξενητή.
Πρώτοι στο τραπέζι σήκωναν τα ποτήρια, τσούγκριζαν και ευχόντουσαν οι πατεράδες των μελλονύμφων και, σχεδόν πάντα, με τις γνωστές στερεότυπες ευχές, όπως: «καλά στερεώματα», «να μας ζήσουνε» και «η ώρα η καλή». Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι, όλοι συγκινημένοι. Φυσικό ήταν οι άγνωστοι μέχρι εκείνη τη στιγμή υποψήφιοι να είχαν αρχίσει ν’ ανταλλάσσουν κρυφές κι ερευνητικές ματιές.
Οι ευχές και το τσούγκρισμα των ποτηριών ήταν η πλέον επίσημη και η πλέον κορυφαία επισφράγιση του σκοπού της συνάντησης. Είχε την έννοια συμβολαίου, με συνυπογεγραμμένους τους όρους και από τις δύο πλευρές. Από την ώρα εκείνη οι γονείς των υποψηφίων λέγονταν συμπεθέροι και οι υποψήφιοι λογοδοσμένοι ή αρρεβωνιασμένοι, αν και αρρεβώνες δεν γίνονταν πάντα.
Τώρα πλέον η παρουσία του προξενητή ήταν μόνο τιμητική. Πέρα από ρόλο συμβουλευτικό, δεν είχε καμία άλλη ουσιαστική αρμοδιότητα.
Την ώρα που η επίσκεψη τελείωνε, πάλι ευχές, ενθουσιώδεις χειραψίες και εναγκαλισμοί. Φεύγοντας, η μάνα της κοπέλας τούς κρεμούσε στο αριστερό πέτο ένα λευκό μαντήλι, καρφιτσωμένο από τη μια γωνία. Αν πήγαιναν με ζώα, κρεμούσε και σ’ αυτά στο κεφάλι, στερεωμένο στην καπιστράνα. Το μαντήλι αυτό είχε την έννοια της επίσημης ανακοίνωσης του προξενιού στην κοινωνία.
Την πρώτη επίσκεψη ακολουθούσε σε σύντομο χρονικό διάστημα και δεύτερη. Σ’ αυτήν οι γονείς του γαμπρού, μπορεί και κάποιοι ακόμα άμεσοι συγγενείς του, πήγαιναν κι ασήμωναν τη νύφη με λεφτά και κοσμήματα.
Από τη στιγμή εκείνη μέχρι την ημέρα του γάμου μεσολαβούσε ένα χρονικό διάστημα σχετικά μικρό, για ευνόητους λόγους. Έπρεπε η «δουλειά» να τελειώνει γρήγορα για να μη «χαλάσει»! Η μέση διάρκεια του χρόνου αυτού ήταν λιγότερο από δώδεκα μήνες.
Πέρα από τον προφορικό λόγο μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, ισότιμος επίσημου συμβολαίου όπως είδαμε, σε αρκετές περιπτώσεις είχαν θέση και τα γραπτά και ενυπόγραφα προικοσύμφωνα στις προετοιμασίες, καθώς και συμβολαιογραφικές πράξεις.
Δεν θα θεωρούσαμε υπερβολή, αν σημειώναμε πως οι τυπικότητες, ή κάποιες από τις τυπικότητες του συνοικεσίου, έπρεπε να τηρηθούν ακόμα και σε γάμους ζευγαριών που κρυφαγαπιόντουσαν. Εκτός από την ανάγκη τήρησης των εθίμων, ήταν κι ένας έντεχνος τρόπος να μην αποκαλυφθεί (ή να καλυφθεί) το «αμάρτημα» της κρυφής σχέσης!
Αν μετά το προξενιό/λογοδοσία ακολουθούσαν κι αρρεβώνες, τις βέρες στο υποψήφιο ζευγάρι «άλλαζε» ο κουμπάρος που θα τους στεφάνωνε, σε μια σχετικά μικρή τελετή μεταξύ των δύο οικογενειών και των πολύ στενών συγγενών τους.\
Συνεχίζουμε με το Β΄ μέρος, τις προετοιμασίες του γάμου.
==================================
Πηγές:
Ι. Αναμνήσεις/βιώματα από τα παιδικά χρόνια.
ΙΙ. Αφηγήσεις μεγαλύτερων.
ΙΙΙ. «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ», του γράφοντος, έκδοση 2002.
Νίκος Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.